Τρίτη, Δεκεμβρίου 19, 2006

Ο άνθρωπος εμπιστοσύνης

Μέσα απο την ησυχία των σεντονιών ο γιατρός πετάχτηκε τρομαγμένος. Είχε δει ένα φριχτό εφιάλτη.
Το καμένο του κορμί ήταν πάνω σε ενα χειρουργικό τραπέζι και αυτός ένιωθε πως εχει συγκρατήσει μέσα του τη φωτιά της έκρηξης, πως εκπέμπει το σώμα του θερμότητα και δε μπορεί κανείς να τον πλησιάσει. Ένα έντονο φως τόνιζε τα εγκαύματα του και τον έκανε πιο αποκρουστικό, στη γωνία της αίθουσας κάποιοι γιατροί κάνανε μια σύσκεψη ψιθύρων ρίχνοντας του κάθε τόσο κλεφτές ματιες. Μια νοσοκόμα πλησίασε διστακτικά, προσπαθώντας να καλύπτει το πρόσωπο της με το ένα χέρι και με το άλλο να κρατάει ένα δίσκο. Λίγα βήματα πριν τον φτάσει, άφησε το δίσκο να πέσει, άφησε κι ένα ουρλιαχτό να γεμίσει την τεράστια αίθουσα πριν τρέξει προς την έξοδο. Δυο πλαστικοί χειρούργοι φόρεσαν τις μάσκες τους και κινήθηκαν προς αυτόν αποφασιστικά και αγνοώντας τη λάβα του σώματος του, στάθηκαν πάνω του και τον εξέταζαν καθώς τα πλαστικά τους σώματα έλιωναν.


Έχοντας ακόμα τη μυρωδιά του καμένου πλαστικού μέσα του, ο γιατρός της μύκονος κατάλαβε ότι έπρεπε να συντομεύσει τις αποφάσεις για τη ζωή του. Ο εφιάλτης ήταν ενδεικτικός των φόβων του πως κανείς δε θα τον πλησιάζει, όλοι θα τον κοιτούν με απέχθεια και λύπηση. Και αυτό δεν το δεχόταν, δε θα μπορούσε να ζήσει με αυτό.


Ένα άτομο αρχικά θα έπρεπε να τον δει, καποιος εμπιστοσύνης. Κάποιος που θα μάθει την αλήθεια και θα την κρατήσει μυστική.
Ο φίλος του ο δοκτορ Κατηφόρης ήταν ο έμπιστος που επέλεξε ο γιατρός της μύκονος να σταθεί απέναντι του. Προσπάθησε να μείνει ανέκφραστος όταν τον αντικρυσε έτσι παραμορφωμένο, μια έκφραση αηδίας όμως φάνηκε στα χείλη του μόλις ο γιατρός άνοιξε τη ρόμπα του και ο δόκτορ Κατηφόρης είδε τη σάρκα στο στήθος του να κρέμεται καμένη και στο στομάχι του ανοίγουνε πληγές, από τις οποίες έτρεχε ένα παχύρευστο μαύρο υγρό, μπλεγμένο με αίμα.
Ήταν κι αυτός χρόνια γιατρός, δεν είχε δει όμως ξανά τέτοιου είδους εγκαύματα σε άνθρωπο που να στέκεται στα πόδια του. Έμεινε έκπληκτος που δεν είχε δεχτεί καμία περίθαλψη ως εκείνη τη στιγμή. Η συζήτηση τους ήταν σύντομη. Ο δόκτορ θα φρόντιζε να του φέρει τα απαραίτητα ώστε να μπορεί να ζήσει μερικές βδομάδες ακόμα απομονωμένος μέχρι να επανέλθει και μέχρι να επουλώσουν τα τραύματα. Θα του πήγαινε γάζες και όσα φάρμακα χρειάζονταν. Ο γιατρός ξόρκισε τον δόκτορ να μη μιλήσει σε κανέναν. Τον ευχαρίστησε και επιχείρησε να του δώσει το χέρι.
Ο δόκτορ Κατηφόρης απέφυγε ευγενικά τη χειραψία και έφυγε από την πίσω πόρτα. Περπάτησε πάνω από 50 μέτρα στα τυφλά, με τα μάτια του σφιχτά κλειστά και το πρόσωπο στραμένο στον ουρανό.

Όταν το άνοιξε, είχε ένα δαιμόνιο χαμόγελο ζωγραφισμένο στο πρόσωπο του. Μέχρι το βράδυ όλο το νησί ήξερε για το γιατρό της Μύκονος. Είχε επιλέξει το λάθος άτομο να εμπιστευτεί.

Παρασκευή, Δεκεμβρίου 15, 2006

Ο γιατρός της Μύκονος

Με γελούν τα μάτια μου? Τι είναι αυτό το ον που ξεπροβάλει μέσα από τις φλόγες, που μαζεύει τα κομμάτια του και ξεπετάγεται μέσα από τις στάχτες και τα συντρίμμια? Είναι ένα πλάσμα τρομακτικό, παραμορφωμένο, κουτσαίνει, νομίζεις πως δεν έχει δυνάμεις, μα συνεχίζει καθως τα ρούχα του έχουν καεί και το σώμα του ακόμα καπνίζει.
Μα ναι, είναι αυτός, είναι ο «γιατρός της μύκονος».
Ώστε τα κατάφερες λοιπόν, δαιμόνιε ήρωα. Υπάρχουν απλοί πρωταγωνιστές που παίζουν το ρολάκι τους, κάνουν το κομμάτι τους και τους ξεχνάς. Υπάρχουν όμως και πραγματικοί ήρωες, που σου χαράζουν το μυαλό με τις πράξεις τους και θες να ήσουν σαν κι αυτούς.
Για έναν τέτοιο πρόκειται εδω.
Spread the word! Ο «γιατρός της Μύκονος» ζει!!


Μόλις έφτασε στα χέρια μου το εξης έντυπο το οποίο και παραθέτω αυτούσιο για απόδειξη των παραπάνω:
(Ενδέικνυται ανάγνωση με φωνή καθηγητή διαιτησίας Βαρούχα)

ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΥ ΣΥΜΒΑΝΤΩΝ 11/12/2006

…«Κατά την διάρκεια της μεσημεριανής βάρδιας δεχτήκαμε ειδοποίηση από το κέντρο για καταγγελία διάρηξης στην περιοχή ευθύνης μας. Λόγω του ότι συμφωνα με κάτοικο της περιοχής, άγνωστος άντρας εισέβαλε στην απέναντι οικία από το παράθυρο της κουζίνας. Κινηθήκαμε προς τη συγκεκριμένη διεύθυνση μα όταν φτάσαμε ήταν ήδη αργά γιατί είδαμε στο σπίτι να έχει ξεσπάσει μεγάλη πυρκαγιά. Συνωστισμός μεγάλος είχε μαζευτεί και απομακρύναμε το πλήθος για αποφυγή των περαιτέρω ατυχημάτων. Επικοινωνήσαμε με το κέντρο για να βεβαιώσουμε πως θα σπεύσουν πυροσβεστικά οχήματα και ασθενοφόρο.
Μαζέψαμε διάφορες μαρτυρίες από αυτόπτες μάρτυρες που είδαν ή άκουσαν κάτι σχετικό με την έκρηξη και τη πυρκαγιά. Σημαντικότερη κρίνουμε της γειτόνισσας που έκανε την κλήση, Κατερίνας Μπάστακα την οποία επιστνάπτω στην αναφορά.
Στις καταγγελίες της, τις οποίες ελέγξαμε πάραυτα, δε βρήκαμε κάτι που να επιβεβαιώνει ότι εμπλέκεται στην πυρκαγιά άγνωστος άντρας. Ο λόγος της πυρκαγιάς ήταν διαρροή γκαζιού και βρέθηκαν δύο πτώματα γυναικών αδύνατο ως τώρα να αναγνωριστούν λόγω παραμόρφωσης…

Υπαστυνόμος Πλιάτσουρας Φώτης»


"Ακριβής καταγγελία Κατερίνας Μπάστακα όπως μεταφέρθη από το συνάδελφο Υπαστυνόμο Γκάστο Νικόλαο
(Ενδέικνυται ανάγνωση με φωνή Δέσποινα Στυλιανοπούλου)

Αυτόν τον άντρα που σας λέω οτι μπήκε στο σπίτι που είχε ακολουθήσει την κυρία Ανθή που γυρνούσε απο τα ψώνια και είχε αργήσει σήμερα απο τις άλλες μέρες και τους είδα απο το μπαλκόνι που μπήκε αυτός μετά απο το παράθυρο της κουζίνας, αυτός σας λέω βγήκε μετά την έκρηξη κατακαμμένος σα ζωντανός νεκρός ήτανε και πήγε τρεκλίζοντας στις σκάλες και μετά τον έχασα γιατί μαζευόταν και κόσμος και γινότανε της τρελής. "


Ο γιατρός της μύκονος ήταν σε τραγική κατάσταση. Αλλα ζωντανός. Εκείνη τη μέρα γλύτωσε απο την έκρηξη, γλύτωσε και απο τα τραύματα του. Κρύφτηκε μέχρι να νυχτώσει και σχεδόν λιπόθυμος έφτασε μέχρι το μαγαζί του Αλιχμέντ. Αυτός δεν τον αναγνώρισε, τρόμαξε αντικρύζοντας τον, στο όνομα της παλιάς φιλίας τους όμως, του παραχώρησε μια γωνιά στην αποθήκη για δύο μόνο μέρες στις οποίες ο γιατρός μόνος του, χωρίς καμία περίθαλψη, σηκώθηκε ξανά στα πόδια του. Γύρισε στο νησί του όμως για βδομάδες δεν τον είδε κανείς αν και πολλοί τον αναζήτησαν Πίσω από κλειστές πόρτες και αναπάντητες κλήσεις, ο γιατρός παίρνει αποφάσεις για το μέλλον του.
Πάνω στο γραφείο του βρίσκει μια αφημένη φωτογραφία. Τρεις τουρίστριες ποζάρουν δίπλα του ενθουσιασμένες και χαμογελώντας. Αυτός έχει ένα ύφος απόμακρο. Παίρνει έναν αναπτήρα – δε φοβάται πια τη φωτιά – και προσεκτικά καίει το σημείο του προσώπου του μέσα στην εικόνα. Πρέπει να συνηθίζει την ιδέα.

Cover του αγαπημένου δίσκου του γιατρού μετά το ατύχημα.
Πρόκειται φυσικά για το Wish you were here

Πέμπτη, Δεκεμβρίου 07, 2006

Don't talk to strangers 2

Δυο μέρες αφότου συνήλθε ξαπλωμένος στο κρεβάτι ενος άγνωστου δωματίου, ο Tom διαπίστωσε κάτι που τον τρόμαξε αλλά και τον πλήγωσε μέσα του. Όλες οι σκέψεις του ως τότε είχαν περιοριστεί σε αυτό που του συνέβη. Στο πού βρισκόταν, πως βρέθηκε εκεί, πόσος καιρός είχε περάσει που ήταν αναίσθητος, τι είχε πάθει το σώμα του και δε μπορούσε να κουνηθεί. Συνειδητοποιόντας το, ένιωσε προδωμένος απο τον εαυτό του. Δεν είχε σκεφτεί ούτε μια στιγμή την αγαπημένη του Marianna και το μωρό τους. Δεν την αναζήτησε, δε νοστάλγησε το γλυκό πνιχτό κλάμα του παιδιού, δεν αναρωτήθηκε αν θα είναι καλά και αν θα τον αναζητήσουν. Δεν υπήρξε καθόλου στις σκέψεις του, το ήρεμο της πρόσωπο είχε αντικατασταθεί απο τις αγχωμένες εκφράσεις της νεαρής καλόγριας.

Όπως το είχε υπολογίσει σε λιγάκι θα σβήνανε πάλι τα φώτα και μέσα στο σκοτάδι θα άνοιγε η πόρτα, τα ίδια βαριά βήματα θα έρχονταν προς το μέρος του, θα ένιωθε πάλι το τρύπημα της βελόνας μέσα στο αυτί του και καθώς θα έχανε μετά τις αισθήσεις του θα καταλάβαινε πως κάποιος πάει πάλι να τον ταίσει με το ζόρι. Είχε δίκιο η Marianna. Η πόλη τους είχε γίνει διεστραμμένη και βρώμικη. Το κακό είχε σπάσει την πόρτα και είχε εισβάλει στο σπίτι τους. Τι ζωή θα κάνανε η γυναίκα του και το παιδί του αν δεν έβγαινε απο κει μέσα.

Προσπαθούσε να καταλάβει τί του συνέβαινε. Κάποιος τον τάιζε και τον κρατούσε αναίσθητο σ’αυτο το άδειο δωμάτιο. Όταν έκλειναν τα φώτα, φαινόταν στο ταβάνι γραμμένο μάλλον με ειδική βαφή ένα τεράστιο Don’t talk to strangers και αυτός που έμπαινε στο δωμάτιο έβαζε σε λειτουργία ένα μουσικό κουτί που έπαιζε μια περίεργη μελωδία. Και κάθε φορά μαζί με το κορμί του παρέλυε και το μυαλό του όταν του κάνανε την ένεση. Με τον ίδιο τρόπο που βυθίστηκε στο σκοτάδι απο το θόρυβο της μηχανής σε εκείνο το λεωφορείο. Γιαυτό έπρεπε πριν τον επισκεφτούν πάλι, να προσπαθήσει να θυμηθεί τί έγινε στο λεωφορέιο. Τί του έλεγε η νεαρή καλόγρια.

Τράβηξε με το χέρι της τα ράσα και του έδειξε τα πόδια της. Ήταν κατακόκκινα, γδαρμένα, με φρέσκες πληγές που είχαν πάνω αίμα. Ποιός την είχε βασανίσει, τί ιστορία κουβάλαγε αυτή η μοναχή, τί προσπαθούσε να του πει. Αν μπορούσε για ένα λεπτό μόνο να διώξει απ το μυαλό του όλα τα υπόλοιπα και νοητά να βρεθεί πάλι εκεί να δώσει όλη του την πρόσοχή, να διαβάσει τα χείλη της, να μελετήσει τις εκφράσεις της σα να κρέμεται απο το λυγμό της η ζωή του, σα να υπάρχει στο βλέμμα της αυτό που μπορεί να τον βγάλει απο κει μέσα.

Προσπάθησε πολύ. Έκλεισε τα μάτια του. Διέγραψε όλες τις αναμνήσεις του. Φίλησε γλυκά το μωρό του στο λαιμό. Αντίο αγάπη μου, ψιθύρισε στη Marianna. Τους αποχαιρέτισε για λίγο, για να τους έχει ύστερα για πάντα. Το απόλυτο κενό. Και έτσι βρέθηκε σε εκείνο το κάθισμα πάλι στη δεύτερη σειρά στο παλιό πούλμαν.
Μόνο που αντί για φασαρία επικρατούσε απόλυτη σιωπή. Το πούλμαν τρανταζόταν δυνατά και η οδηγός με την ηλικιωμένη καλόγρια τον κοίταζαν απορημένες για το που θα στρίψουν. Ήταν σα να βρίσκεται εκεί αλλά και να μή βρίσκεται, όπως στα όνειρα. Έστρεψε το βλέμμα του δίπλα. Η καλόγρια που θα του έλυνε το μυστήριο καθόταν εκεί και του μίλαγε με αγωνία. Διάβασε τα χείλη της. Προσπάθησε να καταλάβει. Νόμισε πως έβγαζε άκρη «πρέπει να φύγεις, πρέπει να φύγεις, να κατέβεις». Ήθελε να τον προειδοποιήσει, ήταν βέβαιο. Τον κράταγε σφιχτά, τόσο που πόναγε και απορούσε με την αφύσικη δύναμη της νεαρής. Σήκωσε με το άλλο χέρι τα ράσα της. Την είχαν βασανίσει, τα πόδια της ήταν χαραγμένα και μάλιστα πρόσφατα. «φύγε, κοίτα τι θα σου κάνουν». Αηδιασμένος πρόσεξε τις βαθιές πληγές στα πόδια. Χαρακιές απο το γόνατο μέχρι ψηλά. Κανείς δε θα άντεχε να κάνει κάτι τέτοιο στον εαυτό του, κάποιος την είχε βασανίσει. Κοίταξε τα πόδια της ξανά.


Πώς ήτανε δυνατόν. Ένιωσε οργή, για άλλη μια φορά τα έβαλε με τον εαυτό του. Πως γινόταν να μην το κατάλαβε νωρίτερα. Ήταν ο θόρυβος, ήταν η ζαλάδα του, ήταν το παράδοξο και το ξαφνικό των όσων του συνέβαιναν αλλά δε μπορούσε να το δικαιολογήσει οτι δεν το κατάλαβε νωρίτερα. Τα πόδια της δεν ήταν πόδια γυναικεία. Κοίταξε το πρόσωπο της. Πέρα απο τα όμορφα χαρακτηριστικά ήταν ξεκάθαρο οτι δίπλα του καθόταν ένα αγόρι. Κάτω απο τα ράσα ένας άντρας με τρόπους και ενδυμασία γυναίκας τον είχε ξεγελάσει. «Κοίταξε τι θα σου κάνουν» έλεγε κι υπήρχε κάτι υποκριτικό στο δήθεν τρόμο των εκφράσεων του.

Το φως έκλεισε στο δωμάτιο. Άνοιξε η πόρτα και το μουσικό κουτί άρχισε να ξαναπαίζει.
“Σε παρακαλώ, σταμάτα” φώναξε ο tom
“Τα έχω καταλάβει όλα, ξέρω ποιος είσαι.”
Η πόρτα ξανάνοιξε και έκλεισε πάλι. Βρισκόταν πάλι μόνος του στο δωμάτιο. Μήπως δεν έπρεπε να μιλήσει. Μήπως δεν έπρεπε να φωνάξει αλλά να μιλήσει ψιθυριστά. Μήπως κι ο άγνωστος επισκέπτης του ήταν σύμμαχος του σ’αυτή την ιστορία. Λίγες στιγμές μετά η πόρτα ξανάνοιξε και μαζί και τα φώτα. Στο δωμάτιο μπήκε ο νεαρός, τον αναγνώρισε αμέσως και δεν ήτανε καν θηλυπρεπής, πως ήτανε δυνατόν να τον ξεγέλασε.
Πριν προλάβει να πει κάτι ο Tom, ο νεαρός του έκλεισε το στόμα με το χέρι και μετά τον φίμωσε με μονωτική ταινία.
“Ας τελειώνουμε μια ώρα νωρίτερα τότε” είπε.

Τράβηξε κάτω απο το κρεβάτι ένα δίσκο με εργαλεία βασανιστηρίων. Έβαλε πάλι το μουσικό κουτί και καθώς έκοβε το σώμα του tom σιγοτραγουδούσε πάνω στη μελωδία

Τρίτη, Δεκεμβρίου 05, 2006

Don't talk to strangers

Ο Tom κατέβηκε τσαντισμένος απο το σπίτι μετά απο άλλον ένα τσακωμό με τη Marianna. Μόνιμος λόγος διαμάχης τον τελευταίο καιρό η εμμονή της να φύγουν απο την πόλη, γιατί έγινε επικίνδυνο μέρος για το παιδί τους. Να πάνε σε ένα μικρό σπίτι στα προάστια ή στην επαρχία, να ζήσουν σε πιο χαλαρούς ρυθμούς. Ο Tom βέβαια γύρναγε σπίτι καθημερινά φορτωμένος με προβλήματα και άλλο ένα που του έλλειπε ήταν η συζυγική μουρμούρα.

Πηγαίνοντας προς το αυτοκίνητο και προσπαθώντας να ηρεμήσει τον εαυτό του, αποφάσισε να συνεχίσει με τα πόδια, έτσι κι αλλιώς είχε όμορφη μέρα και δε θα πήγαινε ιδιαίτερα μακριά. Ήτανε μέρα εκλογών και στο εκλογικό κέντρο θα υπήρχε συνωστισμός απο αυτοκίνητα – ένας λόγος παραπάνω. Σκέφτηκε οτι με το περπάτημα θα μπορέσει να τα μετρήσει τα πράγματα καλύτερα, να δει ψύχραιμα τί αποφάσεις μπορεί να πάρει, όμως σύντομα ξέχασε τα πάντα και απόλαυσε τη διαδρομή παίρνοντας βαθιές ανάσες και χαμογελώντας στους περαστικούς.

Ένιωσε έκπληξη και ο ίδιος απο αυτή την απότομη αλλαγή της διάθεσης του. Μία ακόμα μέρα ρουτίνας και προβληματισμού όπως όλες οι άλλες πήρε διαφορετική τροπή. Έστριψε αριστερά και ανέβηκε προς το λόφο αντί να συνεχίσει ευθεία προς τον προορισμό του, για να κάνει μεγαλύτερη βόλτα, να παρατείνει τις καλές στιγμές της μέρας πριν ψηφίσει και ξαναγυρίσει στα ίδια.

Ο ενθουσιασμός του έκανε τα βήματα πιο μεγάλα και πιο γοργά και όταν έφτασε στην κορυφή του λόφου είχε αρχίσει να ιδρώνει και να κουράζεται. Ήταν τελικά πιο μακριά απο ότι το υπολόγιζε και κοιτώντας πανοραμικά την πόλη είδε οτι το εκλογικό του κέντρο ήταν αρκετή απόσταση. Παρόλαυτα χωρίς καθόλου βιασύνη κάθισε σε ένα βράχο και απλά κοίταζε. Απέφυγε να κοιτάξει το ρολόι του, δεν ήθελε να ξέρει τι ώρα είναι, τί θα έκανε όταν γύριζε, τί θα έπρεπε να πει για ποιό λόγο άργησε. Μόνο κοίταζε.

Πριν έρθει το παιδί ήταν ευτυχισμένοι. Φτιάχναν την κάθε μέρα τους πιο όμορφη απο την άλλη. Κοιταζόντουσαν στα μάτια και τους ήταν αρκετό. Ανεβαίναν ψηλά και αγναντεύαν την ευτυχία. Ύστερα απο όταν μάθανε οτι περιμέναν το παιδί, η Marianna τρομοκρατήθηκε. Φοβόταν το οτιδήποτε. Τρόμαζε με το τί μπορει να συμβεί, οτιδήποτε γινόταν στη χαώδη πόλη τους, τό νιωθε να εκτυλίσσεται στην αυλή τους. Το νιωθε να της χτυπάει την πόρτα. Και κλείδωνε. Κλειδωνότανε μόνη με τους φόβους της.

Πετάχτηκε απότομα όταν ένα χέρι τον ακούμπησε στον ώμο.
Απαλό ακούμπημα.
Γυναικείο χέρι.
Άγγιγμα διστακτικό, όχι συνηθισμένο να αγγίζει άλλα σώματα.
Γύρισε ξαφνιασμένος και είδε μια ηλικιωμένη καλόγρια να του μιλάει. Σαν οι αισθήσεις του να επανέρχονταν μία μία, πρώτα ένιωσε το άγγιγμα, μετά είδε την καλόγρια, αργότερα κατάλαβε οτι ένας εκκωφαντικός θόρυβος τον εμπόδιζε να ακούσει τί του έλεγε. Πίσω της ένα πούλμαν περασμένης εποχής ίσα που στεκόταν να μην κυλήσει στην κατηφόρα, έβγαζε ένα βουητό που σκέπαζε τα πάντα. Ο tom αναγκάστηκε να καλύψει τα αυτιά του με τα χέρια του – η φασαρία ήταν ανυπόφορη. Η καλόγρια έκανε νόημα στην οδηγό να σβήσει τη μηχανή.

Οι καλόγριες πρέπει να ήταν πάνω απο τριάντα και ψάχναν το ίδιο εκλογικό κέντρο που θα πήγαινε ο Tom, κι όμως δεν είχαν καμία επαφή με την πόλη, έμοιαζαν να είναι απο άλλο τόπο, απο άλλη εποχή. Είχαν απλώσει πάνω στο ταμπλό της οδηγού ένα τεράστιο παμπάλαιο χάρτη της πόλης. Ο tom δέχτηκε να ανέβει στο πούλμαν και να τους πεί πώς να πάνε. Η μηχανή πήρε πάλι εμπρός και μαζί της ο ανελέητος θόρυβος που απο μέσα απο το πούλμαν ακουγόταν πιο δυνατός. Ο tom δοκίμασε να σταθεί όρθιος, ήταν αδύνατο όμως σ' αυτό το παλιο λεωφορείο που τον πέταγε απο πλευρά σε πλευρά σε κάθε στροφή και κάθισε σε μια ελεύθερη θέση δίπλα σε μια νεαρή καλόγρια στη δεύτερη σειρά, ώστε να μπορεί να δίνει και τις οδηγίες.

Η νεαρή κάτι φάνηκε να του λέει κι ο tom έσκυψε προς την πλευρά της να ακούσει. Ήταν αδύνατο, μίλησε πολύ σιγά και για να σκεπάσει το θόρυβο και να ακουστεί θα έπρεπε να φωνάζει. Η νεαρή καλόγρια ντράπηκε και γύρισε να κοιτάει προς τα έξω. Μετά απο λίγο και ενώ ο tom πάσχιζε να εξηγήσει με νοήματα πού έπρεπε να πάνε η νεαρή μάζεψε όλο το θάρρος της, άρπαξε σφιχτά τον tom απο το μπράτσο και του μίλαγε με πάθος. Ο tom δε μπορούσε να καταλάβει λέξη όσο κι αν προσπαθούσε. Η καλόγρια μιλούσε γρήγορα και αγχωμένα, το πρόσωπο της ήταν γεμάτο ένταση και εκφραστικότητα, έκανε ξαφνικές κινήσεις με το ένα χέρι της, ενώ το άλλο κράταγε σφιχτά τον tom. Αυτός είχε αρχίσει να ζαλίζεται. Ο θόρυβος ήταν ανυπόφορος, τον ένιωθε να τρυπάει το κεφάλι του, άρχιζε να θολώνει η σκέψη του. Η καλόγρια είχε γραπωθέι πάνω του κι ο tom μία προσπαθούσε να την καταλάβει, μία να δει τον δρόμο και άμα πηγαίνανε σωστά αν και του φαινόταν πως ήταν ακόμα πάνω στο λόφο σα να μην είχαν προχωρήσει ούτε μέτρο.
Η νεαρή με το χέρι της σήκωσε το ράσο της και απελευθέρωσε τα νεανικά της πόδια. Ήταν κατακόκκινα, γδαρμένα, με φρέσκες πληγές που είχαν πάνω αίμα. Ο tom προσπαθούσε να εστιάσει, ο ήχος της μηχανής του είχε σπάσει το μυαλό.

Ο θόρυβος της μηχανής, ο θόρυβος της μηχανής, ο θόρυβος της μηχανής,
ο θόρυβος της μηχανής, ο θόρυβος της μηχανής, ο θόρυβος .....

(συνεχίζεται)