Πέμπτη, Ιουλίου 31, 2008

Πώς εκδικήθηκα το Ρώσο τουρίστα

Λοιπον, ο ρώσος τουρίστας επρόκειτο να πληρώσει συσσωρευτικά για όλην την οργή που είχα για τους Ρώσους τον τελευταίο καιρό. Είχα εξαρχής υποπτευθεί πως ο δολοφόνος του Σεργιανόπουλου ήτανε Ρώσος, προέκυπτε δηλαδή από την ανάλυση που είχα κάνει στα στοιχεία που βγαίνανε από το ρεπορτάζ, ήταν προφανές. Η κατάληξη της υπόθεσης δε με διέψευσε. Εντάξει, ήταν Γεωργιανός so what, ιτς ολ δε σέημ του μι ναουμ.

Τσάμπα βλέπω τόσο καιρό CSI, στα ίχνη του εγκλήματος και τα σχετικά? Έχω εκπαιδευτεί να διαβάζω το έγκλημα καλύτερα απ τον οποιονδήποτε. Τώρα που είπα CSI, θα καταγγείλω την στεγνή αντιγραφή/καταφανή περίπτωση κλοπής του AVPD κοινώς "Ανω Βυζίκι Police Department" από τη νέα σειρά του Mega Λ.Α.P.D (Λεκανοπέδιο Αττικής Police Department) με Ιεροκλή Μιχαηλίδη

Δηλαδή ποιο είναι το επόμενο βήμα?
Ευ ζην για παράφρονες με Παρτσαλάκη?
Θεατρική παράσταση Ήσυχες μέρες στο κλισέ με Κιμούλη, Καρυοφιλλιά Καραμπέτη, Τσιβιλίκα και αυτό το νάνο που παίζει με το Σεφερλή?
Ο Χάρης Ρώμας στο ρόλο του Οράτιου?
Κουφέτα με κατσαρίδες ως νέο trend στους γάμους?

Εν πάσει περιπτώσει θα τους τη χαρίσουμε αυτή τη φορά στο mega, μόνο και μόνο επειδή δεν είναι Ρώσοι. Αν όμως κάποιος Ρώσος τολμήσει και ακουμπήσει την πνευματική μας ιδιοκτησία ουέ κι αλίμονο του.

Στο θέμα μας.
Αφού είχα ατιμαστεί όταν κατανάλωσα την ζωοτροφή πέφτοντας ντροπιαστικά στην επιδέξια παγίδα που μου έστησε ο τουρίστας σε μία στιγμή που με βρήκε μπόσικο και με ξεγέλασε, ζητούσα την εκδίκηση μου. Το έγκλημα θα γνωρίζεις πως έχει και τιμωρία αγαπητέ διάδοχε του Ρασκόλνικοφ. Σκέφτηκα ποια ήταν τα πιθανά επόμενα βήματα του μυστηριώδους δράστη.

-Μεθοκόπημα με τσίπουρο και βότκα
-Πιθανός βασανισμός και/ή ακρωτηριασμός σκύλου
-Διαγωνισμός σεξουαλικών οργίων σε παραλία
-Ξύλο στους βάζελους σε συναυλία Χατζηγιάννη
-Αγορά γούνας.

Την έστησα έξω από ένα κατάστημα που πουλούσε γούνες. Τι διάολο, γιατί οι Ρώσοι αγοράζουν γούνες από την ελλάδα? Δεν έχει στη χώρα τους? Είναι πιο φτηνά εδώ? Ας μου λύσει κάποιος την απορία! Κατέφθαναν σαν υπνωτισμένοι σε δεκάδες και αγόραζαν γουναρικά παζαρεύοντας προς τα πάνω (Πόσο έχει? εκατο, σου δίνω διακόσα και κράτα και τα ρέστα).

Την έστησα εκεί έξω και περίμενα διακριτικά στη μέση του δρόμου ινκόγκνιτο – δηλαδή πάνω σε ξυλοποδαρα ενάμιση μέτρο, βαμένος στα χρώματα μπρεήβχαρντ και κρατώντας 6 ξεπουπουλιασμένα κοτόπουλα σφαγμένα προ μηνός ( πάντα φροντίζω να έχω μερικά στο υπόγειο γιατί μπορεί να χρειαστούν σε τέτοιες περιστάσεις ).
Μόλις ο Ρώσος θα εμφανιζόταν και θα διάλεγε τη γούνα που θα τον κράταγε ζεστό τον προσεχή παγωμένο χειμώνα, θα έμπαινα εγώ, θα επαινούσα τη γούνα του και θα ζητούσα να την δω λιγάκι και χωρίς να το καταλάβει θα του έτριβα τα κοτόπουλα στο εσωτερικό της γούνας. Είναι γνωστό ότι η σαλμονέλλωση έλκεται σε μεγάλες συγκεντρώσεις από το απαλό τρίχωμα της γούνας καστοριάς. Καστοριάς, όχι κάστορα. Ο Ρώσος θα φόραγε τη γούνα, θα τον τύλιγε ολούθε η σαλμονέλλα και θα γνώριζε αργό και επίπονο θάνατο με εξανθήματα, εκρήξεις στο έντερο και οριζοντίωση.

Τελικά όμως και για να μην τα πολυλογώ δεν έδειξα την απαραίτητη αυτοσυγκράτηση.
Με το που τον είδα του επιτέθηκα και τον έσφαξα στο γόνατο μπροστά στο έκπληκτο πλήθος που μούδιασε αρχικά, αλλά με χειροκρότησε και με σήκωσε στα χέρια στη συνέχεια. Αυτή ηταν η ιστορία. Στην αστυνομία είπαμε πως έπαθε καρδιακό επεισόδιο από το πολύ αλκοόλ. Ένας μάρτυρας (μπατζανάκι μου) ειπε πως η τρύπα ήταν από το τσίπουρο που του τρύπησε το λαρύγγι και ανάβλυζε σαν τα πορφυρά συντριβάνια που συναντά κανεις στο Κάιρο και η υπόθεση έκλεισε.

Κλείνοντας να τονίσω πως η ζωοτροφή γάτας δεν ήταν καθόλου άσχημη, θα τη δοκίμαζα δηλαδή ξανά σε οποιαδήποτε ευκαιρία και θα σας την πρότεινα σαν ιδανικό εναλλακτικό μεζέ για αγώνες τσάμπιονς λιγκ. Δε με πείραξε δηλαδή αυτό. Η εξαπάτηση με ενόχλησε. Τέλος πάντων. Καλή καρδια. Ότι έγινε έγινε.

Τρίτη, Ιουλίου 29, 2008

Πως με εξαπάτησε ο Ρώσος τουρίστας

Το χρονικό εν τάχει.

Ανέβαινα μια απότομη ανηφόρα με πολλά σκαλοπάτια φεύγοντας από την παραλία. Είχα την εξαιρετικά ατυχή ιδέα να ξεπλύνω τα πόδια μου από την άμμο στο ντους (που ηταν περιτριγυρισμενο από γαμημένες σφίγγες) κι έτσι γλυστρούσα μέσα στις σαγιονάρες, έφευγε αλλού γι αλλού η διχάλα, πατούσα χώμα και χαλίκι και ξεφυσούσα ασθμαίνοντας κάτω απ' τον καυτό ήλιο.

Τελειώνοντας το χωματόδρομο παύλα γολγοθά παύλα power plate extra παύλα σχεδόν βέβαιο καρδιακό επεισόδιο, έφτασα στον κεντρικό δρόμο και προσπάθησα να πάρω ανάσα και να θυμηθώ πού έχω παρκάρει, αν θα καίει πολύ το τιμόνι, αν έχω βάλει ηλιοπροστασία και υπολόγισα με μερικές πρόχειρες εξισώσεις και αλγόριθμους το χρόνο (σε λεπτά) που θα χρειαστεί να δράσει το air condition αν το ανοίξω στην κλίμακα 2, στην 3 ή στην 4. Ξάφνου ξεπροβάλει μπρος μου μια παρέα από τουρίστες, ένας από τους οποίους μου γελάει και μου μιλάει σα να με γνώριζε κι από χτες.

Καθώς έρχεται προς το μέρος μου ανοίγει ταυτόχρονα ένα σακουλάκι που κρατάει στα χέρια του.

Να σε κεράσω? Μου λέει με άθλια προφορά αγγλικών, κι εγώ στην προσπάθεια μου να το παίξω άνετος σε φάση δεν-κουράστηκα-παρότι-ανέβηκα-ανηφόρα-600-μέτρων αλλά και ταυτόχρονα νιώθωντας αίσθημα ευθύνης που εκπροσωπώ τους απανταχού έλληνες και οφείλοντας να δειξω greek hospitality, χαμογέλασα και έχωσα το χέρι μου στο σακουλάκι.

Αυτό που άρπαξα και οδήγησα απευθείας στο στόμα μου, με ελάχιστη στάση σε σημείο που θα μπορούσε να το επεξεργαστεί το βλέμμα μου, ήταν κάτι σαν στραγάλια αλλά και όχι ακριβώς, πιο πολύ σα μικρά μπισκοτάκια, αλλά και πάλι δε ξέρω, πιθανό να ήταν, ναι ναι, μάλλον ήταν κάποιο είδος ξηρού καρπού ψημένο κι επεξεργασμένο.

Δεν ηταν κι άσχημο. Αλμυρό όσο έπρεπε για να ισορροπήσει την κατάσταση μετά το θαλασσινό μπάνιο.

Τον ρώτησα από πού είναι το έδεσμα. Πίστευα ότι θα μου πει πως είναι κάποιο σπάνιο είδος από την πατρίδα του κι έτσι θα ξεκινούσε μια συζήτηση για τις διαφορές στις διατροφικές συνήθειες των ατόμων 20-30 ετών μεταξύ Βαλκανίων και Ανατολικού Καυκάσου. Απάντησε πως το πήρε από το σούπερ μάρκετ. 100 μέτρα πιο κάτω. Τι απογοήτευση! Με κέρασε στραγάλια από το σουπερ μάρκετ. Ρίξαμε δυο διαδικαστικά χαμόγελα και τον έστειλα στην ευχή της παναγίας ευχαριστώντας τον κι ευχόμενος του καλές διακοπές στη μαγευτική ελλάδα.

Ελπίζω να προσέξατε τη μαλακία που είπα πιο πάνω. Αυτό με το αλμυρό στραγάλι και το θαλασσινό μπάνιο. Είναι άτοπο. Αν όχι είστε εξίσου καμένοι με εμένα. Ίσως και παραπάνω.

Η εξαπάτησις

Φεύγοντας έπιασα με την άκρη του ματιού μου χαχανητά και give me five μεταξύ των τουριστών. Δεν είχαν περάσει μερικά λεπτά απ’ όταν άρχισα να το υποψιάζομαι. Έπρεπε να βεβαιωθώ. Αλλά κι από την άλλη δεν ήθελα να βεβαιωθώ. Να παραδεχτώ πως έγινα τόσο ρεζίλι.

Τελικά δεν άντεξα την αγωνία. Κατέβηκα το ίδιο απόγευμα στο σούπερ μάρκετ κι έφερα 2-3 βόλτες στους διαδρόμους μέχρι να αντικρύσω το σακουλάκι. Δεν περιλάμβανε στραγάλια.

Ήταν τροφή γάτας.

Τι συνέβη δηλαδή πραγματικά

Ο Ρώσος Τουρίστας αγόρασε την ζωοτροφή με την εξοργιστική ομοιότητα με τα στραγάλια από το σούπερ μάρκετ βάζοντας στοίχημα με τους φίλους του πως θα ταΐσει κάποιον έλληνα πριν περάσουν 5 λεπτά. Εγώ την ώρα που ανέβαινα την ανηφόρα ήμουν το ιδανικό θύμα στο λάθος τόπο, τη λάθος (?) στιγμή.

Την πάτησα σαν αρχάριος.

Τους φανταζόμουν ιδρωμένους με κατακόκκινα μάγουλα στο ενοικιαζόμενο δωμάτιο τους, όπου θα είχαν κρεμάσει ήδη αφίσες dima bilan και pavlyuchenko να πίνουν βότκα φορώντας τραγιάσκες και να γελάνε με τον αφελή έλληνα δείχνοντας τα χαλασμένα μπροστινά δόντια τους . Μέσα μου σιγόβραζε το μίσος για την ρώσσικη ράτσα. Κάποιος έπρεπε να τους δώσει ένα μάθημα. Επειδή πληρώνουν 130 ευρώ το ημιυπόγειο χωρίς κλιματισμό, δε σημαίνει οτι θα μας καβαλήσουν κιόλας.

Η εκδίκηση

Προσεχώς..

Τρίτη, Ιουλίου 15, 2008

0/4 - Ξύλο στο γαμπρό

«Τούτος είναι ρε?»

«Όχι»

«Τι όχι ρε, αυτός είναι ο γαμπρός, αφού φοράει κουστούμι και έχει δίπλα και μια νύφη και τους πετάνε όλοι ρύζια. Φύγαμε όπως είμαστε να τον δείρουμε, αρπάζω εγώ αυτό το μαδέρι και θα του το φέρω στο κεφάλι του παλιοπ…»

«Μπεν, συγκρατήσου! Όταν λέγαμε να δείρουμε το γαμπρό, εννοούσαμε το γαμπρό του μάγειρα! Δηλαδή αυτόν που παντρεύτηκε την αδερφή του, όχι άιντε άιντε ένα γαμπρό που βρήκαμε στην εκκλησία..»

«Σωστά μωρέ. Άλλωστε αφού είναι παντρεμένος με την αδερφή του μάγειρα, τι δουλειά είχε να παντρεύεται άλλη νύφη τώρα? Πωπω τι σκεφτόμουν? Θα την έτρωγε στην κεφάλα άδικα ο φουκαράς. ..

Και δε μου λες ρε Οράτιε αγόρι μου. Κι εμείς δηλαδή για θύμισε μου, τι δουλειά έχουμε τώρα στην εκκλησία?»

«ρε μαλάκα μπεν! Τι σκατά έκανες όταν μας τα ‘λεγε ο Φώντας? Μετά από αυτό το γάμο που γίνεται τώρα, ο δικός μας βαφτίζει την κόρη του. Δηλαδή την ανιψιά του μάγειρα. Ε, εμείς θα φροντίσουμε να πάρει ένα καλό μήνυμα σχετικά με το μαγαζί.»

«έννοια σου και θα το πάρει το μήνυμα για τα καλά. Δεν ήξερε που έμπλεκε όταν έπαιρνε το μαγαζάκι του φίλου μας. Τώρα θα δει πως είναι η εκδίκηση. Θα του κάνω τα μούτρα κρέας του παλιοπ…»

«ΜΠΕΝ! Προς θεού. Δε συμφωνήσαμε ΟΧΙ στο πρόσωπο? Μόνο στο σώμα ρίχνε»

«ρε συ ορατιε, για να σου πω λιγάκι. Τώρα μη με βρίσεις αλλά μπορείς να μου δείξεις λίγο πάλι το σχεδιάγραμμα γιατί ούτε που θυμάμαι τι πρέπει να κάνουμε και αγχώνομαι ..»

«μπεν, με κούρασες και βλέπω το γαμπρό να έρχεται. Πάρτο και κάνε ότι νομίζεις, εγώ έφυγα»



Ο Οράτιος ξεπρόβαλε βιαστικά πίσω από τους θάμνους και πήρε το δρομάκι πίσω από την εκκλησία ανεβαίνοντας τρία τρία τα σκαλιά. Φορούσε ένα μαύρο κουστούμι κι είχε ένα ροζ μαντήλι στο πέτο και παρότι το φρεσκοξυρισμένο κεφάλι του ήταν αταίριαστο με το προσεγμένο του ντύσιμο, ήταν αξιοπρεπέστατος και αρκετά εμφανίσιμος. Πρόλαβε τον γαμπρό την ώρα που έμπαινε στην εκκλησία.

«Καλημέρα σας κύριε Μπιστωτή, να σας ζήσει η κορούλα, συγχαρητήρια» είπε με ένα πλατύ χαμόγελο αρπάζοντας το χέρι του άναυδου πατέρα που ήταν ήδη τόσο αγχωμένος να είναι όλα σωστά στη βάφτιση της κόρης του που δεν κατάλαβε πως ο καραφλός νεαρός που του έσφιγγε το χέρι, του ήταν άγνωστος.

«Ακολουθήστε με παρακαλώ, υπάρχει ένα θέμα με τις μπομπονιέρες και χρειαζόμαστε την συγκατάθεση σας»

«Τι θέμα? – μισό λεπτό να μιλήσετε με τη γυναίκα μου που τα κανόνισε, γιατί εγώ πρέπει να είμαι μέσα στην εκκλησία» είπε ψάχνοντας στο χώρο να βρει τη σύζυγο

«Όχι δε θα χρειαστεί, ελάτε μια απλή επιβεβαίωση θέλουμε δε θα αργήσετε καθόλου» επέμεινε ο Οράτιος σχεδόν τραβώντας τον γαμπρό προς το δωμάτιο της νεοκόρισσας.

«Ελάτε, μισό λεπτό μόνο θα κάνουμε, από δω» είπε δείχνοντας προς την πόρτα. Ο γαμπρός προχώρησε επιφυλακτικά και είδε στο βάθος του δωματίου πάνω σε ένα τραπέζι στοιβαγμένες τις μπομπονιέρες. Μπήκε λίγο σκυφτός από τη χαμηλή πορτίτσα και δεν είχε κάνει δυο βήματα όταν κάποιος τον χτύπησε δυνατά στην πλάτη με ένα ξύλο. Η πόρτα πίσω του έκλεισε και έφαγε της χρονιάς του.

Τρία άτομα τον πετάξανε κάτω και του ρίχνανε κλωτσιές στην κοιλιά, μπουνιές στο στήθος και στην πλάτη, καρεκλιές στο νεφρί, ξυλιές στο συκώτι και στα μπούτια. Όταν σταμάτησαν για μισό λεπτό κατάφερε να δει ότι δεν ήταν ακριβώς τρεις άντρες, αλλά δύο άντρες κι ένας αρουραίος ο οποίος πλησίαζε απειλητικά με ένα εικόνισμα του Αη Γιώργη καβάλα στ’ άλογο το οποίο και το προσγείωσε στο κεφάλι του.

«Όχι στο κεφάλι είπαμε ρε, όχι στο κεφάλι» τους έκανε πέρα ο πιο ψηλός που φαινόταν να είναι ο αρχηγός.

«Εσύ πήγαινε έξω και ειδοποίησε με όταν έχουμε παραλαβές, εσύ Μπεν κάτσε εδώ» έδωσε εντολές ο Φώντας και ύστερα πήρε την καρέκλα και την έστησε μπροστά του ανάποδα όπως στις ταινίες για να ανακρίνει τον γαμπρό του αλλαντοπώλη που σερνόταν στο πάτωμα ξυλοκοπημένος

«Πως πάνε οι δουλειές βαγγελάκι? Καλά ?»

«ποιος είσαι»

«το μαγαζί καλά πάει, πουλάμε πουλάμε? Έχουμε κέρδη?»

«τι θέλετε ρε, με το μαγαζί έχει να κάνει?»

«βαφτίζεις την κορούλα σου έμαθα έ? Όμορφη είναι? Θες να την ξαναδείς?»


ο γαμπρός άρχισε να αντιλαμβάνεται τη σοβαρότητα της κατάστασης. Δεν μπορούσε να διανοηθεί όμως που το πήγαιναν και τι ζητούσαν από αυτόν

«τι θέλετε»

«θέλουμε το μαγαζί. Θα επιστρέψεις το μαγαζί»

«τι να επιστρέψω ρε? Το μαγαζί μου?»

«πως το πήρες το μαγαζί?»


«τι πως το πήρα ρε, με τα λεφτά μου το πήρα τι θέλετε»

Η πόρτα χτύπησε συνθηματικά και ξαναμπήκε ο Οράτιος. «ήρθαν οι πραγματικες μπομπονιέρες και τις φορτώσαμε στο φορτηγάκι»

«Μπράβο μικρέ, περίμενε και τα υπόλοιπα». Ο Φώντας γύρισε προς τις μπομπονιέρες και άνοιξε μια ξετυλίγοντας την κορδέλα
«Μπέν, θες να δοκιμάσεις ένα κουφετάκι»
«όχι ευχαριστώ δεν τρώγω το αμύγδαλο, μου χώνεται μέσα στην κουφάλα και δε βγαίνει μετά.»

«Κύριε Μπιστωτή μας, να σας κεράσω ένα από τα κουφετάκια που διαλέξαμε για σας?» Ο Φώντας έσπασε με τα χέρια του το κουφέτο κι από μέσα άρχισε να κουνιέται μια κατάμαυρη κατσαρίδα η οποία έπεσε ζαλισμένη, αλλά ζωντανή ακόμα στο πάτωμα.

«Οι καλεσμένοι θα ξετρελαθούν, έχετε προσέξει πως οι σημερινές κατσαρίδες πετάνε κιόλας ε, έχουν εξελιχθεί. Και τι τραγανιστό ήχο έχουν, τι απόλαυση καθώς θα τις μασάνε.»

«τι είναι αυτά τα πράγματα, δε θα τα ανεβάσετε στη βάφτιση μου, έτσι?»

«σας έχουμε ετοιμάσει πολλές όμορφες εκπλήξεις. Κρίμα που δε θα είστε στη βάφτιση να τις δείτε. Κρίμα που δε θα έχετε και φωτογράφο να απαθανατίσει τις στιγμές. Τον διώξαμε πριν λίγο»

«τον διώξατε? Τον είχα πληρώσει 3,000 ευρώ για ψηφιακό άλμπουμ!!»

«μην σε ανησυχούν τα έξοδα βαγγελάκι, έχεις σημαντικότερα πράγματα να ανησυχείς.. το μαγαζί που θα μας δώσεις για παράδειγμα και το αν θα ξαναδείς την κορούλα σου.»

Ο Μπεν με ένα γνέψιμο του Φώντα κατάλαβε πως ήρθε η ώρα για την ατάκα του:
«αφεντικό δεν του ρίχνουμε μια δεύτερη γύρα να του τα πει μετά κι ο ίδιος?»

«ποιος είναι ο ίδιος» πετάχτηκε ο γαμπρός. Αυτό τον ανησύχησε τρομάρα του. Ο δεύτερος γύρος ξύλου δεν τον άγχωσε.
Οι κλωτσιές που πέσανε δεν είχανε προηγούμενο, με προσοχή όμως να μην πέσουν στο κεφάλι – ήταν σαφής η εντολή το πρόσωπο να παραμείνει άθικτο, ήταν σημαντικό αν αποφάσιζε ο γαμπρός να δώσει το μαγαζί, να μην καταλάβει κανείς ότι έφαγε και ξύλο για να ενδώσει.

Η στιγμή που σταματάς να τρως το ξύλο παίζει να είναι και χειρότερη από το ίδιο το ξύλο. Όταν το τρως έχεις ας πούμε την ανησυχία πού θα πέσει η επόμενη. Σου ρίχνουν στο κεφάλι και λες κάτσε να σφίξω το στομάχι τώρα και όταν την τρως τελικά εκεί, νιώθεις μια μικρή επιβεβαίωση που μάντεψες σωστά. Μετά το ξύλο όμως, αρχίζουν όλα σου τα όργανα και διαμαρτύρονται, ο πόνος πολλαπλασιάζεται.

Όταν ο Βαγγέλης κατάφερε να κοντρολάρει τον πόνο του σώματος του και είχε εξακριβώσει ότι πονάει στα εξής σημεία:
ΣΕ ΟΛΑ,
κατάλαβε ότι κάποιος στεκόταν όρθιος από πάνω του. Ήταν ο γαμπρός του. Είχε να τον δει πάνω από 7 χρόνια. «Βρε Παντελή…. Γιατί μου το κάνεις αυτό ρε.. βαφτίζω την κορούλα μου..»

Ο αλλαντοπώλης είχε τόσα πολλά να πει που είχε μαζέψει μέσα του όλα αυτά τα χρόνια και δεν ήξερε που να αρχίσει. Ζητούσε εκδίκηση που του πήρανε το μαγαζί με πανούργο τρόπο, που τον ξεκόψανε από το μαγαζί και τους μισούσε πραγματικά κι αυτόν και την ίδια του την αδερφή.

«είναι πράγματα αυτά βρε παντελή, με ξύλο? Έτσι θα λύσεις τα προβλήματα σου, σκοτώνοντας μας στο ξύλο?» ψέλλισε μυξοκλαίγοντας ο γαμπρός αφού τον είδε μπόσικο τον αλλαντοπώλη και αφού τον ήξερε πως είναι φουκαράς και τον ξεγελάς αν τον πιάσεις στο φιλότιμο.

«και λίγες έφαγες. Σου αξίζει και περισσότερο ξύλο και θα το φας σε λίγο. Θέλω πίσω το μαγαζί μου. Θα το δώσεις?»

Ο γαμπρός πεσμένος στο πάτωμα συνέχισε να ψευτόκλαιει και να ρουφάει τη μύτη του κάθε τόσο, προσποιούμενος πονεμένο λυγμό. Ύστερα γύρισε δήθεν αποφασισμένος
«Θα το δώσω το μαγαζί – μόνο αφήστε με να βαφτίσω την κόρη μου. Και να κάνω και το τραπέζι. Κι από αύριο πείτε μου που να βρεθούμε και το δίνω το μαγαζί. Με χαρτιά και συμβόλαια κι απ’ όλα. Θα το αναλάβεις πάλι εσύ αν θες ή αν θες πούλα το, οι δουλειές πάνε μια χαρά… δικό σου ήταν το μαγαζάκι έτσι κι αλλιώς – εγώ να δω το παιδάκι μου μόνο θέλω… άφησε με σε παρακαλώ»

Ο αλλαντοπώλης δε συμφωνούσε εξ’ αρχής με το ξύλο, ιδίως μετά το ότι συνέβη με το στρατηγό. Δεν ήθελε να του ξεψυχήσει στα χέρια και δεύτερος άνθρωπος και ήξερε πια πως ο Φώντας δε θα δίσταζε να φτάσει στα άκρα. Και τι διάολο δεν ήθελε να αφήσει την την αδερφή του χήρα και συμφώνησε όταν τελειώσει η βάφτιση να τον αφήσει να φύγει. Τα ουρλιαχτά πανικού που ακούστηκαν από την εκκλησία πρέπει να ήταν μετά τη μοιρασιά των κουφέτων άρα το μυστήριο είχε λήξει κι ο Βαγγέλης Μπιστωτής αφέθηκε ελεύθερος.

«Δε στο είπα ρε, είναι φλώρος – θα το δώσει το μαγαζί» είπε ο Μπεν σκουντώντας το μάγειρα καθώς η συμμορία έφευγε με το φορτηγάκι.
«Ρε Φώντα για στάσου λίγο να δω την αδερφή μου και την κόρη της. Ανιψιά μου είναι. Να μη τη ρίξω μια ματιά?»

Το φορτηγάκι φρέναρε και εν μέσω σκηνών αλλοφροσύνης κυριών με τουαλέτες που φτύνανε απ το στόμα τους τις κατσαρίδες, ξεχώριζε μια κοπέλα που κράταγε στα χέρια της ένα κοριτσάκι ντυμένο στα ροζ. Την άφησε κάτω και το κοριτσάκι έκανε μερικά αβέβαια βήματα. Ο αλλαντοπώλης δάκρυσε.

Μαλάκα αλλαντοπώλη με τις ευαισθησίες σου. Στη συνέχεια της ιστορίας θα το φας το κεφαλάκι σου!

Παρασκευή, Ιουλίου 04, 2008

0/4 - Σπίθα in the wind

Με στρατιωτικές τιμές, πάνδημη και σε ατμόσφαιρα οδύνης τελέσθηκε την Παρασκευή το πρωί η κηδεία του στρατηγού. Ήταν τόσο αναπάντεχος ο χαμός του και τόσο παράξενος ο τρόπος του θανάτου του, που κανείς απο τους παρευρισκόμενους δεν το είχε καλά καλά συνειδητοποιήσει. Ο ήλιος έκαιγε δυνατά εκείνη τη μέρα. Συνήθως στις κηδείες βρέχει, μα όχι εκείνη την Παρασκευή - ο θεός δεν έκλαψε για το στρατηγό.

Λίγοι είχαν διάθεση να μιλήσουν στην κηδεία. Ένας βαρετός λόγος μόνο ξεχώρισε κι αυτό γιατί είχε το συνθηματικό ευφυολόγημα «θα ζει για πάντα στη μνήμη μας και η σπίθα στο κερί του δε θα σβήσει ποτέ, οσο δυνατοί κι αν φυσάνε οι άνεμοι» το οποίο κέρδισε ένα σχετικά χλιαρό χειροκρότημα κι αρκετά κλεισίματα ματιών. Γενικά όμως λίγες κουβέντες ακούστηκαν στην κηδεία. Σπάνιο πράγμα όταν είναι μαζεμένα τόσα πολλά γαλόνια σε μικρό χώρο. Έχουν τη συνήθεια να μιλάνε πολύ οι στρατιωτικοί όμως εκείνες τις λίγες στιγμές που το φέρετρο του στρατηγού έκλεινε και έμπαινε στο χώμα, επικράτησε απόλυτη σιωπή.

Αργότερα, στο κοντινό καφενείο οι αξιωματικοί σχημάτισαν πηγαδάκια που είχαν μόνο θέμα συζήτησης τον παράξενο θάνατο του στρατηγού. Ποιός το έκανε και γιατί? Ήταν ξεκαθάρισμα λογαριασμών? Μήπως έχει να κάνει με την κίνηση ΣΠΙΘΑ?

Η συζήτηση φούντωνε κι οι παρέες ενώνονταν. Παλιές ιστορίες απο το παρελθόν του στρατηγού έρχονταν στο φως, ακόμα και μερικές πιο προσωπικές και πικάντικες. Από το πλήθος ξεχώρισε ένας αξιωματικός. Ένας σιωπηλός υπολοχαγός με ένα βλέμμα ενοχής και έντονης ανησυχίας, κινήθηκε με αργά βήματα προς την αυλή.
Στάθηκε μόνος του κάτω απο τον πλάτανο. Όβερ.

Άλλη μια στολή ξεχώρισε. Πιο γυαλιστερή.
Στολή αντισυνταγματάρχη κινήθηκε προς αυλή κατωθεν πλατάνου – τα σήματα μου έτοιμος.

Γνέψανε ο ένας στον άλλον και για λίγο παρέμειναν δίπλα δίπλα σιωπηλοί. Δε γνώριζαν ο ένας το φόβο του άλλου. Υποθετικά θα μπορούσαν να τον οσφρηστούν με το αλάθητο στρατιωτικό ένστικτο τους, το οποίο ως ανυπόστατος μύθος, απουσίαζε πανηγυρικώς: BUSTED

O φόβος υπήρχε όμως. Ο μεν υπολοχαγός είχε χάσει την ατζέντα του με όλα τα τηλέφωνα, τις κωδικές ονομασίες και τις δραστηριότητες της κίνησης ΣΠΙΘΑ. Ο δε αντισυνταγματάρχης λίγο καιρό πριν είχε συμφωνήσει να αφήσει μια τσάντα με χαρτονομίσματα σε επαρχιακό δρόμο κατόπιν απειλητικού τηλεφωνήματος. Το μετάνιωσε φυσικά όταν έλαβε και δεύτερο και τρίτο τηλεφώνημα. Η ηρεμία του είχε ταραχτεί, δεν φανταζόταν πως συνυπεύθυνος για αυτό ήταν ο διπλανός του υπολοχαγός και η χαμένη ατζέντα του.

«Παράξενο μέρος ε?» είπε ο αντισ/χης
«τι εννοείτε?»
«Ε, δεν έχετε δει τριγύρω σας? Πριν πέτυχα στη γωνία έναν τεράστιο αρουραίο να τρώει ένα λουκουμά με ζάχαρη. Ή δεν ηταν αλοκοτο το φαλακρό γκαρσόνι που του έπεσε ο δίσκος με τους καφέδες πάνω στη γιαγιά? Γιατι..ο άλλος? ο παπάς ο πενηντάρης που του ‘φυγαν τα ψεύτικα γενια?»
«Δεν έχω προσέξει τίποτα απο όλα αυτά, πότε συνέβησαν?»
«Τι σημασία έχουν όλα αυτά. Πάει χάθηκε τσάμπα ο άθρωπος»
«Ναι, κρίμα»
«Τι να κάνεις. Όσα έρθουν κι όσα πάνε»
«Τον βρήκανε λέει γυμνό και παγωμένο στη μέση του δρόμου»
σημείωσε ο υπολοχαγός συνεχίζοντας να κοιτάει στο πουθενά
«Σίγουρα θα τον βασάνισαν. Το αρνούνται βέβαια οι ιατροδικαστές, αλλά σίγουρα τον βασάνισαν»
«Ποιοί τον βασάνισαν και γιατι?»
«Ποιος ξέρει τι κρύβει το παρελθόν ενός στρατηγού…είχε διάφορα θέματα πιο παλιά στους αλεξιπτωτιστές..»
«τι εννοείτε διάφορα θέματα»
«δεν ξέρω, έχω ακούσει οτι αρκετοί απο τότε τον είχανε βάλει στο μάτι.. όχι βέβαια πως περίμενε κανείς να γίνει κάτι τόσο βίαιο»
«δηλαδή δεν πιστέυετε πως έχει να κάνει με την κίνηση ΣΠΙΘΑ»
«σσσσσσσσσΣΣΣςς … είσαι τρελός, πιο σιγά»
είπε αναστατωμένος ο αντισχης κοιτάζωντας ανήσυχα τριγύρω του «.. πώς σου ήρθε τώρα αυτό»

«όβερ όβερ, κομβική λέξη αναφέρθηκε, όβερ»

«ίσως κάποιος να ξέρει…. Ίσως να είχε να κάνει....
Γιατί, ξέρεις κάτι?»
«όχι, εσύ?»
«εγώ γιατί να ξέρω?»
«οχι, δε λέω οτι ξέρεις»


«Βέβαια δεν έχεις και άδικο, τόσα λεφτα εμπλέκονται.. θα μπορούσε να είχε διαρρεύσει κάτι ο στρατηγός και να τον εκβίαζαν» διαπίστωσε ο αντισ/χης
«Μα δε ζήτησε κανείς λύτρα, λίγες ώρες μόνο τον κράτησαν»
«ήθελαν να τον σκοτώσουν δηλαδή?»
«Ίσως μην ήθελαν αλλά να τους προέκυψε. Ποτέ δε θα μάθουμε…
Το σενάριο της σύνδεσης με την κίνηση ΣΠΙΘΑ το αποκλείουμε?»
«μη λες ΣΠΙΘΑ!! Είμαστε πολλά μέλη μαζεμένα σήμερα εδώ, δε θελουμε να μας ακούσει κανείς να συζητάμε εμείς οι δυό για τέτοια θέματα μόνοι μας»
«εσύ όμως τι πιστεύεις?»
«μπορεί και να έχει. … πιθανότατα….»
«δικαιολογημένα δηλαδή φοβάμαι για τη ζωή μου κι εγώ?»
«κι εσύ?»
«κι εσύ!»
«μας έχουν κυκλώσει δηλαδη»

Ο αντισυνταγματάρχης ξεφύσηξε κάπως ανακουφισμένος. «Χαίρομαι που τα συζητάμε οι δυο μας. Δε θα μπορούσα να πω τις ανησυχίες μου μπροστά σε όλα τα μέλη της κίνησης. Δε θέλω να με κάνουν στην άκρη. Έχω ρισκάρει τα πάντα για τη ΣΠΙΘΑ. και σίγουρα όχι τώρα. Τώρα που το πρόγραμμα είναι σε πλήρη λειτουργία»

«Εσάς η αντικατάσταση γίνεται χωρίς προβλήματα?»

«Πρόβλημα? Όσο δίνεις λάσκα στους φαντάρους δεν υπάρχει πρόβλημα. Μπροστά αραζει ο σκοπός με το ipod και πίσω στην αποθήκη οπλισμού γίνεται η αντικατάσταση κάτω απ τη μύτη του. Δε φταίει αυτός βέβαια. Αυτός τη δουλειά του κάνει. Και τη δικιά μας εν μέρει»
«εσείς στα νησιά τα στελνετε μέση ανατολή, σωστά?»

«Ναι. και παίρνουμε τα ψευτικα απο αμερική. Μέσω τουρκίας»
«Εμας πάνε βόρεια. Γυρω απο τη μαύρη θάλασσα. Δε ξέρω λεπτομέρειες. Πάντως παίρνουμε τα πλαστικα κι εμείς απο αμερική μέσω τουρκίας.»

«Δεν υποψιάζεται κανείς τίποτα σε εσάς? Κανενας καραβανάς να δει κατι, καποιος οδηγός να καταγγείλει την ασυνηθιστη διαδρομή?»

«Οχι! Ε, καμιά φορά μπορει. Όλοι όμως έχουν το αδύνατο σημείο τους. Και όλοι προτιμούν να πάρουν ενα καλό αντάλλαγμα και να μη μάθουν καν τι συμβαινει. Όσο για τους οδηγούς, όχι. Δεν καταλαβαινουν γιατι όλα γίνονται σα φυσιολογικά. Το φορτηγό ερχεται στην αποθηκη οπλισμου με τα πλαστικα οπλα και εκρηκτικα. Το βραδυ γινεται η αλλαγη. Τα οπλα μπαινουν στο φορτηγο, τα ψεύτικα στην αποθηκη. Το αλλο πρωι ο οδηγος γυρναει πισω. Κανεις δεν εχει καταλαβει οτι στην αποθηκη φυλαμε παιχνιδακια κι οτι ο οπλισμος ταξιδευει για μεση ανατολη.»

«Ακουσα στην Κω ηδη προχωρησανε στο σταδιο ανατιναξης»

«Οταν λες ακουσες, δε νομιζω να ακουσες την ιδια την ανατιναξη ε?»
το ακούσατε κι εσείς αυτό το θλιβερό στρατιωτικό αστείο ή ήταν ιδέα μου, όβερ

«Χεχεε, ναι! σχεδον ακουστηκε. Ναι που λες, εντελως συμπτωματικα πηρανε τους φανταρους απ το φυλακιο για ασκηση και μιση ωρα μετα εγινε εκρηξη στην αποθηκη. Στειλανε στο υπουργειο κονδυλι για αντικατασταση οπλων και πυρομαχικων. Και ξερεις πιο ειναι το φοβερο? Οτι επειδη τετοιες «εκρηξεις» δε θελουμε να βγαινουν στη δημοσιοτητα, οσες και να γινουν σε ολη την ελλαδα παραμενουν απορρητες και πληρωνονται απο μυστικα κονδυλια. Ουτε ο υπουργος, ουτε οι ανωτατοι στρατηγοι πιθανον δε θα μαθουν ποτε οτι ολος ο στρατιωτικος εξοπλισμος αξιας εκατομμυριων αντικατασταθηκε μεσα σε ενα χρόνο. Η κινηση ΣΠΙΘΑ είναι καταδικασμενη να πετυχει κι εμεις να πλουτισουμε»

«αν ζησουμε να τα χαρουμε, βεβαια»

«σωστα.»

«τι επαθε κι ο φουκαρας ο στρατηγος»

«αστα. Οσα ερθουν κι οσα πανε σου λεω»
2 στολές επιστρέφουν στο καφενείο, καλυφθείτε μη σας αναγνωρίσουν, όβερ εντ άουτ