Δευτέρα, Απριλίου 21, 2008

0/4 - Οράτιου μεταμόρφωσις

Μπορεί οποιοσδήποτε να σκεφτεί ένα άτομο χωρίς απαιτήσεις. Ένα άτομο ντροπαλό που κάνει αναντίρρητα αυτά που του ζητάνε όσο καλύτερα μπορεί και ποτέ δεν προβάλει τα δικά του θέλω. Ένα έρμαιο των επιθυμιών των άλλων. Μπορούν όλοι να θυμηθούν κάποιον που συνάντησαν στο παρελθόν και ίσως τον εκμεταλλεύτηκαν. Τέτοιος άνθρωπος ήταν ο Οράτιος. Μόνο που είχε κατακόκκινα μαλλιά. Δύσκολα συναντάς άνθρωπο με τόσο έντονα φυσικά κόκκινα μαλλιά.

Ο Οράτιος μεγάλωσε σε χωριό και οι παρέες του ήταν λιγοστές. Πριν τελειώσει το σχολείο ο πατέρας του τον πήρε να δουλεύει στα χωράφια απο το πρωί ως το χάραμα. Αυτός δεν έφερε καμιά αντίρρηση, έτσι κι αλλιώς δεν του πρόσφεραν τίποτα τα γράμματα, μέσα του ένιωθε πως άλλο ήταν το ταλέντο του. Ήξερε πως είναι γεννημένος για να τραγουδάει.

Στο χωράφι, την ώρα που όλα τα εργαλεία δούλευαν και κανείς δεν άκουγε τίποτα άλλο παρά το βουητό της μηχανής, ο Οράτιος τραγουδούσε δυνατά με την ψυχή του. Παρότι δεν άκουγε ούτε ο ίδιος τη φωνή του, τα έδινε όλα για το αόρατο ακροατήριο του. Με το τραγούδι ενιωθε θεός και καμιά φορά ξεχνιόταν και παρατούσε τη δουλειά και άρχιζε τα χορευτικά μέχρι να τον προσγειώσει στην πραγματικότητα μια γερή σφαλιάρα απο τον πατέρα του.

Το βράδυ στο σπίτι τα άκουγε ένα χεράκι απο όλη την οικογένεια.
«πανάθεμα τονε γυναίκα τον κοκκινοτρίχη, αντί να δουλεύει αρχίζει και χορεύει και τονε γελάνε όλοι οι εργάτες, έλα δω βρε αχαΐρευτε, τι σε χει πιάσει και μας κάνεις ρεζίλι έτσι» φώναζε μασουλώντας κρέας σαν αγροίκος ο πατέρας

«οράτιε, δεν πιστεύω να μας βγεις τοιούτος.. τι χοροί και ρεζίλια ακούω μέσα στα χωράφια.. γιαυτό βρε δεν πας στον σινεμά με την σοφία της κυρα όλγας? Για πάμε να πλυθείς και να πας στον σινεμά, θα σε κάνω εγώ άντρα με το ζόρι» επέμενε η μάνα του

μόνο ο παππούς δεν ανησυχούσε «η δουλειά θα τον στρώσει το μικρό. Βάλτον να δουλεύει 14 ώρες τη μέρα και θα σου πω εγώ αν αντέχει μετά τραγούδια και πανηγύρια. Δε θα ρθεί κι η ώρα του να πάει φαντάρος? Εκεί θα στρώσει για τα καλά»

Το έργο στο σινεμά ήταν γουέστερν και το Σοφάκι όλο αναστέναζε λοξοκοιτάζοντας τον Οράτιο κι εκείνος βαριόταν αφόρητα όλο το σκηνικό μα το ανεχόταν όπως όλα τα υπόλοιπα θλιβερά σκηνικά στη ζωή του. Όλο το βράδυ το σοφάκι φλυαρούσε πως ονειρεύεται να μάθει την τέχνη της μάνας της, να ράβει κι αυτή ρούχα και μια μέρα να ανοίξει μαγαζί στο χωριό και να φέρνει υφάσματα απο την πόλη. « Εσένα οράτιε ποιά είναι τα όνειρα σου? Τι θέλεις να κάνεις πιο πολύ»

«Τίποτα. Εδώ, στο χωριό» ξέκοψε ο οράτιος και καληνύχτησε το Σοφάκι χωρίς το φιλί που τόσο ήλπιζε αυτή να της δώσει. Ο Οράτιος κρατούσε το μυστικό του σφιχτά και αν ποτέ αποκάλυπτε πως ονειρεύεται μια μέρα να πάει στην Αθήνα να τραγουδήσει, θα το έκανε σε άτομο που θα επέλεγε αυτός.

Αυτό έγινε ενα απόγευμα μετά τη δουλειά. Ο πατέρας του φόρτωσε τα εργαλεία και τα σακιά στο αυτοκίνητο και έτσι δεν έμενε χώρος για το γιο του. «εσύ τράβα μέχρι το σπίτι με τα πόδια, όπως πάνε κι οι εργάτες». Καθώς ο Οράτιος προχωρούσε στη δημοσιά και οι εργάτες είχανε σχηματίσει ομάδες, ένας Αλβανός πλησίασε τον κοκκινομάλλη νεαρό που σιγοτραγουδούσε Μαζωνάκη. «σε έχω ακούσει να τραγουδάς στο χωράφι. Έχεις πολύ καλή φωνή» Ο οράτιος είχε παγώσει. «θέλω να σε ακούσω να τραγουδάς χωρίς να κάνουν φασαρία τα μηχανήματα. Έλα το βράδυ στο σπίτι μου. Πιστεύω έχεις πολύ καλή φωνή» Ο Οράτιος δεν αποκρίθηκε μα ο Αλβανός συνέχιζε «σε περιμένω το βράδυ»

Το βράδυ ο Οράτιος προτίμησε να δει τηλεόραση, μα σύντομα ο πατέρας που είχε μεθύσει απο νωρίς τον διέταξε να τσακιστεί να πάει για ύπνο. Χωρίς να αντιμιλήσει ο μικρός ξάπλωσε στο κρεβάτι του και άκουγε τους τσακωμούς απο το διπλανό δωμάτιο. Η μάνα του ούρλιαζε, όχι τόσο γιατι την ενοχλούσε ο μεθυσμένος άντρας της, αλλά περισσότερο επειδή λάτρευε τις νυχτερινές αυτές μάχες. Ήταν η μοναδική έντονη στιγμή που της πρόσφερε η ημέρα. Και τότε ο Οράτιος αποφασιστικά τράβηξε την κουβέρτα απο πάνω του. Ντύθηκε και βγήκε κανονικά απο την πόρτα του σαλονιού. Ούτε που το κατάλαβαν οι γονείς του μέσα στο χάος του τσακωμού τους. Σε λίγη ώρα ήταν στο σπίτι του Αλβανού. Αυτός του άνοιξε φορώντας μόνο ένα τζην παντελόνι.
«Ήρθα να σου τραγουδήσω»

Λίγη ώρα μετά ο Οράτιος είχε τραγουδήσει για πρώτη φορά τόσο δυνατά και απελευθερωμένα και είχε κάνει για πρώτη φορά έρωτα στη ζωή του με τον Αλβανό.
«Λοιπόν, σου άρεσα?» ρώτησε διστακτικά ο μικρός
«είσαι πολύ γκαβλωτικό αγόρι»
«εννοώ το τραγούδι μου σου άρεσε»
«πως? Ναι καλός είσαι. Το χεις. Πως σε λένε?»
«Οράτιο»

«χαχα, οράτιο? Ελπίζω να μη σκοπεύεις να γίνεις γνωστός με αυτό το όνομα»
«γιατί τι εχει το όνομα μου»

«χαχα τι λες αγορι μου χαχα. Ποιος θα πηγαινε να ακούσει κάποιον που το λένε οράτιο.. κι αυτό το μαλλί. Μάλλον θα έπρεπε να το βάψεις κάποιο χρώμα που να υπάρχει.. γιατί με το κόκκινο και το όνομα οράτιος θα γίνεις ανέκδοτο»
Ο οράτιος καθόταν αμίλητος, γυμνός και ντροπιασμένος
«αν και με τέτοιο κωλαράκι δεν το αποκλείω να κάνεις καριέρα» είπε ο Αλβανός και χούφτωσε το εν λόγω κωλαράκι ελπίζοντας σε δεύτερο γύρο.
Ο Οράτιος άρπαξε ένα βαρύ τασάκι απο το κομοδίνο και το έφερε στο κεφάλι του Αλβανού. Πριν αυτός προλάβει να καταλάβει τι συμβαίνει, ο Οράτιος τον είχε καβαλήσει και τον χτυπούσε δυνατά με το τασάκι τραγουδώντας. Σταμάτησε μόνο όταν ο Αλβανός πια δεν αντιστεκόταν και το κεφάλι του είχε γεμίσει αίματα. «χα, και τα δικά σου μαλλιά είναι κόκκινα τώρα» σκέφτηκε ο Οράτιος και ντύθηκε να γυρίσει στο σπίτι.

Συνέχισε να δουλεύει στο χωράφι μέχρι τα 17 που ήρθε η ώρα να πάει στο στρατό. Δεν αντιμιλούσε ποτέ στους γονείς του. Βγήκε μερικές φορές με το Σοφάκι και πάντα τη γυρνούσε σπίτι χωρίς φιλί. Σπανίως τραγουδούσε πια όταν δούλευε. Θα το έκανε μια και καλή όταν απολυόταν απ το στρατό. Για όσους τον γνώριζαν τίποτα δεν άλλαξε στον Οράτιο. Παρέμενε το ίδιο σιωπηλό και άβουλο παιδί.
Παρότι δεν ήταν για κανένα ορατή, η μεταμόρφωση του Οράτιου είχε συντελεστεί.

Δευτέρα, Απριλίου 14, 2008

0/4 - Φόντας, επάγγελμα: "λογιστής"


Ο Φόντας είχε μείνει 6 μήνες στη μονάδα και είχε έρθει η ώρα για τη μετάθεση του. Θα πήγαινε πίσω στην Αθήνα, οι υπηρεσίες θα αραίωναν, ε, λογιστής ήταν, πίστευε θα βολευόταν κι εκεί σε κανα γραφείο να χει και το χρόνο για τις “δουλειές” του. Κι ο Φόντας, ο μυστηριώδης αυτος φαντάρος με τις πολλές μεταπτώσεις στη συμπεριφορά του, έκανε τον αποχαιρετισμό του αξέχαστο σε όλο το στρατόπεδο.

Απο το πρωί με ένα μπουκάλι τσικουδιά στο χέρι, έφερε βόλτα όλη τη μονάδα για να παραδώσει οπλισμό κράνη εξαρτύσεις, να κάνει τα χαρτιά του στο διοικητήριο και να αποχαιρετήσει φαντάρους και αξιωματικούς και δώστου οι τσικουδιές, και δώστου τα κεράσματα και δώστου τα εβίβα. Και δίπλα σε όλο αυτό το σκηνικό, ο Φόντας έβαλε τον πιτσιρικά τον Οράτιο που ήταν ψωνάρα και δήλωνε τραγουδιστής να τον ακολουθεί απο δίπλα και να τραγουδάει όλη μέρα «απολύομαι, απολύομαι, απολύομαι μωρό μου και τρελαίνουμαι».

Πως τον έπεισε? Δε χρειάστηκε. Υπο άλλες συνθήκες άλλο φαντάρο θα έπρεπε να τον δελεάσεις με απαλλαγή απο καμιά υπηρεσία, με καμια κούτα τσιγάρα ή κανα τσοντοπεριοδικό, μα αυτό το 18χρονο επαρχιωτάκι ήταν ειδική περιπτωσάρα. Ο Οράτιος μακάρι να μπορούσε να το κάνει κάθε μέρα, το μόνο που τον ένοιαζε ήταν να τραγουδάει, ακόμα και αν ήταν να λέει το ίδιο τραγούδι για ώρες. Εντάξει σίγουρα ένα ποτήρι τσικουδιά με 2-3 χαπάκια μέσα, λειτούργησε ενισχυτικά στις αντοχές του Οράτιου, αλλά αυτό ήταν που αγαπούσε και αυτό θα έκανε με ευχαρίστηση όλη μέρα. Μόλις απολυόταν θα κατέβαινε στην πρωτεύουσα να διεκδικήσει δουλειά σε νυχτερινό κέντρο ή να χωθεί σε κανα ριάλιτι. Μέχρι τότε τραγούδαγε απολύομαι και τρελαίνομαι για το Φόντα.

Ο οποίος Φόντας, τους χαιρέτησε όλους έναν έναν και μάλιστα κάποιους ιδιαίτερα εγκάρδια παρότι με κανέναν απο αυτούς σε όλη του τη θητεία δεν είχε ιδιαίτερες παρτίδες. Παράξενο πράγμα η φυγή απο την παραμεθώριο, το Φόντα τον χτύπησε κατακέφαλα. Ο μυστηριώδης λογιστής φίλησε δύο και τρεις και τέσσερις φορές τον υποδιοικητή και του λεγε «να σαι πάντα καλά άνθρωπε μου, πάντα καλά» με υπόκρουση Οράτιου σε λα μινόρε. Ο υποδιοικητής άναυδος έλεγε μέσα του «πάει αυτό τον χάσαμε, ίσως πρέπει να κάνουμε καμιά έφοδο για ναρκωτικά στους θαλάμους, γιατί έχει παραπάει η κατάσταση» και την ίδια ώρα έπινε μονορούφι την τσικουδιά με το κοκτέιλ χαπιών.

Πρότελευταίο ο Φόντας άφησε το μάγειρα που τόσο καιρό τον τάιζε φρέσκο γκοτζίλα και εκλεκτό εγκυτιωμένο τυρί δεκαετίας, γιαυτό του έκανε και σπέσιαλ περιποίηση με περισσότερα απο τα κίτρινα χαπάκια.
«Τι ναι ρε κερατά αυτά τα κίτρινα που κολυμπάνε στο ποτήρι, πας να με πεθάνεις?» φώναξε υποψιασμένος ο μάγειρας, μα ο Φόντας τον καθησύχασε λέγοντας του πως είναι χάπι-μάσκα για να μην βρισκουν την τσικουδιά στα αλκοτέστ.

Τελευταίο άφησε το Μπεν. Τον θυμόσοφο αρουραίο των μαγειρείων.
Ο Μπεν στη γωνία του περίμενε να δει αν ο Φόντας θα τον θυμόταν. Καμία νευρικότητα φαινομενικά, η ποντικοκαρδούλα του όμως ήξερε πόση αγωνία είχε βαστήξει αφού περίμενε πολλά πράγματα μελλοντικά απο το Φόντα.
«εσένα θα ξεχνούσα βρωμερό τρωκτικό? » φώναξε πειράζοντας τον ο Φόντας και του έκανε φιλικά πατ πατ στην πλάτη
Ο Μπεν δήθεν αδιάφορος έπιασε ένα μήλο απο το σακί και έκανε να το μασουλήσει, όμως αμέσως έβαλε ένα ουρλιαχτό και έπιανε το στόμα του.
"Σκατά, πάλι μήλο δάγκωσα, τί το θελα, τα χω καταματώσει τα ούλα μου" μονολογούσε ο Μπεν κι ο Φόντας σκέφτηκε για λίγο να του πει πως ίσως να φταίει που τα βράδια ο Μπεν βγαίνει και δαγκώνει πόδια γριών γυναικών, αλλά ήταν μέρα χαράς και συνεργασιών και είπε να το αφήσει να το πάρει το ποτάμι. Άλλωστε τί, να κριτικάρει τον αρουραίο που δαγκώνει γριές? Αυτου του είπε κανεις γιατί ως λογιστής κλέβει την εφορία?

Α, στο μεταξύ ο Οράτιος δεν πτοήθηκε σε καμία φάση. Συνέχιζε το τραγούδι του.

-Τί θα γίνει ρε Φόντα με την περίπτωση μας? Θα κάνουμε τη δουλειά?

-Κανονικά Μπεν. Μη φοβάσαι τίποτα. Περιμένουμε 3 μηνάκια να απολυθώ και βάζουμε μπροστά. Εσύ παίξτο βασιλιάς εδώ, με τις πατατούλες σου, τα κονέξια σου, τα πυροφάνια στους νέους και το αραλίκι σου. Μη δίνεις αφορμές οτι θα το σκάσεις κάποια στιγμή.

-Να σε εμπιστεύομαι ρε Φόντα? Δηλάδή που ξέρω εγώ πως δε θα την κάνεις και μετά μην τον είδατε?

-Αφού σε χρειάζομαι όσο με χρειάζεσαι βρε αδερφέ. Τα χουμε πει χιλιάδες φορές?

-Και δηλαδή μετά όλο σαμπάνιες και γλυκά πολλά για σένα και γριούλες για μένα και σαλπάρισμα σε κότερα εσύ πάνω με τις γκομενίτσες κι εγώ κάτω στο αμπάρι με σαλάμια και τυριά?

-Έτσι και καλύτερα.
Λοιπόν όλο το στρατόπεδο για δυο μέρες θα είναι στον πλανήτη χάπι. Μιλάμε, τους έχω ποτίσει όλους πράμα που θα τους κρατήσει στην κοσμάρα τους για όσο χρειαζόμαστε. Μόλις φύγω, αύριο - μεθαύριο με το καλό, τρυπώνεις στο διοικητήριο και παίρνεις το κόκκινο τετράδιο του υποδιοικητή.

- Το κόκκινο είπαμε έ? Γιατί το χα μια αγωνία οτι θα μπλεξω τα χρώματα, κάτσε ρε αδερφέ να το γράψω, κο κκι νο..

- Το κόκκινο ναι. Το εξαφανίζεις. Θες να το φας? Φατο, θες να το κάψεις? Μόναχα να εξαφανιστεί. Εγω θα είμαι υπεράνω υποψίας, θα ‘χω φύγει, εσένα ποιος να σου μιλήσει, δε θα το βρίσκουν, θα το θεωρήσουν χαμένο, κι όλα τα τηλέφωνα και τα στοιχεία της ατζέντας θα ‘ναι στα χέρια μας χωρίς κανείς να το ξέρει.

- Και μετά απολύεσαι και βάνουμε μπρός? Ρώτησε με αγωνία ο αρουραίος.

Την απάντηση του Φόντα την κάλυψαν οι δυνατές κορώνες του Οράτιου. «μωρό μου καί τρελαίνομαι.. και τρελαίνομαι... και τρελαίνουμαι»

Δεν τρελάθηκε όμως ο Οράτιος. Ψώνιο ήτανε, αλλά όχι και χαζός. Καθώς ο Φόντας έφυγε και όλο το στρατόπεδο ήτανε μεταξύ παραισθήσεων, πονοκεφάλων και ξερασμάτων, ο Οράτιος παρακολούθησε το Μπεν που βγήκε τρέχοντας με το τετράδιο και το έθαψε δίπλα στη βόρεια πύλη.
Το ίδιο βράδυ άφησε τη σκοπιά του και έσκαψε για το τετράδιο. Τώρα πια ήταν στα χέρια του. Έκανε να το διαβάσει όμως ήταν όλα θολά και πολύχρωμα και του χαμογελούσανε. Δε μπορούσε και ήξερε τι έφταιγε:
«Ουφ, αν τραγουδήσω ποτέ σε μεγάλη πίστα, δεν υπάρχει περίπτωση, θα την απαγορεύσω την τσικουδιά»

Τρίτη, Απριλίου 08, 2008

0/4 - Μπεν, ο θυμόσοφος αρουραίος

Ο Μπεν, ο τριχωτός αρουραίος, μετα από 32 συνεχή χρόνια στην μονάδα πεζικού άρχισε να ψάχνεται για σύνταξη. Κάτι θα πήρε το αυτί του για ασφαλιστικό και όρια ηλικίας και όλο το έφερνε απ’ έξω απ’ έξω στο μάγειρα, δήθεν αδιάφορος και υπεράνω, μα πραγματικά αναστατωμένος στο λαμπρό ενδεχόμενο να ζήσει την υπόλοιπη ζωή του αραχτός σε κάποιο πλημμυρισμένο από σκοτάδι υπόγειο να μασουλάει τυριά και μήλα, εισπράτωντας αυτή την αναπάντεχη σύνταξη. Όπως το περιγράφανε όλοι φαινότανε πολύ καλή φάση. Αφού δεν κολλάς ένσημα ήταν η απάντηση του μάγειρα μα ο Μπέν ο αρουραίος δεν ήξερε τι είναι αυτά τα ένσημα ούτε πως τα κολλάς και μια δυό φορές μόνο είχε κολλήσει ο ίδιος στο καζάνι όταν πιάστηκε το τρίχωμα του σε καμένο βούτυρο.

Και καθώς οι μέρες περνούσαν, η συζήτηση για μισθούς και συντάξεις όλο και φούντωνε στα μαγειρεία και στις τουαλέτες. Χαρακτηριστικά ο Μπεν ο αρουραίος είχε προσέξει έναν νέο χωμένο στη λάντζα που είχε μπροστά του να πλύνει 4 καζάνια με κολλημένη ομελέτα και παρόλαυτα γέλαγε δυνατά και έλεγε στους υπόλοιπους πως έχει καλά επικουρικά και πως το ταμείο του δεν ενοποιήθηκε. Ακατανόητα πράγματα ακόμα και για έναν ευφυή αρουραίο. Ο Μπεν μάλιστα, κάποια μέρα που λιαζόταν στο παράθυρο των λουτρών, συνέλαβε τον εαυτό του να νιώθει συμπάθεια για τους γυμνούς φαντάρους που μεταξύ κρύου μπάνιου και όρθιας αφόδευσης, κλαίγονταν που θα δουλεύουν όλη τους τη ζωή για να πάρουν ένα κομμάτι ψωμί σύνταξη. Σύντομα όμως ο Μπεν απέβαλε αυτή τη συμπάθεια, μόλις συνειδητοποίησε πως ο ίδιος βρίσκεται στην άλλη άκρη. Είναι ήδη εκεί, στο σημείο που έχεις φάει όλη σου τη ζωή στα μαγειρεία και καθώς πλησιάζουν τα γεράματα δεν βλέπεις προοπτική ανταμοιβής.

«Τι δουλειά ρίχνεις εσύ ρε? Εσύ είσαι ένας χαραμοφάης αρουραίος των στρατοπέδων» άρχισαν να τον πικάρουν οι υπόλοιποι αρουραίοι κι ο Μπεν έκανε να εξηγήσει το λειτούργημα που ασκεί διαπαιδαγωγόντας γενιές και γενιές φαντάρων μα τα γέλια και οι ειρωνίες δυνάμωναν. Έτσι, με τη ψυχραιμία που τον χαρακτηρίζει, παρέμεινε υπεροπτικά σιωπηλός και πήρε απόφαση να ξεκόψει από το ίδιο βράδυ κιολας τις πολλές πολλές παρτίδες με τους ποντικούς, νησάφι πια με τα γελοία τρωκτικά. Βγήκε μαζί τους για μια αποχαιρετιστήρια νυχτερινή επιδρομή στα πέρα αλώνια όπου στην αυλή της εκκλησιάς του Αη Γιώργη που είχε ολονυχτία, ο Μπεν δάγκωσε το πόδι μιας γριάς. Το αίμα της ήταν πολύ γλυκό για την ηλικία της.

Το επόμενο πρωί ο Μπεν ξύπνησε χωμένος στις πατάτες, με τη γεύση του αίματος ακόμα στο στόμα του. Δίπλα του ένας στρατιώτης ανακάτευε το καζάνι. Ο μάγειρας στο βάθος πάλευε να ξύσει την πλάτη του με μια κουτάλα.
« Δε μου λες Φοντα, είμαι εγώ χαραμοφάης?» ρώτησε ο Μπεν το στρατιώτη
« Εσύ χαραμοφάης? Εσύ είσαι το σύμβολο της μονάδας. Ο εμψυχωτής του στρατεύματος» είπε ο Φόντας χωρίς να ξεκολλήσει τα μάτια του από το καζάνι.
« Δε δικαιούμαι μια ανταμοιβή»
« Αγαλμα πρέπει να σου στήσουνε μεγάλε» συνέχισε τις αβάντες ο Φόντας
« Δε πρέπει να μου δώκουνε κι εμένα μια σύνταξη όταν γεράσω?» συνέχισε να ψάχνει το δίκιο του ο Μπεν.

Ο Φόντας παράτησε την κουτάλα και κοίταξε αν τους βλέπει ο μάγειρας. Κάθισε δίπλα στον αρουραίο. Του πρόσφερε τσιγάρο. Καπνίσανε λίγη ώρα και ο Φόντας του εξήγησε τη θεωρία του περι πρόωρης συντάξεως, αναδιανομής εισοδήματος, προκαταβολές από χρηματαποστολές τραπεζών, διεκδίκηση του ονείρου και απαίτηση για βασικό μισθό 850 ράβδους χρυσό μηνιαίως.
« Γιατί να πληρώνεις μια ζωή, ενώ μπορείς να εισπράξεις τώρα?» ήταν το συμπέρασμα του Φόντα που γοήτευσε τον αρουραίο.

Κοιτούσε το Φόντα που χαμογελαστός ανακάτευε πάλι το καζάνι λες και μέσα εκεί είχε χωρέσει όλα τα μαγικά συστατικά να πετύχει τα σχέδια του και το μόνο που απέμενε ήταν να τα ανακατεύει λίγο υπομονετικά και ο Μπεν ονειρευόταν ένα νέο ξεκίνημα μακριά από μια ζωή γλίτσας, μόχθου και αισχάτως αχαριστίας.
Έβλεπε το μυστηριώδη Φόντα να φοράει μακρυμάνικη παραλλαγή μέσα στο κατακαλόκαιρο και φανταζόταν πως από μέσα έχει τατουάζ σε όλο το σώμα του, ή βαθιές ουλές, ενθύμια από επικίνδυνες επιχειρήσεις. Τον φανταζόταν υπερκατάσκοπο και κασκαντέρ. Μπον βιβέρ και αδίστακτο δολοφόνο. Μαζί θα γίνονταν εκατομμυριούχοι και θα ζούσανε τη ντόλτσε βίτα. Ξετρύπωσε από τα μαγειρεία και έτρεξε μέχρι το γραφείο του υποδιοικητή. Βρήκε το φάκελο του Φόντα.

Η πραγματικότητα απείχε πολύ από όσα φαντάστηκε.
Όνομα: Φόντας
Επάγγελμα: Λογιστής
Τόπος διαμονής: Κουκάκι
Ντόλτσε βήτα κατηγορίας και βγάλε.

Ίσως να είναι κάλυψη, παρηγορήθηκε ο Μπεν – για να μη τον βρίσκουν οι διώκτες του, μα βρίσκοντας μπροστά του χαρτί μολύβι και αριθμομηχανή, έκανε μερικούς γρήγορους υπολογισμούς. Αν ξεκινούσε με αυτά τα ένσημα τώρα ίσως προλάβαινε να πάρει μια μειωμένη του ΙΚΑ με ιατροφαρμακευτική περίθαλψη.

Παρασκευή, Απριλίου 04, 2008

Τα Σχόλια για τον Τρουμαν και η Παγκόσμια ημέρα

Έχω δει σε άλλα μπλογκς που κάνουνε ένα ποστ και απαντάνε στα κόμεντς του προηγούμενου. Δηλαδή ερχονται στο σημείο που πλεον δεν μπορουν να τη βολέψουν με τα κλασικά @ και ας πουμε δημιουργείται η ανάγκη για νέο ποστ ή έχει προκύψει καποια καλή συζήτηση που πιστεύουν πως αξίζει να συνεχιστεί.
Γιαυτό κι εγώ θα απαντήσω εδώ στα σχόλια για τους εφιάλτες του Τρούμαν. (εντάξει βασικά το μόνο που ήθελα ήταν να βάλω το βίντεο σε λινκ γιατί μου λένε οτι με embed δε μετράει τα views και προβληματίζομαι)
Λοιπον,

Ο David Santos είπε
I loved this post, have a good day και μετά διάφορα δικά του.

Χαίρομαι πολύ που ακόμα κι αυτός ο διάσημος Πορτογάλος βρήκε το βίντεο αξιόλογο.

Η Τανίλα πετάχτηκε, εκεί να πει την εξυπνάδα της
Fight are you sure you are human?

Επειδή ισχυρίστηκα πως ειμαι human στην ερωτηση του Σαντος αν ειμαι human. E ναι λοιπον Τανιλα, ειμαι human.

O Lazinio ειπε πως ο τρούμαν φαίνεται να απολαμβάνει τους εφιάλτες του. Μάλλον είναι emo.

Αγαπητέ λαζίνιο, ενας emo δε θα απολάμβανε ουτε καν τα καλύτερα όνειρα του, και ναι, εννοώ αυτά με την Evangeline Lilly γυμνή να του κάνει αυτό που νομίζεις 4, 8, 15, 16, 23, 42 φορές. Επίσης δεν τον είδα να το πολυαπολαμβάνει τον εφιάλτη εκεί που τρώει τη σακούλα στη μάπα και ο άλλος του φωνάζει τα ντούι ρε μαλάκα.

Η gogo ειπε tres bien le vido, le meteo. Κι εγώ τώρα πρέπει να υποκριθώ πως γνωρίζω γαλλικά και να της απαντήσω κάτι όχι πολύ άσχετο. Θα της πω μονο πως μετα απο εναμιση χρόνο μπλογκιν, ειναι ευχάριστο να σου σχολιάζουν αυτοι που ήξερες απο την αρχή.

Ο Παλαιών Πατρών που αλλάζει κάθε φορά όνομα και με μπερδεύει αναρωτήθηκε αν ο Σαντος όντως είδε το βίντεο ή αν κάνει κόπι πέηστ τα σχόλια. Προφανώς κάνει το δεύτερο και γιαυτό τον αγαπάμε κιόλας.

Μα καλά, κανεις δεν έχει διαβάσει το καταστατικό της Δεηβιδ Σαν Τος επε?

Και φτάνουμε στο απόλυτο RESPECT του μπλόγκ τον/την ανώνυμο/η.

se latrepsa pali sa theo se vromiko vomo. de mou les, sto IKEA eixe vatira greg louganis gia vathia pidimata sti xora tou ypnou? de boro allios na pao sto krevati. thelo ormi epitaxinomeni anomala , giati oi valerianas sto tilio me to ypnotiko mou den kanei douleia.

Στην ΙΚΕΑ ειχε ενα εργαλείο που βάζανε μέσα τα τραπέζια τα κρεβάτια και τις καρέκλες και τις πιέζανε για να δείξουνε την αντοχή τους κι αυτό έκανε κατσσσς κτσσσςςς και όλα τα αντικείμενα δείχνανε εκπληκτική αντοχή. Εδώ όμως να σε δώ. Στη βουτιά με φόρα πάνω στο κρεβάτι αν θα αντέξει ή οχι. Σκέψου πόσο θα είχε εκτεθεί ο Τρούμαν αν είχε σπασει το κρεβατι και αναγκαζόταν να το πληρώσει κι ολας.

episis giati ta hot dog einai gia hobbit? giati oi souidoi theloun na mas metamorfosoun se nanous-skylakia toy kanape? pos tha antistathoume stin anexelegti dynami tis vremmenis soudikis sanidas? kanei gia surf sto tzatziki? ta terastia wok tous psinoyn kala to giganti kalamari toy atlantikou? to kartoons poy kanoun boin boing pidontas tis plagies dokimazontai se peiramata kradasmikon fist boing? giati oi synadelfoi mou einai bourouxes?

Με ενα εβρο, αγορασα χοτ ντογκ χομπιτ, παγωτο μηχανής και ειχα δωρεαν καφε – προσβαση στο μπαρ οπου ηπια το golum. Και ακομα και αν κυριαρχησουν οι Σουηδοι οπως λες, πιθανοτατα θα πνιγουν το αμεσως επόμενο καλοκαιρι μεσα στο τζατζικι του πιτογυρου. Τώρα όσον αφορά όλα τα υπόλοιπα που ρώτησες, για τις σεξουαλικές σχέσεις μεταξύ άλμπατρος και κορμοράνων, για τη χειρουργική επέμβαση του Σάκη Ρουβά του Πειραιά και για την ξανθιά των Mazoo and the zoo, δυστυχώς δε μπορώ να σου απαντήσω.

Και καταλήγω στο οτι
ΣΗΜΕΡΑ ΕΧΟΥΜΕ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΜΕΡΑ ΚΟΜΕΝΤΣ, διάολε.

Παρακαλείσθε όπως επισκεφθείτε τα αγαπημένα σας και μη μπλογκς και τα πλημμυρίσετε με άφθονα κομμεντς. Η ποιότητα δεν έχει σημασία. Η ποσότητα είναι αυτη που μετράει αυτή τη μέρα. Δώστε κόμμεντς στον κόσμο. Κάντε τον απλό καθημερινό μπλόγκερ να νιώσει δημοφιλές*

Πέρυσι τη χρονιά τίμησαν απ όσο θυμάμαι οι

Downhill
Satya
Pieta
Κολοκυθι
Αγγελος Σπυρου
Misirlou Oubliez
Yo!Reekas
Pascal
Kwlogria
Oneiroghteyths
Argyrenia
Alicia
Tanila
Grafikos
Mosbros
Ampot
Kabamaru
Διαφοροι ανώνυμοι
Lex luthor
Gogo
Mantalena Parianos
Tsoula
Bloggoios
Switters
MAthilde
Bitch Girl
Novalis
Για την Αρλετα
Dr Stein
Symptom
Eteroxronismenos
Finally Connected
David santos (φυσικα)
Numb
Katerina
billzouk
Chris
Kyriakos o xasapis
Peeping Tom
Tasos
boywalkinginthewoods
confused
crucilla
Και βάζω μόνο αυτούς που απ οτι είδα κάνανε σε μένα και τη misirlou oubliez, όχι τους 4,500 χιλιάδες που τους έκανα εγώ.

Σκίστε τα όλα. Ελεύθερα.


*επίτηδες λάθος

Τρίτη, Απριλίου 01, 2008

Οι εφιάλτες του Τρούμαν

Ο Τρούμαν ήταν ένας φυσιολογικός άνθρωπος, σαν όλους μας*.

Ξυπνούσε το πρωί, ζούσε τη ρουτίνα του, πήγαινε στο γραφείο του και μετά πάλι πίσω να ξυπνήσει νωρίς το πρωί, να ζήσει τη ρουτίνα του.

Μέχρι που άρχισε να έχει εφιάλτες. Τρομακτικούς εφιάλτες με γέρους που χορεύουν γιάνκα με τη ψυχή στο στόμα.

Οι εφιάλτες όμως του δώσανε το απαραίτητο σοκ. Πλέον μπορούσε να δει την πραγματικότητα. Και η πραγματικότητα του επεφύλασσε μια μεγάλη έκπληξη..





*οι παράφρονες εξαιρούνται