Παρασκευή, Μαΐου 15, 2009

Επαγγελματίας επιβάτης

Έσκαγε ο τζίτζικας εκείνο το μεσημέρι στη Νέα Ορλεάνη. Η ζέστη ήταν αποπνυκτική κι εγώ καθισμένος στο αυτοκίνητο με την πόρτα ανοιχτή για να μπαίνει λίγος αέρας, σκούπιζα κάθε τόσο το μέτωπο μου με ένα βρεγμένο πανί. Αποπνυκτική δε νομίζω ότι γράφεται ετσι. Μήπως με ήτα? Τι σκατά, ούτε να ονειροπολήσεις λίγο δε μπορείς αν είσαι ανασφαλής ανορθόγραφος.

Ποια Νέα Ορλεάνη ρε, γελάει ο κόσμος. Έχουμε κολλήσει εδώ και 40 λεπτά στη γέφυρα Ροσινιόλ και δεν κουνιέται τίποτα. Υποτίθεται ότι ο συνοδηγός θα έπρεπε να αγχώνεται λιγότερο από τον οδηγό, ο οδηγός κάθε τόσο βάλε πρώτη, βάλε δευτέρα, ξαναβάλε πρώτη σταμάτα ξεκίνα, βρίσε τον μπροστά, ενώ ο συνοδηγός αράζει, παίζει με το ραδιόφωνο και κάθε τόσο γέρνει στο παράθυρο και φαντάζεται ιστορίες. Ο οδηγός έχει πιο ψυχοφθόρο καθήκον, αλλά έλα που αυτός εδώ είναι αναίσθητο γομάρι και μεταδίδει όλο το άγχος σε εμένα. Για τα νεύρα μου την πλήρωσε η γριά

«Πολύ κίνηση, και πρέπει να είμαι στις 4 στο αεροδρόμιο» τόλμησε και είπε

«Ποιο αεροδρόμιο κυρία μου, αν έχουμε ανέβει τη γέφυρα Ροσινιόλ τυχερή θα είστε»

Ο οδηγός με κοίταξε συνωμοτικά, μου έκλεισε το μάτι και συμπλήρωσε
«Άλλωστε έχουμε να πάμε και τον κύριο στο Κορωπί πρώτα»

«Ναι κυρία μου κι εγώ δουλειά έχω στο Κορωπί, αλλά δεν γκρινιάζω έτσι»


Τη στείλαμε αδιάβαστη τη γριά, όμως η κακομοίρα το δέχτηκε. Τι να πει κι αυτή η μαύρη, είχε που είχε την αγωνία της να προλάβει το αεροπλάνο, πέτυχε και στην κίνηση, τράβηξε και λαχείο επιλέγοντας το δικό μας ταξί.

Η δουλειά μου ήταν η εξής. Καθόμουν συνοδηγός στο ταξί.
Αυτό.
Κι όποτε παίρναμε πελάτη, μας έλεγε Νεα Σμύρνη, του λέγαμε ελα έλα βολεύει και δήθεν εγώ πήγαινα Παλιό Φάληρο, οπότε δώστου κύκλο, δώστου ταξίμετρο να έχει γράψει ήδη κανα πεντάευρο. Χωρίς να το καταλάβει ο πελάτης πλήρωνε κερατιάτικες κούρσες. Μετά ο οδηγός ξαναπέρναγε με μάζευε και πέρναμε τον επόμενο. Βολεύει.

Οπότε θα μπορούσε να μου πει κανείς, τι σκας. Σε ένα τρίωρο θα σχολάσεις, είτε πέσεις σε κίνηση είτε όχι. Εγώ όμως τρελαίνομαι με την κίνηση. Παρεπιπτόντως πριν που είπα τι τραβάει η γριά η μαύρη, το εννοούσα με μεταφορική έννοια, τι τραβάει η φουκαριάρα, όχι ότι είναι όντως μαύρη η γριά. Αυτό μπορεί να συναίβενε στη Νέα Ορλεάνη. Συναίβενε ή συνέβαινε? Σκατά, αυτος ο Μισισσιπής με αποσυντονίζει εντελώς.

Θυμάμαι και εκείνη και τρελαίνομαι. Μπεζ ψηλές γόβες, ωραία πόδια, ίδιο χρώμα ταγέρ, πόδια εταιρική ενδυμασία και φινέτσα. Έχει σχολάσει από τη δουλειά της, σταματάει στο βιβλιοπωλείο και αγοράζει τέχνη. Γυναίκα της σύγχρονης εποχής, νοικοκυρά ερωμένη και εργαζόμενη, μα και δωσμένη στην κουλτούρα και στα μεγάλα νοήματα. Και ωραία πόδια. Η απόλυτη γυναίκα.

Εριξα μια ματια στη γριά. Είχε κουλουριαστεί πίσω, δε μίλαγε καθόλου. Τη λυπήθηκα. Θα είχε σίγουρα και πρησμένα πόδια.
«Αύριο δεν είναι ο γάμος, θα προλάβεις μην ανησυχείς»

Είχε να πάει σε ένα γάμο στην Κρήτη. Μας τα είπε όλα προηγουμένως. Μπήκε στο ταξί με φόρα κι άρχισε και μίλαγε. Ε της την είπαμε δυο τρεις, κατέληξε να κάτσει πίσω και να μη βγάζει κιχ. Κρητικός γάμος ε, τι μου θύμισες τώρα. Ωραία πράματα, μπαλωθιές, πεντοζάλι, αρνιά, παραδοσιακές στολές, ψαραντώνης τραγουδάει ξυλούρη, λουδοβίκος των ανωγείων. Ποιόν κοροιδεύω, δεν έχω πάει ποτέ στην Κρήτη.

Εκείνη θα μπορούσε να είναι κρητικιά. Έχω ακούσει είναι πολύ θερμές γυναίκες. Όποτε φτάνει απογευματάκι, ανυπομονώ να πάρουμε πελάτη και να μας πει εξάρχεια ή κολωνάκι. Κατεβαίνεις από το σύνταγμα την Πανεπιστημίου. Στρίβεις δεξια στο Πανεπιστήμιο και μπαίνεις Ασκληπιού. Καλά, συνήθως γαμιέται ο δίας εκεί, πρέπει να περιμένεις τρια φανάρια γιατί πάνε οι άλλοι από την Ακαδημίας και κλείνουν το δρόμο. Ζώα, απολίτιστοι. Τα χω πει πολλές φορές και τα χω γράψει κιολας σε επιστολή στο Βημαγκαζίνο. Στήλη μ' αρεσει δε μ' αρεσει. Έχω κρατήσει το απόκομμα.


Ασκληπιού.
Βιβλιοπωλείο.
Αυτή.
Όρθια, καλοντυμένη, με την τσάντα της στον ώμο, πάντα εκείνη την ώρα, έξι και μισή. Έχει σχολάσει από το γραφείο της, τη φαντάζομαι δικηγόρο, να τελειώνει μια δύσκολη μέρα με ψυχοφθόρες υποθέσεις. Κατεβαίνει στο βιβλιοπωλείο και στέκεται και διαβάζει ανέμελη τις περιλήψεις των βιβλίων. Στο σπίτι της δεν έχει τηλεόραση. Επιστρέφει σπίτι, βγάζει τις γόβες και κάθεται αναπαυτικά στην πολυθρόνα της. Παίρνει το βιβλίο και φτιάχνει δυο μπράντι με πάγο. Ένα για εκείνη κι ένα για τον άγνωστο άντρα των ονείρων της που θα συναντήσει μια μέρα. Σε ένα ταξί. Εμένα.

Παρολίγο Νεα Ορλεάνη, τελικά γέφυρα ροσινιόλ. Η σκληρή πραγματικότητα. Ακινησία. Στατικότητα. Γριά. Κομπίνα με ταξί. Εμείς δε κουνιόμαστε, το ταξίμετρο όμως τρέχει σα τρελό.

Πιο πριν μπηκε ο άλλος και λέει Καματερό. Ούτε που είχα ιδέα που στο θεό είναι το Καματερό, νόμιζα νότια προάστια. Μόνο μια θεία είχα που παλιά είχε βγει Μις Καματερός, αλλά αυτό ήταν προπολεμικά ναούμ και εντάξει ένας τίτλος ήτανε, δεν το κάναμε και οικογενειακό μνημείο να πηγαίνουμε κάθε τόσο να επισκεπτόμαστε τα μέρη της δόξας. ΙΔΕΑ ΔΕΝ ΕΙΧΑ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ Ο ΚΑΜΑΤΕΡΟΣ. Βολεύει φιλαράκι του λέει ο οδηγός. Ναι μόνο να πάμε πρωτα εμένα Αργυρούπολη λέω εγώ. Φιάσκο. Που να συμμαζέψεις τα ασυμμάζευτα. Μόνο που δε φάγαμε ξύλο. Του τα είχα πει εγώ του άλλου του μαλάκα. Ρε μην παίρνουμε υποψιασμένους. Να παίρνουμε μόνο γριές, παράλυτους και τέτοια.

Να κοίτα τη γριά. Δεν βγαζει μιλιά. Περνάει η ώρα όμως. Νύχτα θα φτάσουμε αεροδρόμιο. Δεν προλαβαίνουμε με τίποτα την Ασκληπιού.

Εκείνη. Μόνη και πάλι στην πολυθρόνα, αργά το βράδυ θα ξαναρίξει το μπράντι από το ποτήρι μου πίσω στο μπουκάλι. Είναι και ορθολογικός καταναλωτής το μωράκι μου.


Δεν πειράζει, αύριο. Άλλωστε κάθε μέρα εκεί είναι αυτή. Παράξενο. Όποτε περνάμε εκεί. Κάθε απόγευμα 6μιση με 7 εκεί. Καμιά φορά και αργότερα. Για στάσου. Και Σάββατο πρωί που περάσαμε εκεί ηταν.

Σκρόφα. Κομπίνα με βιβλιοπωλείο. Δεν είναι δικηγόρος. Δεν είναι καν πελάτισσα του καταστήματος. Μπορεί ακόμα ακόμα να μην ξέρει και ανάγνωση? Πληρώνεται για να στέκεται όρθια και να διαβάζει δήθεν τα μπεστ σέλλερς. Τα θύματα τσιμπάνε, για να το διαβάζει αυτή θα είναι καλό. Πάντα απορούσα ποιοι είναι όλοι αυτοί που διαβάζουν τα βιβλία στα όρθια στα βιβλιοπωλεία. Δηλαδή εντάξει ρε φίλε, πάρε ένα βιβλίο και διάβασε το σπίτι, μην το διαβάζεις επιτόπου δεν είναι εξώφυλλο εφημερίδας να διαβάσεις ποιον παίκτη θα φέρει ο θρύλος.

Παλιοβρώμα.
Θα είναι φτωχαδάκι, θα μένει σε καμια υποβαθμισμένη περιοχή, πιθανό και στον Καματερό. Και τα ρούχα δε θα είναι δικά της. Θα πηγαίνει από την πίσω πόρτα του βιβλιοπωλείου με σανδάλια και φόρεμα από τη λαϊκή και θα της δίνουν τα ρούχα της δουλειάς. Ταγέρ και γόβες. Έχει ωραία πόδια όμως η άτιμη. Με τέτοια πόδια βγαίνεις άνετα Μις Καματερός.

Ο Καματερός δε βολεύει παρόλαυτα. Λυπάμαι. Πάμε Κορωπί και μετά αεροδρόμιο. Για την ώρα γέφυρα Ροσινιόλ. Με τη γριά. Και το ταξίμετρο να τρέχει. Στη Νέα Ορλεάνη κανείς δεν τρέχει, είναι αλλιώτικοι οι ρυθμοί. Κάθεσαι στη δροσιά και ακούς τον ήχο της τρωμπέτας.