Τετάρτη, Ιουνίου 25, 2008

0/4 - Επίσκεψη στο κομμωτήριο


Έβγαλε από την τσέπη του το χαρτί και το ξεδίπλωσε να επαληθεύσει πως είχε φτάσει στη σωστή διεύθυνση. Πλησίασε το κεφάλι του στο τζάμι και ξανακοίταξε μέσα από τη βιτρίνα να βεβαιωθεί πως στεκόταν όντως έξω από κομμωτήριο. Δεν έβλεπε καθαρά. Τον ενοχλούσε η ίδια η αντανάκλαση των κατακόκκινων μαλλιών του που καθρέφτιζαν στο τζάμι. Αυτό θα άλλαζε σε λίγο. Σε λίγη ώρα θα έβγαινε από ‘κει μέσα με κατάμαυρα, απολύτως βαρετά και κοινά μαλλιά. Άνοιξε διστακτικά την πόρτα. Μια όμορφη ξανθιά τον υποδέχτηκε

«καλημέρα σας έχετε ραντεβού?»
«στις 11. Οράτιος»
«καθίστε και θα σας ειδοποιήσουμε. Να σας προσφέρουμε καφέ?»


Αιφνιδιάστηκε από την πολυτέλεια του χώρου κι από τη μοναδική περιποίηση. Τον αφήσανε σε ένα αναπαυτικό σαλόνι με δερμάτινους καναπέδες, του σερβίρανε αχνιστό καφέ φίλτρου και του προσφέρανε ποικιλία ιλουστρασιόν περιοδικών να χαζεύει μέχρι να έρθει η ώρα του. «Μα για κοίτα! Αυτή να έχει γεννήσει πριν 10 μέρες και να έχει τέτοιο σώμα?»

Καμία σχέση με το κουρείο του κυρ Ανέστη στο χωριό. Πόσο άντρας όμως είχε νιώσει όταν άνοιξε πρώτη φορά την πόρτα του κουρείου και μπήκε μόνος του, χωρίς κανέναν να τον συνοδεύει, έκατσε αποφασιστικά στην καρέκλα και σχεδόν διέταξε τον κυρ Ανέστη να του κάνει ένα μονδέρνο κούρεμα. Και μετά στάθηκε όρθιος, τίναξε τις τρίχες από το γιακά του και έβγαλε το πορτοφόλι να πληρώσει από τα δικά του λεφτά κι η ικανοποίηση ήταν τεράστια κι ας μυρίζανε τα ρέστα του κυρ Ανέστη κομμένη τρίχα και φτηνή κολόνια. Είχε βρώμικο κουρείο και βρώμικο στόμα ο κυρ Ανέστης. «Πούστη κοκκινοτρίχη μου το γάμησες το πάτωμα. Γεμίσαμε κόκκινη τριχάρα δω μέσα. Κανόνισε ρε μαλακισμένο. Αύριο μεθαύριο το πολύ σε περιμένω να έρθεις και να μου πεις: κυρ Ανέστη με έφτιαξες! Με το κούρεμα που μου ‘κανες, γάμησα!» Ο Οράτιος όμως ούτε καν απ’ έξω δεν πέρασε, αφού η "κόμμωση κυρ Ανέστη" – παρότι η καλύτερη στο χωριό – ήταν βγαλμένη από προηγούμενη δεκαετία και δεν ήταν ακριβώς θελκτική για τα νέα κορίτσα .

Μια κοπέλα ντυμένη στα ροζ πλησίασε τον Οράτιο και τον κάλεσε να την ακολουθήσει. Τον τύλιξε με μια τεράστια μαλακή πετσέτα. Τον στριφογύρισε στην καρέκλα και με ένα μοχλό σχεδόν τον ξάπλωσε και τον έχωσε κάτω από μια βρύση με χλιαρό νερό. Του πέρασε σαμπουάν και άρχισε να του πλένει τα μαλλιά και τα χέρια της του κάνανε τόσο απαλό και ηδονικό μασάζ που ο Οράτιος χαλάρωσε απολύτως.

Μικρό παιδί όταν ήταν τον κούρευε η μάνα του. Αδέξια, απότομα και βιαστικά πολλές φορές, ήταν όμως το άγγιγμα της γεμάτο στοργή. Η μάνα που αρπάζει το γιο της και τον διατάζει να καθίσει ήσυχος στην καρέκλα και να μη της κάνει τη ζωή δύσκολη. Ύστερα χρατς χρούτς του καταστρέφει τα μαλλιά που είχαν μακρύνει τόσο όμορφα και του αφήνει ασύμμετρες τούφες απο κατακόκκινες τρίχες στο κεφάλι. Ύστερα σκύβει και τον αγκαλιάζει και τον φιλάει στο κούτελο.

Βέβαια εκείνη τη στιγμή το χλιαρό νερό και το μασάζ δεν το άλλαζε ούτε με χίλια μητρικά φιλιά ο Οράτιος. Μόλις η κοπέλα τον ανασήκωσε, τον σκούπισε και τον κάθισε μπροστά στον καθρέφτη, έτοιμο πλέον για το κούρεμα, ο Οράτιος αντίκρισε τον εαυτό του πιο ήρεμο απο ποτέ. Τα κόκκινα μαλλιά του είχαν λάμψει. Μια χαρούμενη κραυγή απο πίσω του ήρθε προς επιβεβαίωση «τι θαυμάσιο, τι έντονο, τι μοναδικό κόκκινο χρώμα!! Τι υπέροχο μαλλί έχεις αγάπη μου – μπράβο χίλια μπράβο»

Ένας περίεργος τύπος με τρία χρώματα στα μαλλιά του τον είχε πλησιάσει και εξέταζε απο κοντά το τις τρίχες του βγάζοντας κραυγές χαράς και ξεσπώντας πότε πότε σε ενθουσιώδες χειροκρότημα. Όλα αυτά σταμάτησαν όταν ο Οράτιος του αποκάλυψε το λόγο της επίσκεψης του «θέλω να τα βάψω μαύρα. Πολύ μαύρα. Ή όχι πολύ, δε ξέρω. Απλά να μην είναι κόκκινα. Καθόλου κόκκινα.»

Δε δυσκολευόταν πρώτη φορά με κουρέα ο Οράτιος, του είχε ξανατύχει στο παρελθόν . Στη δική του λογική όταν κάθεσαι στην καρέκλα, δεν αφήνεσαι στο έλεος του κουρέα – αντιθέτως αυτός πρέπει να φροντίσει να συμμορφωθεί με αυτά που εσύ επιθυμείς να έχεις πάνω στο κεφάλι σου. Αυτός οφείλει απλώς να εκτελέσει. Την πρώτη φορά ο κουρέας είχε κερδίσει. Ήταν όταν παρουσιάστηκε στο στρατό και έπρεπε να είναι όλοι καλοκουρεμένοι για την ορκωμοσία τους. Ο Οράτιος επέμενε πως χρειάζεται ελάχιστο κόψιμο με ψαλίδι, ίσα να φαίνονται καλά με το δίκοχο - άλλωστε την επόμενη μέρα θα παίρνανε την άδεια τους και θα γύρναγε στο χωριό, όμως ο κουρέας του στρατοπέδου επέμενε να περάσει το δικό του, τόσα κεφάλια είχε κουρέψει άλλωστε και να βάλει μηχανή. Αποτέλεσμα ήταν ο Οράτιος να τον εμπιστευτεί και ο κουρέας, που τελικά αποδείχθηκε πως δεν ήταν κουρέας, αλλά υπάλληλος σε βενζινάδικο που έβγαζε 1-2 μέρες παραπάνω άδεια, να του ξυρίσει όλα τα μαλλιά γουλί.

Αυτή τη φορά θα πέρναγε το δικό του. Καθόλου ψαλίδι, καθόλου μηχανή, μόνο βαφή και μάλιστα κατάμαυρη. Ο Οράτιος είχε μυστικά που έπρεπε να προστατευθούν. Τα κόκκινα μαλλιά όσο και να τα λάτρευε ο εκκεντρικός κομμωτής με το όνομα Μιγκαέλ που είχε πέσει στο πάτωμα και τον ικέτευε να μην τα «σκοτώσει», κάνανε τον Οράτιο αναγνωρίσιμο στόχο. Έπρεπε για λίγο καιρό να γίνει ένα με το πλήθος που ‘χει ομοιόμορφα μαλλιά.

Με βαριά καρδιά ο κομμωτής πήρε μια μαύρη βαφή και με το πινέλο άρχισε να την περνάει, πρώτα απο τις άκρες και καταλήγοντας στις ρίζες. «Τι δουλειά κάνεις νεαρέ αν επιτρέπεται» είπε ξεκινώντας συζήτηση ο μιγκαέλ

«Είμαι τραγουδιστής» απάντησε με θράσσος ο Οράτιος

«Καλέ θα σε σκοτώσω!! Τραγουδιστής και χαλάς τέτοια απόχρωση? Θεέ μου.. βρε, με τέτοιο χρώμα θα έκανες πάταγο»

Ο Οράτιος έβλεπε τα μαλλιά του να έχουν καλυφθεί απο μπογιά και είχε και τον τρικολόρε κομμωτή να του χαλάει περισσότερο την ψυχολογία. Έπρεπε πια να περιμένουν να δράσει η βαφή.

«Και που τραγουδάς κοκκινομάλλη μου?»

«Προσωρινά, δεν τραγουδάω κάπου. Πρόσφατα ήρθα στην Αθήνα.»


«Καλέ έχω εγώ φίλο μάνατζερ, πριν φύγεις να σου δώσω μια κάρτα του. Να πας να σε ακούσει. Πες του απ’ το μιγκαέλ. Και πες του πως έχεις και φανταστικά φυσικά μαλλιά και θα τα ξαναγυρίσουμε στο χρώμα τους, εντάξει? Να του το πεις αυτό, εντάξει?»

Ο κομμωτής τράβηξε απότομα τον μοχλό της καρέκλας κι ο Οράτιος βρέθηκε μισοξαπλωμένος. Τον πήγε με αστραπιαία κίνηση στο νιπτήρα και κάλεσε την ξανθιά να ξεπλύνει τη βαφή. Αυτός απλώς περίμενε ακίνητος με το βλέμμα στο ταβάνι. Ύστερα ανέλαβε πάλι πρωτοβουλία, με την πετσέτα σκούπισε τα μαλλιά και με το πιστολάκι τα στέγνωσε. Η αποκάλυψη ήταν πρωτόγνωρη. Η βαφή δεν είχε κανένα αποτέλεσμα. Τα μαλλιά του Οράτιου παρέμεναν κατακόκκινα και έλαμπαν περισσότερο μετά το δεύτερο λούσιμο.

Ο Μιγκαέλ σάστισε αλλά δεν θα το έβαζε κάτω. Αυτή τη μάχη με τις τρίχες θα την κέρδιζε. Άρπαξε μια πιο δυνατή βαφή με έξτρα αμμωνία και επανέλαβε τη διαδικασία. «δεν είναι τίποτα χρυσέ μου, συμβαίνει» Καθώς πασάλειβε την βαφή βρήκε έξυπνο να σιγοτραγουδήσει στον Οράτιο

«έλα τραγουδιστή πάμε μαζί...

Τραγουδάμε για το κόκκινό
Τραγουδάμε γα το κόκκινό
Κόκκινα τα μηλαράκια, στη μηλιά μες στην αυλή
Κι η ντοματα στο περβόλι, κόκκινη λαχταριστή
και στου οράτιου τις τρίχες πέρασα μαύρη βαφή...»

Αυτή τη φορά ο κομμωτής ανέλαβε ο ίδιος το ξέπλυμα της βαφής, γιατί είχε αγωνία να δει αν τα κατάφερε. Η καρδιά του άρχισε να χτυπάει πιο γρήγορα καθώς έβλεπε το κόκκινο να ξεπροβάλει ξανά. Το στέγνωμα ήρθε προς επιβεβαίωση. Ούτε μισό τόνο δεν είχαν σκουρύνει τα μαλλιά του Οράτιου.

«τώρα τί κάνουμε? Γιατί δεν πιάνουν οι βαφές?» ρώταγε ο Οράτιος μα ο κομμωτής είχε τρελαθεί. Δεν είχε ξαναδεί τέτοιο φαινόμενο και δεν ήξερε και να το εξηγήσει. Ξανατράβηξε το μοχλό και άρχισε πάλι την ίδια διαδικασία, αυτή τη φορά σιωπηλά και αγχωμένα. Το αποτέλεσμα κατακόκκινο.

«θες οπωσδήποτε να μην έχεις κόκκινα μαλλιά?» είπε φρικαρισμένος ο κομμωτής στον Οράτιο

«σίγουρα όχι κόκκινα. Οτιδήποτε άλλο»

«οτιδήποτε άλλο, έτσι? Απλά όχι κόκκινο. Οκ!»



Λίγη ώρα μετά ο Οράτιος έβγαινε απο το κομμωτήριο με το κεφάλι του ξυρισμένο γουλί. Τα κουρέματα, έπρεπε να το παραδεχτεί, δεν ήταν το φόρτε του.

Μέσα στο κομμωτήριο ο Μιγκαέλ είχε καθίσει στην καρέκλα και οι κοπέλες του κάνανε μασάζ να συνέλθει απο το σοκ καθώς έψαχνε ένα θετικό στο τραγικό αυτό φινάλε «Ευτυχώς που δεν του έδωσα και την κάρτα του φίλου μου του μάνατζερ, τούτο το ζαβό θα με ξεφτίλιζε εντελώς»

Τρίτη, Ιουνίου 10, 2008

0/4 - Η φυσιολογική κατάληξη μιας απαγωγής

Ο στρατηγός φόρεσε το σακάκι του, έβγαλε το χαρτοφύλακα απο τη θέση του συνοδηγού και κλείδωσε το αυτοκίνητο. Ένιωσε τότε έναν έντονο πόνο στο πόδι και με έκπληξη και αηδία διαπίστωσε πως ένας χοντρός και τριχωτός αρουραίος τον δάγκωνε στη γάμπα. Πριν προλάβει να αντιδράσει ή να μετανιώσει που δε φόραγε ακόμα τις στρατιωτικές αρβύλες του, κάποιος τον χτύπησε απο πίσω στο κεφάλι. Όλα σκοτείνιασαν.

Όταν ο στρατηγός ξύπνησε, δε μπορούσε να καταλάβει που βρίσκόταν και τι του συνέβαινε μόνο έτρεμε απο το ανυπόφορο κρύο. Η γλώσσα του είχε παγώσει και τα πνευμόνια του είχαν βαρύνει τόσο, που ανέπνεε με δυσκολία. Τα χέρια του ήταν δεμένα σε ένα μεταλλικό σωλήνα. Κοίταξε τριγύρω του. Πιθανότατα βρισκόταν στο ψυγείο ενός φορτηγού και κάποιοι τον είχαν παρατήσει εκεί μέσα μονάχα με το πουκάμισο και το σώβρακο του - καταλάβαινε βέβαια πως η προτεραιότητα τους δεν ήταν να τον κρυολογήσουν, σπάνια σε απαγάγει κανείς γιαυτό το λόγο.

Η πληγή στο πόδι του από το δάγκωμα του τρωκτικού έτρεχε αργά αλλά ασταμάτητα βρώμικο αίμα. Κόλλησε το πόδι στην παγωμένη λαμαρίνα κι αυτό του πρόσφερε κάποια προσωρινή ανακούφιση. Η πόρτα άνοιξε και ο στρατηγός βεβαιώθηκε από μια γρήγορη ματία προς τα έξω, πως πράγματι βρισκόταν σε όχημα. Μέσα στο ψυγείο μπήκε διστακτικά ένας παχουλός πενηντάρης με κοιλιά και καράφλα.

« Πού είμαι… ποιός είσαι εσύ» ψέλισε ο στρατηγός

«Αριθμός λογαριασμού 025 – 059884 – 555 swiss bank. Ποιός είναι ο μυστικός κωδικός?» είπε με φωνή που έτρεμε ο απαγωγέας

«Θα αστειεύεστε... χαχα .. ποιοί νομίζετε πως είστε?»

«Αριθμός λογαριασμού 025 – 059884 – 555 swiss bank. Ο μυστικός κωδικός!» επανέλαβε ο πενηντάρης πιο αποφασιστικά αυτή τη φορά.

«άνθρωπε μου. Έχεις ιδέα που έχεις μπλέξει? Έχεις ιδέα ποιός είμαι και τί θα σας κάνουν όταν μάθουν οτι έχω εξαφανιστεί?»

Ο στρατηγός έβλεπε πως ο φουκαράς που είχε αναλάβει να παίξει το ρόλο του ψυχρού ανακριτή ήταν πιο τρομοκρατημένος απο αυτόν και αν και «ψυχρός» δεν ήθελε να βρίσκεται σε αυτό το ψυγείο. «Λύσε με και θα ...»

Πριν προλάβει ο στρατηγός να ολοκληρώσει την πρόταση του, ο πενηντάρης τον κλώτσησε στο σαγόνι και του είπε «θα ξανάρθω σε 2 ώρες που θα έχεις συνηθίσει το κρύο και θα έχει καθαρίσει το μυαλό σου» και έκλεισε την πόρτα πίσω του.

Ο στρατηγός καθώς περνούσε η ώρα όλο και λιγότερο σκεφτόταν πως μπορεί κάποιος με τόσα παράσημα και αστέρια στη στολή όπως αυτός, να βρει τρόπο διαφυγής από μια τέτοια άβολη κατάσταση και μόνο συγκεντρωνόταν στο πως θα κουλουριαστεί και θα κρατηθεί όσο γίνεται πιο πολύ ώρα ζωντανός σε αυτή την παγωνιά. Ούτε καν τον απασχολούσε πλέον το πλήγμα στη φήμη του ως σκληραγωγημένου αξιωματικού, όταν θα τον βρίσκανε νεκρό και παγωμένο να τον έχουν απαγάγει κάποιοι ερασιτέχνες μικροαπαταιώνες. Μετά απο ώρες η πόρτα ξανάνοιξε και κάποιος τρίτος τον οποίο δεν κατάφερε να δει διέταξε τον πενηντάρη να «πάρει τον κωδικό για να τελειώνουμε».

«Λοιπόν, swiss bank…»

«Δε σου λέω τίποτα. Είμαι στρατηγός, απαιτώ σεβασμό… ποιος είσαι εσυ… που… τι κάνεις? Τι είναι αυτό…. Τι πας να κάνεις….ααααα»

Πως αλλάζουν οι συσχετισμοί σε τέτοιες ιδιόμορφες καταστάσεις.. Πού ακούστηκε ένας στρατηγός να φοβάται έναν 50αρη που στο στρατό ήταν μάγειρας και που μόνο του όπλο έχει ένα μπουκάλι νερό στα χέρια?

Ο απαγωγέας άδειασε απρόσεκτα και βιαστικά το νερό πάνω στο σώμα του στρατηγού ο οποίος ούρλιαζε σα να του καίγανε τη σάρκα, το νερό λειτουργούσε στο παγωμένο δέρμα του σαν οξύ. Ύστερα αμίλητος βγήκε για άλλη μια φορά απο το ψυγείο αφήνοντας το στρατηγό μόνο να αναρωτιέται πόσο ακόμα θα μπορέσει να αντέξει. Είχε ήδη αρχίσει να μετανιώνει που δεν έδωσε τον κωδικό. Στο διάολο και οι αξιωματικοί και τα λεφτά και όλα. Μπορεί και να τον σκοτώνανε έτσι κι αλλιώς αλλά και τι κέρδιζε με την επιμονή του? Όδευε πιο γρήγορα και σίγουρα προς το θάνατο. Φοβόταν πολύ, δεν πίστευε πως θα άντεχε άλλες δύο ώρες. Καταλάβαινε τους παλμούς της καρδιάς του να ασθενούν. Έκανε να φωνάξει να τον βγάλουν μα η φωνή του δεν έβγαινε. Βυθίστηκε σε λήθαργο.

Ο χρόνος πέρασε σαν πάγος. Η πόρτα άνοιξε ξανά και η εντολή αυτή τη φορά ήταν επιτακτική: «αν δεν πάρεις τον κωδικό δε θα βγεις ούτε εσύ απο κεί μέσα» και σχεδόν τον πέταξαν μέσα τον ταλαίπωρο τον απαγωγέα που ήταν εμφανώς αναστατωμένος.

«Δώσε μας ρε κερατά τον κωδικό… δε βλέπεις πως δε θα ζήσεις…. Τι περιμένεις πια, ποιος θα σε σώσει? Δώστον το γαμημένο τον κωδικό… τι αξίζει πιο πολύ τα λεφτά ή η ζωή σου πια? …. Δώστον ρε άνθρωπε να βγούμε ζωντανοί…» Ο απαγωγέας είχε γονατίσει δίπλα στο στρατηγό και τον παρακαλούσε κλαίγοντας να του δώσει την πρόσβαση στα εκατομμύρια ευρώ του λογαριασμού της ελβετικής τράπεζας. Μα κυρίως τον παρακαλούσε να ζήσει. Τον έπιασε από τους ώμους και τον κούναγε να τον τραντάξει μα ήταν σα να έπιασε ένα ομοίωμα ανθρώπου φτιαγμένο από μάρμαρο. Ο στρατηγός παραλληρούσε χαμένος στο πουθενά..

«…το πετάξαμε από ψηλά… δέστε το βρέφος στο αλεξίπτωτο.. το αφήσανε.. το αφήσανε να πέσει, να εγκαταλείπει τον κίνδυνο για μεγαλύτερο κίνδυνο… θόλο ελέγχω… πέφτει ….. ίσως το βρέφος προσγειώθηκε σε ένα βουνό από ζάχαρη….»

«τι λες? Τι είναι αυτά που λές… σταμάτα άνθρωπέ μου, σύνελθε, έλα - θα σε λύσω αμέσως»

«η αθώωση είναι ο πόνος των ενόχων…. είναι αυτό το κυκλικό βάλσαμο που υποσχόμαστε στα παιδιά μας, που το ταΐζουμε στις ενοχές μας….. που το νιώθουμε τις νύχτες να βγαίνει από την ύλη του και να αιωρείται πάνω από τεθλασμένες ….. επάλξεις………….…...»

Και κάπου εκεί ο στρατηγός ξεψύχησε μέσα σε ακατάληπτους συνειρμούς, που υπο άλλες συνθήκες κάποιος μπορεί και να γελούσε ακούγοντας τους, αντιθέτως ο απαγωγέας είχε χώσει το κεφάλι μέσα στα χέρια του και έκλαιγε γοερά και ξάπλωνε στο δάπεδο και δεν τον ένοιαζε που ήταν υγρό και παγωμένο και αγκάλιαζε το πτώμα και από μέσα του ήθελε να ουρλιάζει και να εκραγεί από οργή, όμως έμεινε σιωπηλός και ηρέμησε τον εαυτό του και ανασηκώθηκε. Χωρίς ίχνος νευρικότητας χτύπησε την πόρτα να του ανοίξουνε.

Ο εγκέφαλος της σπείρας είδε το πτώμα και κατάλαβε πως αποτύχανε, όμως δεν έδειξε απογοήτευση ή ταραχή. Είπε στον 50αρη να μπει στη θέση του οδηγού και να οδηγήσει γρήγορα κι αυτός χώθηκε στο ψυγείο. Και καθώς ο 50αρης οδηγούσε, είχε ήδη ξεπεράσει αυτόν το θάνατο για τον οποίο ήταν στο μικρότερο βαθμό από όλους συνυπεύθυνος και επαναλάμβανε στον εαυτό του πως όλα γίνονται για ένα λόγο και πως δε πρέπει να μετανιώνει και ύστερα άκουσε την πόρτα του ψυγείου να ανοίγει και είδε το πτώμα του στρατηγού να πέφτει στη μέση του δρόμου και καθώς το έβλεπε από τους καθρέφτες του να απομακρύνεται, αναρωτιώταν πως γίνεται οι άνθρωποι να βγαίνουν πιο σκληροί από τέτοιες δοκιμασίες.