Τρίτη, Σεπτεμβρίου 23, 2008

0/4 - Η μαλακή σκανδάλη

Ξεκλείδωσε και τον οδήγησε σε μια σκάλα. Άρχισαν να ανεβαίνουν, ο Φώντας μπροστά, ο Οράτιος πίσω. Ο Οράτιος παρατηρούσε το χώρο τριγύρω του. Κάθε καινούργιο αντικείμενο, τα πάντα, στη μέση της σκάλας βρισκόταν ένας καθρέφτης. Ο Οράτιος έριξε μια ματιά στην αντανάκλαση του. Τρόμαξε. Του φαινόταν τόσο διαφορετικός ο εαυτός του, δε μπορούσε να καταλάβει όμως γιατί. Θα το σκεφτόταν αργότερα, ο Φώντας είχε ήδη προχωρίσει αρκετά σκαλοπάτια πιο πάνω και βιάστηκε να τον προλάβει.

Ήταν ο εαυτός του κι όμως δεν ήταν. Σαν κάποιος άλλος να ζούσε μέσα του. Σαν ξένος άνθρωπος σε γνώριμο σώμα. Ο Οράτιος κατέβηκε πάλι τα σκαλιά και γυρισε να σταθεί μπροστά στον καθρέφτη. Ίσως να ήταν τα μάτια του. Το βλέμμα είχε κάπως αλλάξει. Δεν ήταν πια αθώο.
Δε ξύρισε τα μαλλιά του για δυο μέρες και είχαν αρχίσει να ξεπροβάλλουν οι κόκκινες τρίχες Ήταν πολύ κοντές ακόμα αλλά μοιάζαν να φυτρώνουν αγριεμένες και ανεξέλεγκτες.


Ο Φώντας άρχισε να τον φωνάζει. Έτρεξε να ανέβει μέχρι το δεύτερο όροφο κι εκεί είδε το αφεντικό του να τον περιμένει παραξενεμένο από την αργοπορία του. Το κτίριο ήταν όλο ξενοίκιαστο. Παλιά γραφεία, σε αρκετά καλή κατάσταση, φαίνονταν να έχουν πρόσφατα εγκαταλειφθεί. Στην επαρχιακή πόλη όλα ήταν άδεια, όλοι οι δρόμοι έρημοι, τα πρόσωπα βαριεστημένα, το σκηνικό ήταν ιδανικό για ύποπτες δοσοληψίες. Ο Φώντας είχε ακουμπήσει μια λάμπα πάνω στο τραπέζι. Υπήρχε ακόμα ρεύμα. Έσκυψε κι απο την τσάντα στο πάτωμα τράβηξε μια καραμπίνα.

«Πάρτη και αν γινει κάτι ρίξε μια δυο φορές προς τα πάνω. Θα τρομάξει και θα φύγει. Γυναίκα είναι.» διέταξε ο Φώντας

«μα.. Κι αν εμφανιστεί κάποιος άλλος αντι για αυτή? Αν φέρει κι άλλους?»

«Δε θα φέρει. Ο Μπεν θα μας ειδοποιήσει αν δει καποιον. Θα κάνουμε πολύ γρήγορα. Εσύ απλά παρακολούθα κι αν γίνει κάτι ρίξε προς τα πάνω. Αυτό μονο. Και σε λίγο θα φύγουμε για Αθήνα.»

Το σπίτι είχε και τηλέφωνο παρατημένο στο πάτωμα. Ο Οράτιος έκλεισε τη λάμπα μη τυχόν και τον δει κάποιος απο γύρω και έμεινε στο σκοτάδι. Στάθηκε δίπλα στο παράθυρο. Με την καραμπίνα στο χέρι. Ο Φώντας είχε κατέβει και περίμενε δίπλα σε μια κολώνα στο απέναντι κτίριο. Καθόλου νευρικός. Εξοργισμένος, ναι. Αλλά έκρυβε τη σύγχιση του και εξέπεμπε μια ηρεμία σχεδόν ανατριχιαστική. Ο αλλαντοπώλης είχε εξαφανιστεί, ποιος ξέρει που θα βρισκόταν και τί τρέλα θα είχε βάλει στο μυαλό του. Τα πάντα ήταν στον αέρα. Κανείς τους στην πραγματικότητα δεν είχε σκεφτεί την ημέρα μετά. Μετά απο τις ληστείες, τους φόνους, τις βαλίτσες με τα μετρητά, μετά τις αποδράσεις και τις στιγμές της ξέφρενης αλητείας. Κανείς τους δεν είχε υπολογίσει οτι το μετά θα ήταν πιο δύσκολο. Γιατί η ομάδα βρίσκει τον τρόπο και συντηρείται, τρώει απο τις σάρκες της και επιβιώνει. Αλλά όταν η ομάδα χωριστεί... Όταν ο ένας θα αφήσει τον άλλον θα έχει την υποψία μήπως και κάτι συμβεί, μήπως και ο άλλος μιλήσει. Αν κάτι πήγαινε στραβά ο ένας θα έστελνε τον κίνδυνο στους άλλους. Δεν θα ηταν γραφτό να ηρεμήσουν ποτε. Και τωρα πια δεν υπήρχε πισωγύρισμα.

Ο Μπεν έτρεχε αδιάκοπα σε μια ακτίνα 200 μέτρων γύρω απο το σημείο συνάντησης. Ο αρουραίος θα παρατηρούσε αν κάποιος πλησίαζε και θα ειδοποιούσε για να εξαφανιστούν πριν κινδυνεύσουν. Ο Φώντας περίμενε. Ποιος ξέρει τι είχε στο μυαλό του. Ο Οράτιος τον φοβόταν. Δεν είχε υπολογίσει εξαρχής στη συμμορία ούτε τον Οράτιο ούτε τον αλλαντοπώλη. Πιθανό και τον αρουραίο να τον είχε χρησιμοποιήσει για να πάρει την ατζέντα και μόνο. Ο Φώντας είχε τον τρόπο να βρίσκει όπλα και να τους τα βάζει στα χέρια. Να κανονίζει ραντεβού με ανώτατους αξιωματικούς. Ήταν ο αρχηγός, το μυαλό. Αυτοί απλά βρίσκονταν εκεί, παίζαν το ρόλο τους σα μαριονέτες και μετά γιόρταζαν για ένα υποτιθέμενο μερίδιο θησαυρού που δε μπορούσαν να το αγγίξουν. Τουλάχιστο όχι πριν τελειώσει η δράση της συμμορίας. Πότε όμως θα τελείωνε? Και πώς?

Το δωμάτιο είχε τηλέφωνο. Ο Οράτιος το τράβηξε κοντά του. Σήκωσε το ακουστικό και άρχισε να καλεί νούμερα. Μια γυναικεία φωνή απάντησε

Αυτός δίστασε στην αρχή όμως τελικά μίλησε « εγώ είμαι. Ο Οράτιος»
η γυναικεία φωνή άρχισε να μιλάει γρήγορα αναστατωμένη και ενθουσιασμένη.
«μίλα πιο σιγά σοφάκι. Πιο σιγά. Τι κάνεις? Ναι, στην αθήνα. Δηλαδή τώρα δεν είμαι, αλλά γύρω απο την Αθήνα γυρνάω

..μην λες το όνομα μου. Μη πεις σε κανέναν οτι κάλεσα. Οι γονείς μου τι κανουν.

..με ψάχνουν? Τι είπανε που δεν γύρισα? Που δε τους κάλεσα?

Σοφάκι.

Σοφάκι άκου με. Όχι δε μπορώ να γυρίσω. Ακου με. Θέλω να μαζέψεις μερικά απο τα χρήματα σου και να έρθεις αύριο στην αθήνα. Πάρε το λεωφορείο αν είναι να το σκασεις. Αν βρεις μια δικαιολογία πάρε ταξί, θα σου πληρώσω εγώ το ταξίδι και σου έχω κλείσει ξενοδοχείο. Αυριο θα παω σε μια οντισιον να τραγουδήσω. Είναι μεγάλη ευκαιρία. Θέλω να είναι κάποιος δικός μου μαζι. Σε παρακαλώ σοφάκι έλα.


Σε κλείνω τώρα. Θα σε περιμένω. Μου λείπεις. Θα σε συναντήσω στο ξενοδοχείο.»

Ο μπεν έτρεχε. Ο Φώντας περίμενε. Η γυναίκα του συνταγματάρχη ήρθε απο το βάθος του δρόμου κρατώντας μια βαλίτσα. Ο Φώντας φόρεσε την κουκούλα του. Ο αλλαντοπώλης έλειπε. Η απουσία του είχε γεμίσει ένταση τη συναλλαγή. Τίποτα δεν ήταν όπως προγραμματίστηκε. Για να δουλέψει η μηχανή πρέπει να έχει όλα τα γρανάζια της.

Ο Οράτιος πήρε την καραμπίνα και στόχευσε. Ηταν έτοιμος για όλα. Η γυναίκα άφησε την τσάντα και έκανε μερικά βήματα πίσω. Ο Φώντας την άνοιξε και την περιεργάστηκε. Η γυναίκα κάτι ρώτησε. Δε θα άνοιγαν κουβέντα, ο Φώντας τη διέταξε να φύγει. Αυτή συνέχισε να ρωτάει. Φώναζε. Ο Οράτιος όπλισε. Η σκανδάλη ήταν μαλακή. Το βλέμμα του στον καθρέφτη. Οι κόκκινες τρίχες άρχισαν να ξεπροβάλουν. Τίποτα δε θα ήταν ποτέ όπως πριν. Ο αλλαντοπώλης εξαφανίστηκε. Ο μπεν τρέχει σε κύκλους. Κυκλώνει το έγκλημα μα δεν τολμάει να το πλησιάσει. Ο Οράτιος κρατάει το έγκλημα στα χέρια του. Το διαβάζει στον αντικατοπτρισμό του στον καθρέφτη. Ο Οράτιος στοχεύει το Φώντα. Απο τέτοια απόσταση μπορεί να του ρίξει στο κεφάλι. Η σκανδάλη είναι τόσο μαλακή. Πολλά προβλήματα θα προκύψουν, πολλά προβλήματα όμως θα λυθούν. Ο οράτιος είναι έτοιμος για όλα.

Η γυναίκα αποφασίζει να μην επιμείνει, γυρνάει την πλάτη και φεύγει βιαστικά. Ο Φώντας στέκεται για λίγο. Σα να περιμένει τη σκανδάλη του Οράτιου να πατηθεί. Ο Οράτιος κατεβάζει το όπλο. Οχι σήμερα.

Δεν ήρθε ακόμα η ώρα.

Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 15, 2008

Ο χωρισμός όπως θα έπρεπε να είναι

Είχα παραγγείλει μιλκσέηκ βανίλια και πάνκεηκς να μου κρατάνε παρέα όσο την περίμενα στο μαγαζί που πηγαίναμε στα πρώτα μας ραντεβού. Ήμασταν μαζί πολλά χρόνια και περνούσαμε καλά όμως η τέλεια σχέση μας είχε αρχίσει και μου ασκούσε τεράστια ψυχική πίεση, ένιωθα πως με έσφιγγε ο αόρατος κλοιός της ισόβιας δέσμευσης.

Θα ερχόταν σε λίγο. Της έιχα πει να περάσει να συζητήσουμε. Πού να φανταζόταν τι θα της έλεγα.

Είχε αρχίσει και με πίεζε πάρα πολύ. Μου έδειχνε μια υπερβολική αγάπη που δε μπορούσα να την αντέξω. Αν υπήρχε συναισθηματική ζυγαριά θα έδειχνε πως κι εγώ δεν την αγαπούσα λιγότερο, απλώς εγώ της άφηνα το χώρο της, της έδινα το περιθώριο να κάνει τα πράγματα που την ευχαριστούν. Αυτή αντιθέτως όλο μου έκοβε αυτά που μου άρεσαν για να μένει περισσότερος χρόνος να περνάμε μαζί. Αναγκαζόμουν να μη βλέπω Τριτη Τετάρτη τσαμπιονς λίγκ και Σάββατο Κυριακή πρωτάθλημα. Έπρεπε να διαλέξω μόνο 3 απο τα ματς που μου άρεσαν, πως να διαλέξεις όμως. Τόση πολλή και καλή μπάλα.. Ή που όλα μας τα ταξίδια στο εξωτερικό ήταν σε εξωτικά μέρη που ήθελε αυτή κι όλο αναβάλλαμε για το μέλλον το ταξίδι στην πόλη του φωτός που ονειρευόμουν εγώ.

Το πάνκεηκ κρύωνε. Δεν είχα όρεξη και δεν κατέβαινε μπουκιά, είχα πιεστεί κιόλας, δεν ήταν εύκολο αυτό που θα της ανακοίνωνα. Είχε πάει για ψώνια με τις φίλες της και θα ερχόταν απευθείας να με βρει. Άλλο κι αυτό. Κάθε βδομάδα ήταν για ψώνια, έπαιρνε νέα ρούχα, ακριβά παπούτσια και αρώματα, υπήρχε ένας συνεχής καλλοπισμός και εμφανίζονταν διαρκώς καινούργια σέξι εσώρουχα και το πιο εξοργιστικό ήταν οτι για όλα αυτά δεν μου είχε ζητηθεί ποτέ να πληρώσω ούτε σεντς. Αυτή η ανεξαρτησία και αυτάρκεια ήταν μεγάλο πλήγμα για τον ανδρισμό μου.

Νατη, έρχεται. Εμφανίστηκε φορτωμένη με τσάντες απο ψώνια παρέα με τις φίλες της καλοχτενισμένες και ντυμένες στην τρίχα. Αυτές με χαιρέτισαν και αποσύρθηκαν σε διπλανό τραπέζι για να μας αφήσουν λίγο μόνους. Μύριζαν πάλι όλες πανέμορφα. Ξεκίνησα κομπιάζοντας να της εξηγώ. Τα λόγια έβγαιναν μπερδεμένα και ίδρωνα απο το άγχος μου να την ξεφορτωθώ όσο πιο ανώδυνα γινόταν. Με κοίταγε αρχικά παραξενεμένη, μετά όμως πήρε ένα καθησυχαστικό βλέμμα. Κάλεσε τις φίλες της να έρθουν κοντά μας και αυτές βολεύτηκαν δίπλα μου. Φοβήθηκα πως θα καταφύγει σε κάποια τρελή πράξη εκδίκησης, όπως να μου ρίξει το μιλκσέηκ μέσα στο παντελόνι ή να μου φορέσει το τακούνι μανόλο μπλάνικ στο κούτελο. Με ένα νόημα της όμως οι φίλες της άρχισαν να με χαιδεύουν.

«Καταλαβαίνω, θέλεις να μείνεις μόνος σου. Φοβάσαι τις δεσμεύσεις. Τηλεφώνησε μου αν θες να περάσουμε καλά.»

--------------------------------------

Και της τηλεφώνησα. Δεν είχαν περάσει 10 μέρες και είχε αρχίσει να με καίει η απορία πως να περνάει χωρίς εμένα, πόσο να της στοίχισε η απουσία μου και κυρίως πόσο επώδυνος ήταν για αυτή ο ξαφνικός χωρισμός μας. Μου είχε λείψει και το σπιτικό φαγητό της, με τα τζανκ φουντ είχα πάρει και μερικά κιλά. Οκ, το παραδέχομαι. Πολύ σημαντικό ρόλο στο τηλεφώνημα έπαιξε και η πολλαπλή φαντασίωση μου με τις φίλες της, δεν είναι κακό, κάθε άντρας θα ενέδιδε σε αυτή την πρόκληση. Μου είπε να περάσω απ το εξοχικό της. Δίστασα να τη ρωτήσω αλλά κρατούσα μέσα μου την ελπίδα πως θα είναι και οι φίλες της και πήρα μια καρτέλα με 30 προφυλακτικά.

Έφτασα στο σπίτι στην ώρα μου. Μου άνοιξε και ήταν μαγευτικά όμορφη, φρέσκια όσο ποτέ και χαμογελαστή. Πέρασα μέσα και μου πρόσφερε ένα ποτό. Στο σαλόνι κάθονταν οι φίλες της που μου ρίχναν ματιές γεμάτες υποσχέσεις καθώς συζητούσαν χαμηλόφονα. Αυτή ήταν ήρεμη και χαλαρή. Μιλήσαμε γενικά περι ανέμων και υδάτων. Μέσα μου υπήρχε σύγκρουση ενστίκτου και αξιοπρέπειας. Απο τη μία ήθελα όσο τίποτα το ξέφρενο σεξουαλικό όργιο απο την άλλη με πρόσβαλε η άνεση της απέναντι στο χωρισμό, το γεγονός πως δεν είχε στεναχωρηθεί καθόλου ούτε με είχε παρακαλέσει για επανασύνδεση. Ήταν αυτή επιδεικτικά κουλ και ήταν κι οι φίλες της προκλητικά σέξι.

Και κέρδισε η λογική.

Σκέφτηκα: αν ενδώσω στο σεξουαλικό όργιο, τότε θα επιβεβαιώσω πως οι άντρες είναι ζώα που ακολουθούν μόνο τα ένστικτά τους, θα στιγματίσω τον ανδρικό πληθυσμό, αλλά ποιος νοιάζεται στην τελική. Εγω θα εχω να καυχιέμαι πως πήδηξα αβέρτα!

Πέρασα στο σαλόνι. Χαριεντιζόμασταν με αστειάκια αρκετή ώρα αυξάνοντας την ένταση, δήθεν αδιαφορώντας για αυτά που θα γίνονταν μεταξύ μας απο ώρα σε ώρα.

Σύντομα άρχισαν τα χάδια κι ύστερα τα πρώτα παθιασμένα φιλιά. Αφέθηκα στις φροντίδες τους. Με δέσανε στο καλοριφέρ με χειροπέδες. Το καλύτερο δεν είχε αρχίσει ακόμα σκέφτηκα. Τραβήχτηκαν λίγο πιο πέρα και επιδώθηκαν σε μεταξύ τους ερωτικά παιχνίδια. Εγώ κοιτούσα και φούντωνα. Ήθελα να συμμετάσχω αλλά ήμουν δεμένος στο καλοριφέρ κι αυτό αύξανε την επιθυμία μου. Και μετά ντύθηκαν. Και έφυγαν.


Έμεινα μόνος μου να συνειδητοποιώ το φτηνό και ύπουλο σχέδιο της. Ήθελε να με εκδικηθεί ξεφτιλίζοντας με και κάνοντας μου μια επίδειξη οτι δήθεν της ήμουν ερωτικά περιττός. Όλη εκείνη η αγάπη που μου έδειχνε τελικά ήταν αγάπη για τη σχέση μας κι όχι για μένα τον ίδιο? Πως αλλιώς θα ήταν δυνατό να αφήσει δεμένο στο καλοριφέρ για ώρες κάποιον που είχε αγαπήσει τόσο δυνατά?
.
..
Ξύπνησα και είχε αρχίσει να μπαίνει το φως απο τα παράθυρα. Ήταν πρωι κι αυτή δεν είχε επιστρέψει. Το αστείο είχε γίνει υπερβολικά κακόγουστο. Θα με αναζητούσαν ήδη απο τη δουλειά μου.

.
..
...

Πέρασε μια μέρα. Τα κόκκαλα μου πονούσαν αφού δε μπορούσα να τεντωθώ έτσι που ήμουν δεμένος. Καθόμουν διψασμένος μέσα σε μια λίμνη απο τα περιττώματα μου.
.
..

Φώναξα πολλές φορές αλλά δε με άκουσε κανείς. Ίσως αν κάποιος είχε δηλώσει την εξαφανισή μου στην αστυνομία να είχαν φτάσει σε αυτή και να είχαν διακρίνει στις ανακρίσεις τον εγκληματικό της εαυτό.
.
..

Δε θα επέστρεφε ποτέ. Θα με άφηνε εκεί μέσα να πεθάνω αβοήθητος.

.
..
...

Έφερα στο μυαλό μου τις φίλες της και τα πράγματα που κάνανε μεταξύ τους. Αυνανίστηκα μια τελευταία φορά.

.
..

Αυτό ήταν πεθαίνω, σκέφτηκα. Και βυθίστηκα σε ένα βαθύ σκοτάδι.

.
..
...

Μετά απο λίγο ξαναξύπνησα. Ήμουν ζωντανός. Για πόσο ακόμα?

.
..

Λίγο πριν ξεψυχήσω παραδέχτηκα πως πρέπει να εκτιμάμε αυτά που έχουμε, όταν τα έχουμε.
Εκείνο το μιλκσέηκ και το πανκεηκ τότε δεν τα ήθελα, όμως τώρα αν τα είχα μπροστά μου θα τα είχα τσακίσει.

.

Κοιμήθηκα.

Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 11, 2008

0/4- Εξω απο το κέλυφος

Τέτοια εποχή όταν ήταν πιο νέος έβγαινε και μάζευε σαλιγκάρια. Αυτή ήταν η καλύτερη ώρα. Βράδι, που είχε υγρασία, βγαίνανε ξελιγωμένα και μπορούσε να τα ξετρυπώσει. Με ένα φακό στο χέρι και μια σακούλα, μέσα σε λίγες ώρες άνετα μάζευε μέχρι και τρια κιλά. Διάλεγε τα χοντρά, που είχαν πολύ σάρκα, αυτά που με δυσκολία χωράνε στον κύκλο που σχηματίζει ο αντίχειρας, νύχι νύχι με το δείκτη.

Είχε κρύο και πολύ υγρασία και τα παπούτσια του Παντελή χώνονταν βαθιά μέσα στα νοτισμένα χώματα των χωραφιών. Ο αλλαντοπώλης διέσχισε την απόσταση μέχρι το σταθμό των ΚΤΕΛ μέσα απο τους αγρούς, αποφεύγοντας τους δρόμους. Δεν υπήρχε ιδιαίτερος λόγος, απλώς έκανε πιο περιπετειώδη και πιο κινηματογραφική την απόδραση του απο την υπόλοιπη συμμορία. Την ώρα που είχε ήδη μπει στο λεωφορείο για την Αθήνα, ξεφυσώντας ακόμα και προλαβαίνοντας την ανάσα του από το τρέξιμο (που δεν ήταν ακριβώς τρεξιμο, αλλά γρήγορο περπάτημα, με μεγάλα διαστήματα όπου είχε διπλώσει στα δύο και κράταγε τη σπλήνα του και η φλέβα στο κούτελο του πεταγόταν εκατοστά έξω από το κεφάλι του – όχι δηλαδή ότι πιο κινηματογραφικό), σκεφτόταν τις αντιδράσεις των υπολοίπων και τον έπιανε η ψυχή του. Πρώτος θα ξύπναγε ο Φώντας με τον ανήσυχο ύπνο και βλέποντας άδειο το κρεβάτι του, θα έτρεχε να δει αν υπάρχει ακόμα η ατζέντα ή αν την είχε πάρει μαζί του ο δραπέτης. Οι άλλοι δυο θα απογοητεύονταν. Ο Μπεν ο αρουραίος μόνο, με την ψύχραιμη σκέψη του ίσως αναγνώριζε πως αυτός θα ήταν ο μόνος σίγουρος τρόπος να πάρει πίσω το μαγαζί του ο Παντελής, αλλά δε θα εκδήλωνε αυτή του τη συμπάθεια. Θα τον έβριζε αισχρά και θα τον καταριόταν, όμως μέσα του θα ευχόταν καλή επιτυχία και καλή αντάμωση.

Τον Οράτιο δεν είχε καταφέρει να τον ψυχολογήσει. Κλειστός άνθρωπος που αν βοηθούσε τους αλλους, φαινόταν να το κάνει για να εξυπηρετήσει σε βάθος χρόνου το δικο του στόχο. «Ανοησίες. Όλοι αυτό κάναμε σε αυτή τη συμμορία», σκέφτηκε ο αλλαντοπώλης. Πιθανόν ο Οράτιος να ζήταγε το μερίδιο του απο τα χρήματα. Να χωρίσουν δια του τρια το ποσόν που μαζέψανε από τους στρατιωτικούς και να τελειώνουν όσο ακόμα κέρδιζαν το παιχνίδι. Ο Φώντας δε θα το δεχόταν αυτό. Μπορεί και να αποφάζιζε να τρέξει πίσω από τον αλλαντοπώλη. Γιαυτό και αυτός έπρεπε να τα κανονίσει όλα γρήγορα.

Το ραντεβού με το γαμπρό του ήταν σε απόμερο σημείο. Έξω απο την πόλη. Είχαν μιλήσει συνολικά 5-6 φορές για να το κανονίσουν. Αρκετά γεγονότα είχαν μεσολαβήσει και η συνάντηση τους χρειάστηκε να πάρει μερικές παρατάσεις. Θα υπέγραφαν συμβόλαιο και το μαγαζί θα ήταν πάλι στην ιδιοκτησία του Παντελή. Μόνο που όλα γινόντουσαν χωρίς να έχει ενημερωθεί ούτε ο Φώντας ούτε κανείς άλλος. Ο Παντελής φοβόταν πως αν άφηνε το ζήτημα του μαγαζιού του στους χειρισμούς της συμμορίας, θα το λύνανε, όμως θα κατέληγε με κάποιον από τους εμπλεκόμενους νεκρό. Και δεν ήθελε να πεθάνει ακόμα. Ούτε ήθελε να αφήσει την αδερφή του χήρα. Γιαυτό το ανέλαβε μόνος του. Τα συμβόλαια ήταν πλέον έτοιμα. Μιλήσανε την προηγούμενη μέρα. Ραντεβού έδωσε αρκετά χιλιόμετρα έξω απο την πόλη. Στην ερημιά.

Όχι και τόσο ερημιά τελικά. Ο Παντελής έφτασε στην ώρα του για να διαπιστώσει πως το μέρος είχε αλλάξει αρκετά απ όταν το θυμόταν. Έλειπε απο την πολη χρόνια αλλά δεν φανταζόταν πως το άγριο τσιμεντένιο θηρίο θα είχε επεκταθεί μέχρι εκεί. Αρκετά σπίτια είχαν ξεφυτρώσει μέσα στο δάσος. Ο Παντελής προχώρησε κάποιο χιλιόμετρο πιο έξω απο τον μικρό οικισμό όπου επικρατούσε ησυχία. Πήρε τηλέφωνο απο ένα καρτοκινητό στο τηλέφωνο του γαμπρού του. Ήταν κοφτός και σύντομος στις εντολές του. Δεν ήθελε να φανεί το υπερβολικό άγχος του. Η φωνή του ακόμα και στην πιο μικρή λέξη, το πιο απλό «ναι», ήταν έτοιμη να σπάσει απο αγωνία.

Να έμπαινε ξανά στο μαγαζί του. Πίσω στα γνώριμα λιμέρια. Ε ρε χαρές που θα έκανε η γειτονιά. Για 2 βδομάδες δε θα έπαιρνε λεφτά απο κανέναν. Κρέας τσάμπα για όλους. Ποσότητες, όχι αστεία. Δε θα ζητούσε δεκάρα απο όσα χρήματα πήρανε με τη συμμορία. Εξαρχής για το μαγαζί μπήκε. Θα τους βοηθούσε αν τον χρειάζονταν, ομως θεωρούσε πως ήδη ήταν βάρος και καθυστέρηση για τους υπόλοιπους. Ούτε θράσσος είχε, ούτε τίποτα ικανότητες, ούτε σωματικά προσόντα για να βοηθήσει. Πιο πολλά προβλήματα δημιουργούσε παρά έλυνε. Γιαυτό έλπιζε πως θα τον συγχωρήσουν και θα τον αφήσουν να δουλέψει στο μαγαζάκι του.

- - -

Το σαλιγκάρι όταν το τραβήξεις από το κέλυφος του δεν αντιδράει. Δε φαίνεται να αντιστέκεται, να ενοχλείται που έχασε την ασφάλεια που του προσέφερε το καβούκι. Ίσως νομίζει πως ελευθερώνεται. Είναι όμως θέμα χρόνου να ξεψυχήσει.

- - -

Ο Μπιστωτής φάνηκε 10 λεπτά πριν το ραντεβού του, με ταξί, όπως του είχε πει ο αλλαντοπώλης. Πλήρωσε τον οδηγό και βγήκε κρατώντας στο χέρι ένα χαρτοφύλακα. Φορούσε κουστούμι, χωρίς γραβάτα. Έτσι πήγαινε και στο μαγαζί. Τον είχε δει ο Παντελής και είχε φρίξει, ήταν υπερβολικά καλοντυμένος για αυτή τη δουλειά. Δεν έμπλεκε βέβαια με τα κρέατα, είχε προσωπικό για αυτές τις δουλειές. Αυτός μόνο έκανε τα κουμάντα, το παιζε αφεντικό με ψεύτικα χαμόγελα και νέες τεχνοτροπίες που εγκυμονούσαν εξωφρενικές τιμές.

Ο Παντελής τον πλησίασε. Κι ο γαμπρός του έκανε κι αυτός μερικά βήματα. Μοιράσανε τη διαδρομή, φαινομενικά κι οι δύο ανυπομονούσαν για αυτή τη μεταβίβαση. Στα σύντομα τηλεφωνήματα τους, ο γαμπρός επαναλάμβανε πως θέλει να ξεφορτωθεί το μαγαζί, πως δεν του ταίριαζε εξαρχής αυτή η δουλειά, πως έχει βάλει πρώτη στην ιεραρχία την οικογένεια του και πως αν το θέλει κι ο Παντελής θα τα ξεχάσουν όλα και θα γίνουν πάλι όλοι μια οικογένεια. Δεν ήταν εύκολο αυτό, αλλά ο Παντελής είχε φιλότιμο και κάτι τέτοια τα πίστευε.

«Έφερες τα χαρτιά»
«Όλα εδώ είναι Παντελή»
«Δεν πιστεύω να έχεις φωνάξει τίποτα μπάτσους»
«Όχι παντελή έκανα ότι μου είπες»
«Να υπογράψεις τότε να τελειώνουμε. Και να το αφήσεις από αύριο κιολας το μαγαζί»
«Εντάξει παντελή, δε θα σου φέρω αντίσταση σε οτιδήποτε πεις. Φοβάμαι για την οικογένεια μου»
«..κάτσε να διαβάσω το συμβόλαιο»


«Η αδερφή σου με ρωτάει τι συμβαίνει. Δε της είπα τίποτα για σένα όμως»
«Αυτό σου έλειπε. Είπαμε, ακολουθείς ότι σου λέω εγώ»
«Με βρήκε σε κακά χάλια. Το συκώτι μου έχει πρόβλημα από το ξύλο παντελή»
«Ας πρόσεχες. Σκάσε να διαβάσω, φέγγε μου το φακό»
«Με τσακίσατε στο ξύλο ρε άνθρωπε. Εσύ κι η συμμορία σου»
«Καλά σου κάναμε. Μου πήρες το μαγαζί με μπινιές, θα στο πάρω κι εγώ με ξύλο»
«Ναι αλλά να μου ρίξετε τόσο ξύλο? Και να με εκβιάζεις για να πάρεις πίσω το μαγαζί ενώ
μπορούσαμε να τα μιλήσουμε?»
«..είναι φορές που οι κουβέντες δε βοηθάνε. Όπως τώρα. Σκάσε να διαβάσω το συμβόλαιο γιατί σε φοβάμαι πως δε θα είναι όπως τα συμφωνήσαμε»
«Γιατί μου ρίξατε τόσο ξύλο ρε? Το συκώτι μου, έπαθα εσωτερική αιμορραγία..»
«Ήθελα πίσω το μαγαζί μου. Καλά σου κάναμε και σε δείραμε και αν σε εκβίασα είναι γιατί το μαγαζί μου ανήκει, κατάλαβες…. ? είναι ΔΙΚΟ ΜΟΥ, είναι…»


Ο γαμπρός του αλλαντοπώλη χαμογελώντας ύπουλα είχε τραβήξει το σακάκι του και είχε στρέψει το μαγνητοφωνάκι προς τον Παντελή για να ακούγεται ευκρινέστερα η παραδοχή των εγκληματικών ενεργειών του. Μια σειρήνα περιπολικού άρχισε να ουρλιάζει και την πλαισίωναν ποδοβολητά και η επανάληψη της επιτακτικής διαταγής «Ακίνητος».


Ο Παντελής παγιδευμένος χωρίς να το πολυσκεφτεί άρχισε να τρέχει προς τα χωράφια. Δεν έκανε πολλά μέτρα όταν στραβοπάτησε και το σώμα του σωριάστηκε αδέξια στο χώμα. Σύρθηκε ενστικτωδώς για λίγο καθώς τα χέρια του γδέρνονταν στα αγκάθια των θάμνων. Οι αστυνομικοί τον περικύκλωσαν και έστρεψαν τους προβολείς πάνω του.


Ο αλλαντοπώλης ήταν σαλιγκάρι. Τον μάζεψαν με φακό και σακούλα κάτω από τους θάμνους. Και χοντρό σαλιγκάρι μάλιστα. Από τα ζουμερά, αν σκεφτείς τις πληροφορίες που μπορούσε να δώσει στην αστυνομία. Το χέρι του ίσα που χώρεσε στον κύκλο που σχηματίζουν οι χειροπέδες για να κουμπώσουν.


( Οι πληροφορίες για τα σαλιγκάρια από παλιότερο κείμενο του Πετεφρή )

Κυριακή, Σεπτεμβρίου 07, 2008

Στο δέλτα του Οκαβάνγκο

Σπάνια διηγούμαι την ιστορία μου. Είναι που δεν πιστεύω οτι θα με πιστέψει κανεις. Όταν αυτό που φαίνεσαι έχει τεράστια απόκλιση απο αυτό το ένδοξο που κάποτε ήσουν, είναι εύκολο να γίνεις αντικείμενο ειρωνίας και αμφισβήτησης. Αυτό θέλω να αποφύγω και γιαυτό δε μιλάω για τον εαυτό μου συχνά. Μόνο καμμιά φορά όπως τώρα, που νοσταλγικά αναπολώ τις εποχές της δόξας μου, φέρνω ξανά στο μυαλό μου εκείνες τις μέρες όταν βρήκα το θάρρος να αλλάξω τρόπο ζωής.




Την απόφαση την είχα πάρει. Με είχαν αναγκάσει οι συνθήκες δηλαδή να ακολουθήσω αυτή τη μεγάλη αλλαγή. Όμως η κρίσιμη φάση ήταν όταν έκανα πράξη αυτά που είχα αποφασίσει. Οπότε μάλλον όλα ξεκίνησαν απο τη Ναμίμπια. Εκεί ήταν που άφησα τους υπόλοιπους. Δεν άνηκα σε αυτή την ομάδα των ταξιδευτών με τα λεξικά, τους χάρτες και τις φωτογραφικές μηχανές, ήμουν ήδη αρκετά παράταιρο θέαμα δίπλα τους και γιαυτό όταν βρήκα την ευκαιρία ξεγλύστρισα απο το γκρούπ και χάραξα τη μοναχική πορεία μου. Απο εκεί, τη Ναμίμπια. Παρότι είχα ήδη τεράστια φήμη παγκοσμίως και ο κόσμος μίλαγε συχνά για τα κατορθώματα μου, σε αυτή την άκρη της γης δε ξεχώριζα απο τους υπόλοιπους. Δε με αναγνώριζαν. Ήμουν ένας ακόμα ανάμεσα στους εκατοντάδες παρόμοιους μου. Έπρεπε όμως να φύγω ακόμα πιο μακριά.

Ακολούθησα παράλληλα τον ποταμό του Οκαβάνγκο. Κάποια μέρα έφαγα μόνο το πηχτό υγρό που βγάζουν τα νούφαρα. Υπήρξαν και άλλες μέρες που έμεινα χωρίς καθόλου τροφή. Μόνο απομακρυνόμουν απο τις πόλεις και τα χωριά. Έφευγα απο τους ανθρώπους και χωνόμουν όλο και πιο βαθιά στην άγρια φύση. Στους ιπποπόταμους. Εκεί είχα αποφασίσει να ζήσω το υπόλοιπο της ζωής μου.

Σύντομα έγινα μάρτυρας ενός φριχτού εγκλήματος. Μια αγέλη απο ζέβρες είχε διασχίσει λίγο πριν τον ποταμό δημιουργώντας μια πανδαισία χρωμάτων ανασηκώνοντας στον καλπασμό της το χώμα και το νερό που φωτίζονταν απο τον ήλιο του απογεύματος. Δυο ζέβρες έμειναν πιο πίσω. Τις περιτριγύρισαν λιοντάρια και δεν άργησαν να τους επιτεθούν. Τα ουρλιαχτά τους με έκαναν να κατατρομάξω και έμεινα κρυμμένος μέσα στις πυκνές καλαμιές. Δεν κουνήθηκα καθόλου. Ο θάνατος παραμονεύει το ίδιο κι εδώ, σκέφτηκα.

Πίσω στην Ευρώπη και μερικά χρόνια πιο πριν όταν ήμουν σύμβολο για τον ηρωισμό μου, θα είχα μπει στη μέση, θα είχα πατάξει το έγκλημα με κίνδυνο της ζωής μου και θα είχα σώσει τον ανίσχυρο. Θα είχα τιμωρήσει τον δυνατό. Θα είχα δώσει το παράδειγμα που πρέπει να ακολουθεί ο κάθε πολίτης, να επαναστατεί απέναντι στην αδικία. Όμως εδώ το ένστικτο της αυτοσυντήρησης με κράτησε κοκκαλωμένο στο ίδιο σημείο να βλέπω τα δόντια των λεόντων να ξεσκίζουν τα κουφάρια απο τις ζέβρες.

Σύντομα συνήθισα αυτά τα περιστατικά σαν φυσιολογικά συμβάντα της καθημερινότητας. Περήφανες αντιλόπες, λεοπαρδάλεις, πυγμαίες χήνες, ύαινες τη μια στιγμή στέκονταν καμαρωτές την άλλη γίνονταν γεύμα κάποιου δυνατότερου ζώου. Και δε μπορούσα να κάνω τίποτα για όλους αυτούς. Κοίταγα μόνο να σώζω το τομάρι μου. Κάποτε είχα ορμήξει σε μια συμμορία απο 20 άντρες οπλισμένους με ημιαυτόματα που απειλούσαν αθώους πολίτες. Τους αφόπλισα όλους πριν προλάβει κανεις να πατήσει τη σκανδάλη του. Ήμουν σύμβολο τότε, όμως με τον καιρό καταλάβαινα πως το τρανό μου παράδειγμα έμενε στη θεωρία. Δεν ενέπνεα κανέναν, αποτελούσα μόνο ένα φαινόμενο της εποχής. Και καθώς ο υπερήρωας δρα κυρίως με την ψυχολογία, με την εμπιστοσύνη που ξέρεις πως έχει απο την κοινωνία παρά με τις δυνάμεις του, άρχιζα να γίνομαι πιο αργός, πιο επιρρεπής στο λάθος. Λιγότερο ικανός.


Γιαυτό βρέθηκα εδώ στο δέλτα του Οκαβάνγκο οπου τα πράγματα θα ήταν αλλιώς. Παρατηρούσα έναν ελέφαντα να χτυπάει τα φοινικόδεντρα για να φάει τους καρπούς του όταν άκουσα ένα βουητό. Σύντομα πλησιασε ένα μηχανοκίνητο κανό και στην αρχή νόμισα πως ήταν τουρίστες που θα βγάζαν φωτογραφίες για να έχουν να δείχνουν στους συναδέλφους στη δουλειά. Τότε έπεσε μια τουφεκιά. Τα ζώα πανικοβλήθηκαν. Εγώ ενστικτωδώς χώθηκα μέσα στο νερό με μόνο τα ρουθούνια μου απο έξω. Το δέρμα μου άρχισε να εκκρίνει ιδρώτα αίματος. Κολύμπησα έτσι κάτω απο το νερό όσο πιο γρήγορα μπορούσα. Απομακρύνθηκα. Ξέφυγα.

Μετά όλα ήταν πιο ήσυχα. Κάτι κροκόδειλοι λίγο πιο πέρα έδειχναν πεινασμένοι όμως κρατούσαν στάση αναμονής. Ένιωθαν κι αυτοί το ίδιο απειλημένοι όσο εγώ. Ήμουν ήδη αρκετές μέρες μακριά απο τον πολιτισμένο τεχνοκρατικό κόσμο. Υποτίθεται πως θα έπρεπε η ψυχή μου να είναι ήρεμη μέσα στη φύση. Κι όμως δεν ήταν. Μου έλειπε ο παλιός εαυτός μου. Και τότε το πήρα απόφαση πως θα πρέπει να συμβιβαστώ και κάπως έτσι πορεύομαι όλα τα χρόνια απο τότε. Δεν ήμουν πια ήρωας. Αλλά δε θα ξεπεράσω και ποτέ το γεγονός οτι κάποτε υπήρξα. Σιωπηλά θα θυμάμαι τα παλιά χωρίς να καυχιέμαι. Μελαγχολικά θα παραδέχομαι την αδυναμία μου να υπερασπιστώ οποιονδήποτε παρά μόνο το τομάρι μου στην άγρια αυτή ζούγκλα. Και όταν θα πλησιάζει κάποιο καραβάκι με τουρίστες, θα ορθώνω το ανάστημα μου και θα χαμογελάω για να τους προσφέρω μια καλή φωτογραφία. Και θα ελπίζω κάποιος απο αυτούς να μου ξανατραγουδήσει εκείνο το τραγούδι της απομυθοποίησης μου που έμαθα πως έβγαλαν πίσω στην Ευρώπη μετά την ξαφνική εξαφάνιση μου.





Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ - ΙΠΠΟΠΟΤΑΜΟΣ


Οι μέρες σου περάσανε χωρίς επιστροφή
Άνθρωπε - Ιπποπόταμε
το έγκλημα διαφεύγει στη στροφή
Άνθρωπε - Ιπποπόταμε
τα χρώματα σου ξεθωριάζουν
οι μικροί αντιήρωες σε τρομάζουν.

Και βαφτίζεσαι πάλι από την αρχή
να αρχίσεις μια καινούργια ζωή
γίνεσαι ιπποπόταμος κοινός
ο ηρωισμός σου ο παλιός
κι η μάσκα του τιμωρού στο συρτάρι
κι εσύ είσαι ο στόχος των φλας στο σαφάρι.


Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 03, 2008

0/4 - Ο πόνος μεταφέρεται

Ο αέρας τον χτυπούσε ανελέητα στα μούτρα κι όμως αυτό δεν ήταν αρκετό για να τον βοηθήσει να ξεκαθαρίσει το χάος των σκέψεων που περιστρέφονταν μέσα στο μυαλό του. Έπρεπε να αποφασίσει γρήγορα. Η δύνη του ανέμου δεν έλεγε να συμπαρασύρει τον πανικό του. Έστρεψε το κεφάλι του πάλι μέσα στο στρατιωτικό αεροπλάνο. Ήταν γεμάτο καπνούς που όλο πύκνωναν κι ανάμεσα τους ίσα που ξεχώριζαν πρόσωπα με έκδηλη έκφραση αγωνίας που περίμεναν αυτόν να πάρει την κρίσιμη απόφαση. Εγκαταλείπω τον κίνδυνο για μεγαλύτερο κίνδυνο μουρμούρησε. Κι ύστερα ο Φώντας έδωσε τη διαταγή. Δέστε το βρέφος στο αλεξίπτωτο. Η αθώωση είναι το κυκλικό βάλσαμο που..


Πετάχτηκε απο τον ύπνο του και κοίταξε τριγύρω. Κανένα αεροπλάνο, κανένα βρέφος σε κίνδυνο. Τα φοβόταν ο Φώντας τα βρέφη, έτσι ευαίσθητα και αβοήθητα που περιμένουν τους άλλους να τα καθοδηγήσουν στη ζωή. Ίσως γιαυτό είδε πως δένει ένα απο αυτά σε αλεξίπτωτο, εκτίμησε ο Φώντας κάνοντας έτσι μια πρόχειρη αυτο-ονειρο-κριτική. Άλλοι βλέπουν φίδια, άλλοι οτι σκοντάφτουν και πέφτουν καθώς τρέχουν. Αυτοί μάλλον φοβούνται την πτώση, την αποκαθήλωση. Τα όνειρα περιλαμβάνουν τους υποσυνείδητους φόβους μας. Σε αυτή την περίπτωση ο Φώντας φοβόταν τη φροντίδα των νεογέννητων.
Ή μήπως την λήψη αποφάσεων?

Καθώς άρχισε να συνηθίζει το σκοτάδι, άρχισε να επεξεργάζεται το χώρο γύρω του και να καταλαβαίνει που βρίσκεται. Μα φυσικά.. Όλη η παλιοπαρέα μαζεμένη. Ο Μπεν ο αρουραίος, ο Οράτιος κι ο αλλαντοπώλης. Κοιμόνταν όλοι σαν τα μοσχάρια. Συνοπτικά η εικόνα περιέγραφε τη λειτουργία της ομάδας. Οι άλλοι κοιμούνται κι αυτός έχει τα μάτια του ανοιχτά. Εχει και εφιάλτες όμως, αυτό ίσως είναι το τίμημα.

Η απόφαση να κοιμούνται όλοι στον ίδιο χώρο ήταν δική του και την υπερασπιζόταν με επιμονή, όμως κάθε που βράδιαζε τη μετάνιωνε. Είπαμε, συμμορία, όλοι για έναν κλπ κλπ, αλλά είχε αρχίσει να τον κουράζει το κοινόβιο. Ο αλλαντοπώλης στριφογυρνούσε και αεριζόταν, ο Μπεν όλο έκανε ένα εκνευριστικό ήχο καθώς έγλυφε τα ούλα του κι ο Οράτιος, εντάξει ο Οράτιος δεν έκανε κάτι ενοχλητικό απλά είχε ένα ηλίθιο χαμόγελο όλη την ώρα που κοιμόταν.

Αυτό το βράδυ τους είχε βρει στη δυτική πελοππόνησο. Ακολουθούσαν τη γνωστή συνταγή. Μια διανυκτέρευση, μεσαίας κατηγορίας ξενοδοχείο, τετράκλινο δωμάτιο, λίγες εμφανίσεις στην πόλη. Η εικόνα τριών ανδρών κι ενός αρουραίου που βγαίνουν από ένα βαν-ψυγείο και μπαίνουν σε ένα δωμάτιο όλοι μαζί ήταν ολίγον ιδιαίτερη γιαυτό και έπρεπε να τους δουν ελάχιστα άτομα κατά τη διαμονή τους.

Το πρωί θα συναντούσαν τη γυναίκα του συνταγματάρχη Μπόσικου, σημαντικού στελέχους της κίνησης ΣΠΙΘΑ. Θα κρατούσε στα χέρια της μια βαλίτσα με χαρτονομίσματα. Κανείς δε χρειαζόταν να πάθει τίποτα, μόνο μερικά χρήματα θα άλλαζαν χέρια, ένα μυστικό μιας ομάδας στρατιωτικών θα παρέμενε μυστικό και όλα θα συνεχίζονταν φυσιολογικά. Ο συνταγματάρχης όταν δέχτηκε το τηλεφώνημα δε σοκαρίστηκε που κάποιοι γνωρίζουν για τη δράση της ομάδας ΣΠΙΘΑ και απαιτούν ανταλλάγματα. Και δε δίστασε καθόλου να συμφωνήσει σα να περίμενε ήδη το τηλεφώνημα. Γιαυτό και ο Φώντας απαίτησε να παραδώσει τα χρήματα η γυναίκα του συνταγματάρχη. Αυτή η εξέλιξη τον έκανε να κομπιάζει και να μπερδεύει τα λόγια του. Δε θα σκόπευε να βάλει την οικογένεια του σε κίνδυνο, όταν μάλιστα είχε ακουστά πως οι εκβιαστές είναι αδίστακτοι.

Ο Φώντας έφερε στα χέρια του τη φωτογραφία του συνταγματάρχη. Όπως όλες οι φωτογραφίες στρατιωτικών που είχαν στη διάθεση τους είχαν τραβηχτεί στην κηδεία του στρατηγού. Ήταν η μοναδική φορά που όλα τα μεγάλα στελέχη της κίνησης σπίθα βρέθηκαν στον ίδιο χώρο. Ξεφύλισσε πρόχειρα όλες τις φωτογραφίες. Ο υπολοχαγός. Ο αντισυνταγματάρχης. Μερικοί υπολοχαγοί, νέοι και χαμηλόβαθμοι όμως μεγάλα μυαλά και οργανωτές της κίνησης. Λοχαγοί και ταγματάρχες, στολές με αστέρια, φωτιές και παράσημα. Η κόρη του στρατηγού..

Η κόρη του στρατηγού. Μπήκε καταλάθος στο πλάνο μιας φωτογραφίας απο στρατιωτικούς. Η ζωή της διαταράχτηκε καταλάθος μπαίνοντας στο πλάνο της απαγωγής απο μια συμμορία. Η φωτογραφία είχε αποτυπώσει ένα σπασμό στο πρόσωπο της, ένα βουβό λυγμό. Καθιστή σε μια καρέκλα στο βάθος του καρέ με το κεφάλι μισοσκυφτό, τα χέρια σταυρωμένα αμήχανα και τα γόνατα ενωμένα. Φορούσε ένα μαύρο φόρεμα και ήταν λεπτή. Όχι ιδιαίτερα όμορφη, αλλά εξέπεμπε μέσα στο πένθος της μια γοητευτική αθωότητα. Θλιμένη σαν κόρη ενός μακαρίτη. Ο Φώντας συγκλονίστηκε. Δεν είχε δώσει σημασία σε τίποτα άλλο εκείνη τη μέρα εκτός απο ονόματα στρατιωτικών και το ταίριασμα τους με μια φωτογραφία. Έβλεπε μόνο στολές και άκουγε μόνο συζητήσεις για τη ΣΠΙΘΑ. Είχε αγνοήσει πως κάποιοι άνθρωποι πενθούσαν για τον πατέρα, το σύζυγο τους. Ξεφύλλισε βιαστικά και τις υπόλοιπες φωτογραφίες. Να, η κόρη του στρατηγού και σε μια άλλη. Σε αυτή έχει αγκαλιάσει μια άλλη γυναίκα της οποιας φαίνεται μόνο η πλάτη. Την παρηγορεί. Ήταν αρκετά δυνατή ώστε σε τέτοια στιγμή να δίνει κουράγιο σε άλλους. Κομψή και σπαρακτικά ανέκφραστη. Όρθια ενώ ο κόσμος την έχει κλονίσει απο την γαλήνη των βεβαιοτήτων της.

"Κλαις αφεντικό?"
Ρώτησε ο μπεν που είχε ξυπνήσει, ποιος ξέρει πόση ώρα και είχε δει τον Φώντα να κοιτάει τις φωτογραφίες.

"Μπεν, γιατί δε βγάζουμε αρκετές φωτογραφίες στις κηδείες?"

"Αρχηγέ μου τι εννοείς δε βγάλαμε αρκετές? Απο 4 φίλμ ο καθένας αδειάσαμε στην κηδεία του στρατηγου, πόσο παραπάνω ήθελες?"

"Αστο ρε Μπεν. Κοιμήσου και τα λέμε το πρωι."


Γιατί δε βγάζουμε αρκετές φωτογραφίες στις κηδείες? Αναρωτήθηκε μόνος του αυτή τη φορά ο Φώντας. Γιατί δεν αποτυπώνουμε τη θλίψη μας όπως κρατάμε ζωντανή τη χαρά μας? Γιατί μας αρέσουν οι εικόνες μας που γελάμε κι όχι αυτές οπου κλαίμε? Γιατί φωτογραφίζουμε τη γέννηση, τη βάφτιση, τα γενέθλια, γιατί πληρώνουμε ολόκληρα πανάκριβα άλμπουμ, γιατί σε κάθε σπίτι υπάρχει μια φωτογραφία γάμου και όχι κηδείας?

Γιατί θέλουμε να ξεχάσουμε? Γιατί να μην είναι εκεί ο φωτογράφος την ώρα του μεγαλύτερου πένθους μας να μας κρατήσει μια υπενθύμιση του πόνου. Γιατί αγνοούμε το θάνατο σα να μην είναι τριγύρω μας? Είμαστε το χαμόγελο και το λαμπερό βλέμμα μας όσο είμαστε και τα κόκκαλα μας ή η τελευταία μας ανάσα.


Ο Φώντας έγειρε στο κρεβάτι και έκλεισε τα μάτια του. Σκέφτηκε τη συναλλαγή της επόμενης ημέρας. Θα έπρεπε να είναι πολύ προσεκτικοί, να μην πληγώσουν κι άλλη οικογένεια. Στην ανάγκη, για πρώτη φορά, να εγκαταλείψουν και το σχέδιο ακόμα. Αποκοιμήθηκε αμέσως. Χωρίς όνειρα. Χωρίς εφιάλτες.

Μόλις άνοιξε τα μάτια του είχε ξημερώσει και μια έκπληξη τον περίμενε. Ο αλλαντοπώλης είχε εξαφανιστεί.