Τρίτη, Αυγούστου 18, 2009

Ένας σκύλος στην Αρκαδία

Δεν ήθελα να αφήσω την επίσκεψη στον Βάγγο για την τελευταία ημέρα των διακοπών, η γυναίκα του η Ελένη όμως μου είπε πως μόνο Παρασκευή θα μπορούσε να με δεχτεί και μάλιστα το αργότερο μέχρι το μεσημεριανό φαγητό. Φαντάστηκα πως μέσα καλοκαιριού θα είχανε πολλές υποχρεώσεις και πίεση χρόνου στο πανδοχείο τους κι έτσι έκανα μια μικρή αλλαγή στα πλάνα μου και ξεκίνησα για το δρόμο της επιστροφής νωρίς το πρωί. Φόρτωσα το αυτοκίνητο με όλα τα ντόπια προϊόντα που με φίλεψαν οι συγγενείς, αυγά, πορτοκάλια, κόκκορες, έτσι συνέβαινε μετά από κάθε επίσκεψη στο χωριό. Στο δρόμο για την πόλη θα έκανα μια παράκαμψη προς το παραθαλάσσιο χωριό της Ελένης όπου βρισκόταν το πανδοχείο, για να τους συναντήσω και να φάμε μαζί.

Θα τους έβλεπα βέβαια και σε κανα μήνα, στο μνημόσυνο. Κόντευε χρόνος απ όταν χάσαμε το Θοδωρή, το μεγάλο αδερφό μου, απροειδοποίητα από ανακοπή καρδιάς. Ήταν μεγάλο το σοκ για όλους, ο Θοδωρής αυτή η χαμογελαστή διάνοια, ο ζεστός άνθρωπος που ήταν πάντοτε δίπλα σου, να χαθεί πριν φτάσει στα 50. Με τον καιρό και με πολύ πόνο συνηθίσαμε την απώλεια, μαζί όμως μάθαμε και να εκτιμάμε περισσότερο τη συναναστροφή με τους αγαπημένους μας ανθρώπους. Ξέρεις. Ζήσε τον άνθρωπο σου σήμερα γιατί αύριο μπορεί να μη τον έχεις. Τέτοιο σκεπτικό.

Από μικρός θυμάμαι το Βάγγο μέσα στο σπίτι μας. Σαν μεγάλος αδερφός μου κι αυτός, μεγάλωσαν μαζί με το Θοδωρή. Από πιτσιρικάδες μαζί παίζανε, μαζί διάβαζαν και καμιά φορά κοιμόταν μαζί μας, πόσο γνώριμη εικόνα κι οι δύο να κοιμούνται στο χοντρό χαλί του σαλονιού διπλα στο τζάκι, φορώντας ακόμα τα γυαλάκια τους και με τα βιβλία τους σκορπισμένα γύρω ανοιχτά.. Τέλειωσαν το σχολείο και βάλανε στόχο να σπουδάσουν μαθηματικά και κατάφεραν και μπήκαν στην ίδια σχολή. Μετά από χρόνια κάπως χαθήκανε. Παράξενες γυναίκες, μακρινές μεταθέσεις στο στρατό και διαφορετικές δουλειές. Στο μεταξύ ο Βάγγος παντρεύτηκε την Ελένη και παράτησε τα μαθηματικά. Γυρίσανε στο χωριό της και φτιάξανε το πανδοχείο. Διάλεξε την ήρεμη ζωή. Ο Θοδωρής έμεινε πεισματικά στη μελέτη της επιστήμης του, στο άγχος και το τρέξιμο της μεγαλούπολης. Δε χαθήκανε όμως, βοήθησε σ’αυτό που τα πήγαιναν καλά κι οι γυναίκες τους, η Ελένη κι η Φιλιώ κι έτσι βρίσκονταν όποτε είχαν την ευκαιρία, σε γιορτές ή σε εκδρομές τα σαββατοκύριακα.

Προσπαθούσα να μη σκέφτομαι το Θοδωρή καθώς οδηγούσα προς το χωριό. Οι τόσες κοινές αναμνήσεις τον φέρνανε συνεχώς μπροστά μου και δεν ήθελα να συγκινούμαι πάλι. Έπρεπε να σκέφτομαι το Βαγγο. Μόνο το Βάγγο σήμερα. Οι ζωντανοί προέχουν αυτή τη στιγμή, σε αυτούς ας χαρίζουμε την προσοχή μας. Οδηγούσα στους επαρχιακούς δρόμους χωρίς να βιάζομαι. Ούτε πολύ γρήγορα, αλλά όχι και αργά, οδηγούσα άνετα, με ένα cd τζαζ μουσικής απολαμβάνοντας το όμορφο Αρκαδικό τοπίο με τα μεγάλα δέντρα.

Ένας μικρός καφέ σκύλος πετάχτηκε ξαφνικά από τα δεξιά και αποφάσισε να διασχίσει νωχελικά το δρόμο, περνώντας ακριβώς μπροστά από τις ρόδες μου. Τρόμαξα. Φρέναρα απότομα και γύρισα το τιμόνι αριστερά. Βρέθηκα στο αντίθετο ρεύμα, κοντά στο προστατευτικό διάζωμα. Δεν άκουσα κάποιο ήχο ούτε κατάλαβα κάποιο χτύπημα, όμως ένιωθα πως μάλλον ήταν αδύνατο να έχει γλυτώσει ο σκύλος. Κοίταξα πίσω από το μεσαίο καθρέφτη. Ο σκύλος στεκόταν στη μέση του δρόμου σαστισμένος και δεν ήξερε κατά πού να τρέξει, μπερδεμένος κι αυτός από το παραλίγο μοιραίο. Αν είχαν γίνει κάπως αλλιώς τα πράγματα θα είχε γίνει χαλκομανία στην άσφαλτο που θα την πατούσαν αδιάφορα δεκάδες αμάξια, μια άμορφη μάζα από κόκκαλα και κρέας, που αργά το βράδυ θα την ξεκολλούσε με την ειδική σπάτουλα του ένας μυστήριος τύπος με καμπαρντίνα, ο υπάλληλος της νομαρχίας για την περισυλλογή νεκρών ζώων. Ήταν ζωντανός όμως οπότε γαβγίζοντας δυνατά έκανε ένα εντυπωσιακό άλμα πάνω απ το διάζωμα και ανέβηκε τρέχοντας το λόφο. Εγώ στεκόμουν στο αντίθετο ρεύμα, έπρεπε να ξεκινήσω πριν προκαλεσω σοβαρό ατύχημα. Ο σκύλος ήταν εντάξει, εγω ήμουν καλά, το αυτοκίνητο είχε δοκιμάσει με επιτυχία τα φρένα του και συνέχισα το δρόμο για το χωριό. Ήμουν πλέον κοντά.

Πριν την κηδεία είχα να τον δω χρόνια το Βάγγο. Τόσες φορές περνούσα από αυτό τον επαρχιακό δρόμο πηγαίνοντας προς την πόλη κι όμως ποτέ δεν έκανα την παράκαμψη για να τους επισκεφτώ. Έχουν και μια μικρή κόρη που δεν την είχα δει από τη βάπτιση της. Τώρα είναι κανονική κοπελίτσα. Ξαφνιάστηκα όταν είδα τα ολογκριζα μαλλιά του Βάγγου το προηγούμενο καλοκαίρι στην κηδεία. Τα χρόνια περνάνε και δε το συνειδητοποιείς, δε μετράς πόσες φορές πέρασες τη διασταύρωση χωρίς να κάνεις την παράκαμψη.

Το πανδοχείο είχε αλλάξει πολύ απ όταν το θυμόμουν, προς το καλύτερο φυσικά. Το είχαν ντύσει όλο εξωτερικά με πέτρα και έμοιαζε με παλιό παραδοσιακό κτίσμα, είχαν χτίσει και παράπλευρα επεκτάσεις. Με υποδέχτηκαν η Ελένη και η κόρη της. Μου δείξανε τον περίχωρο του πανδοχείου που κατέληγε μέσω ενός στενού δρόμου στο δικό τους νεόκτιστο αρχοντικό. Οι κόποι τους τόσων χρόνων είχαν αποδώσει. Είχαν χτίσει ένα πολύ όμορφο σπίτι που μου το έδειξαν όλο δωμάτιο δωμάτιο με μεγάλο ενθουσιασμό. Απολογήθηκα που είχα τόσα χρόνια να το δω. Παντού φωτογραφίες. Της Ελένης και του Βάγγου, της κόρης τους και άλλων συγγενών, αλλά και του Θοδωρή, ξεχώρισα και μία παλιά που ήμασταν παιδιά κι ήμουν κι εγω μέσα. Η Ελένη μου έδειξε μια που την είχαν πάνω από το τζάκι.
«εδώ ήμαστε πέρυσι περίπου τέτοια εποχή. Να, στο τραπέζι έξω, τρώγαμε με το Βάγγο και το Θοδωρή. Ποιος να το περιμένει» είπε καθώς τα μάτια της βούρκωναν.
Τον αγαπούσαν πολύ το Θοδωρή. Σαν αδερφό τους. Πιο πολύ κι από αδερφό τους. Πιο πολύ κι απ ότι εγω, δεν φοβάμαι να το ομολογήσω. Τους συνέδεαν μια κοινή διαδρομή ζωής, κοινά όνειρα κι χαρά που μοιράζονταν στην εκπλήρωση τους. Έμεινα και κοιταγα την εικόνα. Ο Βάγγος κι ο Θοδωρής καθισμένοι δίπλα δίπλα, σαν τα μικρά παιδιά που θυμάμαι στο πατρικό μας σπίτι, μόνο πιο παχείς, κουρασμένοι, πιο γερασμένοι και με τα μαλλιά τους να γκριζάρουν έντονα.

Ο Βάγγος αργούσε να εμφανιστεί. Ρώτησα αν είναι τόσο κουραστική η δουλειά τους το καλοκαίρι που έρχεται πολύς κόσμος και το πανδοχείο γεμίζει. Η Ελένη μου είπε πως δεν ασχολούνται με τίποτα πλέον. Έχουν πολύ προσωπικό που φροντίζει για όλα, επίσης και οι κρατήσεις ακόμα γίνονται μέσω ίντερνετ. Την προηγούμενη βδομάδα είχαν πάει οικογενειακώς για ιππασία. Το σαββατοκύριακο θα ανέβαιναν για μια παράσταση στο αρχαίο θέατρο, γενικά έχουν πολύ ελεύθερο χρόνο. Όχι όμως και τόσο πολύ χρόνο ο Βάγγος. Όχι απ όταν ξεκίνησε θαλάσσιο σκι. Φεύγει καθημερινά με την παρέα του, τρεις τέσσερις ακόμα φίλους του, όλοι νεότεροι, και ξημεροβραδιάζονται. Ιδίως όταν έχει ερασιτεχνικούς αγώνες φεύγουν Παρασκευή απόγευμα για τις λίμνες της κεντρικής Ελλάδας και ξαναγυρνάνε Κυριακή βράδυ. Το χειμώνα πήγανε και στην Πεσκάρα της Ιταλίας. Για μια βδομάδα. Γύρισε με σπασμένη μύτη αλλά το καταευχαριστήθηκε.

Λίγο μετά κατέφθασε κι ο Βάγγος. Αρκετά αδυνατισμένος, το δέρμα του καμένο από τον ήλιο και τα μαλλιά του βαμένα καστανά, κάπως αποτυχημένα όμως, έτσι που φλέρταραν κάπως με το κόκκινο. Ίδια τύχη είχαν και το μουστάκι και τα φρύδια του. Με φίλησε και με οδήγησε στην τραπεζαρία. Πρέπει να φάμε σύντομα είπε γιατί σε 10 λεπτά θα έφευγε. Καθώς μιλούσε πρόσεξα πως του έλειπε ένα δόντι, αυτό δίπλα στον κυνόδοντα. Το θαλάσσιο σκι δε μπορούσε να αναβληθεί με τίποτα. Μίλαγε βιαστικά και ήταν σπιντάτος στις κινήσεις του. Ξεκίνησα να του πω για το παλιό σπίτι στο χωριό και τις επισκευές που ξεκινήσαμε. Μου τράβηξε το πιάτο και μου είπε να φάω γρήγορα τη σούπα γιατί έρχεται όπου να ναι και η βραστή γίδα. Μαγειρεμένη με την παραδοσιακή συνταγή της περιοχής και με δικό τους κρέας. Έβαλε και πιλάφι. Είπαμε δυό κουβέντες, καταπίνοντας σούπα και κόβωντας ψωμιά με το χέρι. Έβαλε στα ποτήρια κρασί. Αντε γειά μας, να μαστε όλοι καλά. Σηκώθηκε και έτρεξε στον πάνω όροφο πηδώντας τρία τρία τα σκαλιά. Μετά από λίγο κι ενώ φυσούσα αμήχανα τη γίδα για να κρυώσει, εμφανίστηκε πάλι φορώντας μια ελαστική ολόσωμη φόρμα και μάλιστα ξεκούμπωτη. Ρούφαγε την κοιλιά του και τεντωνόταν για να χωρέσει μέσα της.
"Πιάσε τους κοιλιακούς μου να δείς πως έχουν σφίξει" με παρακίνησε καθώς φόραγε το κασκέτο που επιτέλους κάλυψε το κακόγουστο χρώμα των μαλλιών του.
Μου είπε να ξεκινήσω κι εγώ χαλαρά πρώτα σκι και μετά να περάσω και στα άλματα. Μετά έφυγε.

Κάθισα λίγο με την Ελένη και το κορίτσι αλλά δεν βρίσκαμε πλέον κάτι άλλο να συζητήσουμε. Εγώ είχα σοκαριστεί από το Βάγγο που συνάντησα που ήταν άλλος από αυτόν που θυμόμουν. Τις άφησα να ξεκουραστούν και έφυγα για να είμαι στην πόλη πριν νυχτώσει. Μου δώσανε δυο παλιά βιβλία κι ένα αντίγραφο από την περσινή φωτογραφία με το Θοδωρή. Ζήτησα μια νάυλον σακουλίτσα πριν τα βάλω στο πορτ μπαγκάζ, για να μη τυχόν λερωθούν από τα κουνέλια και τα λάδια που είχα φορτωμένα μέσα.

Σε όλη την επιστροφή πήγαινα προσεκτικά, χωρίς μουσική και στο μυαλό μου είχε κολλήσει ο σκύλος της Αρκαδίας. Γλύτωσε από τις ρόδες ενός αυτοκινήτου που έτρεχε με 100 χιλιόμετρα. Στάθηκε για λίγο στη μέση του δρόμου. Κοίταξε τριγύρω του, και μετά έτρεξε προς το λόφο πηδώντας κάθε τόσο πάνω από την ξεραμένη και άγρια καλοκαιρινή βλάστηση.

Πέμπτη, Αυγούστου 06, 2009

Φαινομενικά χαμένος

Επιστρέφοντας το απογευματάκι απ τη δουλειά πήγα για λίγο στο νοσοκομείο. Το επόμενο πρωί έφευγα για διακοπές και ήθελα οπωσδήποτε να περάσω από κει. Ευτυχώς είχα τακτοποιήσει όλες τις εκκρεμότητες πριν το ταξίδι και είχα λίγο ελεύθερο χρόνο. Ο θείος έκανε εγχείριση. Σε ιδιωτικό καρδιολογικό. Δεν είναι μεγάλος σε ηλικία όμως έπρεπε να γίνει, δε χώραγε αναβολές η περίπτωση. Κάπνιζε πολύ και ήταν και παχύς, έτσι τον θυμόμουν τουλάχιστο. Είχα χρόνια να τον δω. Η οικογένεια μαζεύεται σε τέτοιες συγκυρίες, σε κηδείες και σε αίθουσες αναμονής νοσοκομείων. Λέμε τα νέα μας. Με τι ασχολούμαστε, τι ταξη θα πάνε τα παιδιά, αν πήγε κανείς πρόσφατα στο χωριό.

Έβαλα το gps να με οδηγήσει στο νοσοκομείο. Είχα ξαναπάει προς τα κει αρκετές φορές παλαιότερα, όμως από τότε που αγόρασα το gps αυτοκινήτου έχω χάσει κάθε έννοια προσανατολισμού μέσα στην πόλη. Έχω ξεχάσει πως πηγαίνεις ακόμα και στα κεντρικότερα σημεία. Χάνομαι εύκολα και περιμένω κάποιον να μου δώσει κατευθύνσεις, σε πενήντα μέτρα στρίβω αριστερά ή δεξιά? Έχει αρχίσει να με ενοχλεί πολύ η οδήγηση, τα βράδια που κλείνω τα μάτια μου φαντάζομαι οτι πλέω με μια βάρκα στον απέραντο ωκεανό - εκεί μπορείς να στρίψεις όπου θες.

Μπήκα στο νοσοκομείο. Ησυχία. Ένα τεράστιο αίθριο στη μέση του κτίσματος γέμιζε όλους τους ορόφους με φυσικό φως. Πήρα τηλέφωνο απο το κινητό να μάθω τον αριθμό του δωματίου. Ένας καραφλός φύλακας μου έκανε παρατήρηση ότι δεν επιτρέπεται το κινητό μέσα στο νοσοκομείο. Μου έδειξε και τη σχετική απαγορευτική πινακίδα στον τοίχο. Αναγκάστηκα να επιστρέψω στις πληροφορίες και να ρωτήσω την υπάλληλο. Όπως κάναμε παλιά. Τότε που δεν είχαμε κινητά. Είπα το όνομα, έψαξε τα αρχεία της και μου είπε τον αριθμό του δωματίου. Τριακόσια δεκάξι. Στον τρίτο όροφο. Πολύ μου αρέσει που στα ξενοδοχεία και στα νοσοκομεία ονομάζουν τον αριθμό του δωματίου με πρώτο ψηφίο τον όροφο, ώστε να προσανατολίζεσαι χωρίς πολλές πολλές ερωτήσεις. Πριν φύγω ο φύλακας μου ξαναέκανε παρατήρηση. Μου είπε να αφήσω το κουτί που κρατούσα, δεν επιτρέπεται να πηγαίνεις γλυκά στα δωμάτια των ασθενών. Δεν είχε κι άδικο. Κέρασμα εκλεράκια σε κάποιον που έκανε εγχείριση ανοιχτής καρδιάς δεν είναι η πιο σοφή κίνηση. Ρώτησα το φύλακα σε ποιο όροφο είναι το τρία δεκάξι για να του τη σπάσω.

Στον τρίτο όροφο ο θείος με άλλους δύο σε ένα θάλαμο. Σκισμένα στήθια, σωληνάκια και αβέβαια χαμόγελα. Βλέμμα αχανές που το εκλαμβάνεις όπως εσένα σε βολεύει. Άλλος το βλέπει ως βλέμμα ευγνωμοσύνης για την επίσκεψη. Άλλος ως βλέμμα θλίψης ή έκπληξης, βλέμμα ντροπής, λυπάμαι ανηψιέ που με βλέπεις έτσι σε αυτά τα χάλια. Πότε ήταν που σε έπιανα στα χέρια μου και σε πέταγα βρέφος στο ταβάνι. Τώρα φυσάω στο στόμιο ενός παιχνιδιού για καρδιοπαθεις να δω αν θα κουνηθούν οι μπίλιες. Και δεν κουνιούνται οι παναθεματισμένες. Στο πλάι παίζει μια τηλεόραση που κανείς δεν της δίνει σημασία. Στα τηλεοπτικά προγράμματα των νοσοκομείων δεν πέφτει διάλλειμμα, αφού δεν υπάρχει ενδιαφέρον για το διαφημιστικό χρόνο. Οι ηθοποιοί παίζουν μηχανικά και βαριεστημένα .Ο θείος ήταν πολύ αδύνατος, χλωμός και γερασμένος, δεν τον θυμόμουν έτσι. Όσο κι αν δε το θέλω από δω και στο εξής έτσι θα τον θυμάμαι.

Έξω στο θάλαμο αναμονής επικρατεί ιδιωτική ηρεμία. Καμία σχέση με τις σκηνές πανικού στα στοιβαγμένα ράτζα των δημοσίων νοσοκομείων. Οι οικογένειες σχηματίζουν γκρουπάκια. Καταλαβαίνεις μετα από στιγμές παρατήρησης ποια είναι η σύζυγος, ποιος ο χοντρόπετσος γιός, ποιος είναι ο εξυπνάκιας της οικογένειας που σπάει την ψυχρότητα της περίστασης με αποτυχημένα αστεία.

Προσομοίωση αίθουσας αναμονής νοσοκομείου

Πληρώνεις το αντίτιμο, παίρνεις το εισιτήριο σου και προχωράς στο διάδρομο. Μπροστά σου ανοίγεται η αίθουσα αναμονής. Πιάνεις τη θέση αμίλητος και τηρείς τους σαφείς κανόνες. Απαγορεύεται το κάπνισμα, η ομιλία στο κινητό τηλέφωνο, ο θόρυβος, το φαγητό. Σκύβεις και ακουμπάς καθιστός τους αγκώνες στα γόνατα. Σκέφτεσαι όση ώρα θελεις. Τριγύρω σου και οι υπόλοιποι συμπεριφέρονται αντίστοιχα. Θα μείνεις με την απορία αν και αυτοί είναι πελάτες του προσομοιωτή ή απλώς υπάλληλοι που γεμίζουν την αίθουσα κάνοντας τη πιο ρεαλιστική. Σε κάθε περίπτωση, πρέπει να απολαύσεις το φαινομενικά χαμένο χρόνο. Μπορείς να κλάψεις, αν το περιβάλλον σου φέρει αναμνήσεις γνώριμες κάποιας πονεμένης ιστορίας του παρελθόντος. Μπορείς να ανησυχείς για την επικείμενη φανταστική εξέταση σου. Μπορείς να ελπίζεις πως ο γιατρός που θα βγει σε λίγο θα έχει ευχάριστα νεα. Μπορείς απλά να αδιαφορήσεις σα να είναι επίσκεψη ρουτίνας. Στο χέρι σου είναι πως θα εκμεταλευτείς την ώρα που θα περάσεις στο σαλόνι. Υπάρχει καφές φίλτρου. Μπορείς να πιείς αν είσαι πολλές ώρες αύπνος μέσα στην αίθουσα αναμονής. Κάποια στιγμή ένας τύπος με άσπρη ρόμπα ιατρική θα εμφανιστεί και θα σε καλέσει κοντά του. Θα σε πιάσει από τον ώμο και θα σου ψιθυρίσει κάτι, παριστάνοντας πως κάνει μια σημαντική ανακοίνωση. Έπειτα είσαι ελεύθερος είτε να αποχωρήσεις ή αν επιθυμείς να παραμείνεις για μερικά λεπτά ακόμα στην αίθουσα.

Δεν σου προσφέρουν λύση σε κάποιο πρόβλημα Βασικά δε σε κοιτάνε καν συγκαταβατικά υπονοώντας πως υπήρχε εξαρχής πρόβλημα. Έτσι δε γίνεται με τις αγορές αγαθών ή υπηρεσιών? Αγοράζεις κάτι και αμέσως φορτώνεσαι με τις τύψεις της έλειψης του. Στο σούπερμάρκετ ρωτάς την υπάλληλο πού βρίσκονται τα απορρυπαντικά κι αυτή σου δείχνει τον τρίτο διάδρομο, κοιτάζει όμως με αποστροφή τα βρώμικα σου παπούτσια και αηδιάζει με σενα που δεν ήξερες καν που πέφτουν τα καθαριστικά προϊόντα. Στο ταμείο η κοπέλα περνάει από το μηχάνημα το μπουκάλι βοτκας και το βλέμμα της είναι γεμάτο περιφρόνηση, παλιομπεκρή με τα αξύριστα γένια. Και πατατάκια βλεπω! Bar code 04526 και κάτι μαύρες κάθετες γραμμές. Ματιές στα παχάκια γύρω από τους γλουτούς σου. Και στις υπηρεσίες το ίδιο, οπουδήποτε. Πάει μια κοπέλα για πεντικιούρ κι αντί να χαλαρώσει που της τρίβουν τα πόδια αισθάνεται πως της καταλογίζουν ότι είναι ανίκανη να περιποιηθεί τον εαυτό της. Κατανάλωση ίσον ενοχή. Το παρατράβηξα, εντάξει, δεν είναι καμιά φοβερή θεωρία, αν είχα όμως μερικές ώρες στην αίθουσα αναμονής θα κατάφερνα να την τελειοποιήσω.

Το επόμενο πρωί έφευγα για διακοπές. Η βαλίτσα ήταν τακτοποιημένη και το αυτοκίνητο φουλαρισμένο με βενζίνη, όλα έτοιμα. Πήγα να βάλω το ξυπνητήρι στο κινητό τηλέφωνο. Είχε κλείσει από μπαταρία, ποιος ξέρει πόσες κλήσεις είχα χάσει. Φορτιστής πουθενά. Μίνι κρίση πανικού και επαναλαμβανόμενο ερώτημα "και τώρα πως ξυπνάμε". Έψαξα για κανένα παλιό ξυπνητήρι στα συρτάρια, είμαι βέβαιος πως κάπου έχω καταχωνιασμένο ένα ηλεκτρονικό, όμως δεν το βρήκα. Πήρα τηλέφωνο τη μητέρα. Της είπα να με πάρει νωρίς τηλέφωνο να με ξυπνήσει, όπως κάναμε παλιά. Άρχισε να με ρωτάει για τη δουλειά και τις διακοπές. Ήμουν κουρασμένος και ήταν αργά, έτσι την έκλεισα βιαστικά. Χαλάρωσα για να κοιμηθώ. Έπρεπε να είμαι ξεκούραστος για το μεγάλο ταξίδι με το αυτοκίνητο. Δε μου αρέσει πολύ η οδήγηση. Προτιμώ τα ταξίδια με πλοίο.


Προσομοίωση ταξιδιού με πλοίο.

Πληρώνεις το αντίτιμο, κρατάς απόκομμα και ανεβαίνεις στο υποτιθέμενο πλοίο. Πιάνεις τη θέση σου στο κατάστρωμα, σε ένα παγκάκι ή σε πλαστική καρέκλα. Γύρω σου ήδη κάποιοι έχουν ξαπλώσει πιάνοντας ένα ολόκληρο πάγκο κι έχουν σκεπαστεί με σλίπινγκ μπαγκ. Μπαίνει μια παρέα από θορυβώδεις φοιτητές με κιθάρες που σύντομα θα ψάχνονται μεταξύ τους για τσιγάρα και κέρματα και μια οικογένεια από τσιγγάνους που σε λίγο θα κοιμούνται στη μοκέτα. Πέφτουν οι ανακοινώσεις από τα ηχεία, διακεκομένες φυσικά και μετά γίνεται και η απαραίτητη μετάφραση. Ξεκινάει ένα βουητό που θα συνεχίζεται καθ’ όλη τη διάρκεια της εμπειρίας. Ένα ελαφρύ δροσερό αεράκι σε χτυπάει. Κάθεσαι πιο αναπαυτικά και απολαμβάνεις το κούνημα του πλοίου, μια δεξιά μια αριστερά. Μπορείς αν θες να πάρεις καφέ ή σάντουιτς σε τιμές καραβίσιες, θέλει προσοχή όμως να μη χάσεις τη θέση σου. Αν τη χάσεις θα κάνεις καμια βόλτα στο κατάστρωμα και δε θα σε νοιάζει να περάσει η ώρα, αυτό ακριβώς ήθελες να αγοράσεις. Φαινομενικά χαμένο χρόνο. Μετά από κάποιες ώρες, όσες εσύ επιλέξεις ανάλογα αν έχεις μπει στην προσομοίωση ταξιδιού προς Αίγινα, Ρόδο ή Φιλιππίνες, φτάνεις στον προορισμό. Ανακοινώσεις, ήχος από σχοινιά που τεντώνονται και στρίμωγμα στις σκάλες εξόδου. Νεύρα και παρεξηγήσεις. Πατάς το πόδι σου στο έδαφος, τέλος αυτό ήταν.
Στην πραγματικότητα δεν μετακινήθηκες ποτέ.