Τετάρτη, Δεκεμβρίου 31, 2008

Μια παραμικρή διαφοροποίηση της καθημερινότητας

Δεν της το συγχώρησα που με παράτησε. Της παλιοβρώμας. Όχι εντάξει καλή κοπέλα ήταν. Και δεν ήταν βρώμα, καθαρή και νοικοκυρά και απ’ όλα ήτανε. Αλλά με παράτησε για τον άλλον η σκύλα επειδή είχε πιο πολλά λεφτά. Μόνο τα λεφτά αξίζουν? Δεν έβλεπε τα χίλια προβλήματα του?

Πρωτογνωριστήκαμε στην Ερμού, εκεί που είναι η δουλειά μου. Την εξυπηρέτησα τάχιστα και έμεινε απολύτως ικανοποιημένη από το προϊόν μου, όπως όλοι οι πελάτες μου άλλωστε.Αμέσως πίστεψα πως με αυτή τη γυναίκα θα ζούσα την υπόλοιπη ζωή μου. Όμορφη, αριστοκρατική, τρυφερή, φαινόταν να με καταλαβαίνει. Μάλλον είχα κάνει λάθος. Μετά από λίγα ραντεβού μου είπε απ έξω απ έξω ότι δεν της αρέσει το επάγγελμα μου κι ότι ντρέπεται να το αναφέρει όταν προκύπτει σε συζητήσεις. Της εξήγησα ότι δεν υπήρχε λόγος να ντρέπεται, είναι παραδοσιακή δουλειά. Μου είπε πως δεν άντεχε άλλο, ήθελε να τα παρατήσουμε όλα και να πάμε στην επαρχία να φτιάξουμε μια φάρμα. Το σκέφτηκα είναι η αλήθεια, θα καλλιεργούσαμε τα δικά μας αγαθά, θα ζούσαμε μακριά από όλη τη φασαρία και την αναστάτωση της πόλης. Φανταζόταν βέβαια ξένοιαστη ζωή γιαυτό της εξήγησα πως η φάρμα έχει καθημερινή κουραστική εργασία. Μου είπε θα το σκεφτεί. Κάτι μουρμούρισε για σύγχρονα μηχανήματα που τα κάνουν όλα μόνα τους κι εσύ κάθεσαι. Τι υποκριτικό τσουλάκι! Ξαφνικά εξαφανίστηκε. Δε μου έφτανε που είχαν ανοίξει λογής λογής σαντουιτσάδικα που πουλάγανε ζεστό καπουτσίνο και μου κόβανε πελατεία, έχασα και το μωράκι μου. Σκατά μωράκι δηλαδή, τέλος πάντων.

Μετά από λίγο καιρό την είδα στην αγκαλιά του υποδηματοποιού. Και τι θράσος! Καμαρωτοί καμαρωτοί περιέφεραν τον έρωτα τους μπροστά στα μούτρα μου, στο κατάστημα του. Τι διαφορά είχε αυτός από εμένα πέρα από το μεγαλύτερο εισόδημα? Εγώ πουλούσα σαλέπι στην Ερμού, αυτός πουλούσε υποδήματα ακριβώς απέναντι! Δε μετράει το παραδοσιακόν του επαγγέλματος? Επειδή φωνάζω δυνατά «σαλεπάκι παιδιά, ζεστό σαλέπι» σημαίνει οτι εντάσσομαι στην κατηγορία του λαχαναγορίτη? Το οτι επαναλαμβάνω συνέχεια την ίδια φράση δε πάει να πει οτι έχω εμμονές, είναι μέρος της δουλειάς, ο πελάτης πρέπει να ξέρει πως ο τύπος που λέει μoνάχα «σαλεπάκι, ζεστό σαλέπι» βρίσκεται πάντα εκεί.



Ο άλλος τι ανάγκη είχε, της έγραφε μια επιταγή την ημέρα κι αυτή βολικά αγνοούσε όλες τις παραξενιές και τις εμμονές του. Δεν είχα τίποτα μαζί του. Ανθρωπάκος ήταν κι αυτός. Αν μιλάμε όμως για προβλήματα, αυτός κι αν είχε ψυχαναγκαστικές εμμονές. Κάθε πρωί που έμπαινε στο μαγαζί απαραίτητα μέτραγε όλα τα καστόρινα παπούτσια της βιτρίνας ανα δεκάδες. Έπρεπε να τελειώσει αυτήν τη διαδικασία για να ανεβάσει το ρολό και να ανοίξει τα φώτα. Κι αφού ετοίμαζε το κατάστημα, χάιδευε το κεφάλι του βαλσαμωμένου κάστορα που είχε στον τοίχο επι 6 λεπτά, μετρημένα. Αν κάποιο μέρος αυτής της ιεροτελεστίας παραλειπόταν, ο άνθρωπος έβγαινε απ τα νερά του, σχεδόν έπεφτε σε κώμα και δε μπορούσε να απαντήσει ούτε στις πιο απλές ερωτήσεις. Κάποιος είπε πως και στο σπίτι του ξεσκονίζει όλα τα έπιπλα πριν κάτσει στον καναπέ του. Εγώ ξέρω μόνο όσα έβλεπα στο μαγαζί. Και έβλεπα πως η αγαπημένη μου, τι αγαπημένη δηλαδή - αυτό το πορνίδιο που με παράτησε, ήταν με τον μίστερ παράνοια.

Χώρια το επάγγελμα. Τι έχει δηλαδή ο σαλεπιτζής? Είναι έμπορος κατώτερης κατηγορίας? Ντρεπόταν για μένα που σέρβιρα ένα ζεστό ρόφημα και δε ντρεπόταν γιαυτόν που έχωνε τα χέρια του σε ξένες κάλτσες κάθε μέρα.

Μου ήταν αδύνατο να ξεπεράσω την απώλεια της. Γιατί την έβλεπα κάθε μέρα με άλλον άντρα μπροστά μου. Άλλος χαιρόταν τα χάδια της. Φυσικά δεν ήταν όλα ρόδινα. Είχαν και μεγάλους τσακωμούς. Η οικονομική κρίση είχε χτυπήσει όλη την Ερμού, ο κόσμος περνούσε αλλά δεν αγόραζε. Όχι εμένα όμως, εγώ ήμουν ο ευνοημένος της κρίσης. Οι περαστικοί όλο και λιγότερο κατέβαιναν το δρόμο με ζεστό καπουτσίνο στο χέρι και όλο και πιο θετικοί παρουσιάζονταν στην σκέψη ενός σαλεπιού, πιο φτηνή λύση, πιο παραδοσιακή και συμβατή με τα αντικαπιταλιστικά πρότυπα της εποχής. Ο υποδηματοποιός αντίθετα τα είχε βρει σκούρα, ποιος να αγοράσει καστόρινα παπούτσια όταν δε ξέρει τι του ξημερώνει την επόμενη ημέρα. Κι έτσι οι επιταγές προς την κοκότα αραίωσαν και άρχισε η γκρίνια. Όσο λιγόστευε το χρήμα, τα χέρια του υποδηματοποιού μύριζαν πιο έντονα βρώμικη ξένη κάλτσα, όταν τα βράδια ήθελε με αυτά να χαϊδέψει το δέρμα της πριγκηπέσσας.

Ο υποδηματοποιός ακόμα και στην κρίση παρότι συναντούσε μεγάλες δυσκολίες, ήταν συνεπής στα χρέη του και σωστός απέναντι στους συνεργάτες του. Δεν είχε διαφορές με κανέναν, ούτε οφειλές, ούτε κάποιον που να θέλει να τον καταστρέψει. Γιαυτό και όταν ένα πρωί βρήκαμε το μαγαζί του καμένο όλοι ξαφνιάστηκαν. Υπήρξε απλά άτυχος, κάποιοι ταραξίες μέσα στη γενικότερη αναστάτωση και διαμαρτυρία κατά της οικονομικής κατάστασης, κάψανε και βανδάλισαν το υποδηματοπωλείο. Μεγάλο πλήθος είχε μαζευτεί γύρω απ το καμένο μαγαζί κι εγώ ως όφειλα πλησίασα κοντά τους και τους πούλησα ζεστό σαλέπι. Τότε ξεπρόβαλε στον πεζόδρομο της Ερμού ο άμοιρος υποδηματοποιός. Καθώς πλησίαζε στο μαγαζί του και καθώς έβλεπε τη στάχτη και το φρέσκο ακόμα καπνό, ο άνθρωπος έχανε το χρώμα του. Όταν πια έφτασε απ έξω, είχε κολλήσει ακίνητος και αμίλητος. Οι δίπλα καταστηματάρχες τον παρηγορούσαν και τον ρωτούσαν αν είχε ασφαλίσει το μαγαζί, του λέγανε να μην ανησυχεί, πως όλα θα πάνε καλά και πως θα τον βοηθήσουν. Ο έμπορος όμως έπασχε. Πιο πολύ από την οικονομική του καταστροφή στο μυαλό του τον βασάνιζε πως δε μπορούσε να μετρήσει τα παπούτσια σε δεκάδες. Πως δεν είχε κεφάλι βαλσαμωμένου κάστορα να χαϊδέψει. Και άρχισε να περπατάει. Στην κατηφόρα.

Περπατούσε ανέκφραστος μέχρι που χάθηκε από το οπτικό μας πεδίο. Τον λυπήθηκα όμως έβρισκα πως ήταν και φυσιολογική η κατάληξη του. Όταν εγκλωβίζεσαι σε μια συνήθεια που δε σου αφήνει την παραμικρή ελευθερία, με την παραμικρή διαφοροποίηση της καθημερινότητας σου σοκάρεσαι και δε μπορείς να αντιμετωπίσεις το μελλον.

Ο υποδηματοποιός περπάτησε όλη τη μέρα, έφτασε μέχρι τα προάστια της Αθήνας όταν τον βρήκε η νύχτα. Ήθελε να συνεχίσει, το περπάτημα ηρεμούσε τον εκνευρισμό του μα είχε πια εξαντληθεί και ξάπλωσε στο χώμα. Δεν είχε κάστορα, δεν είχε παπούτσια. Βρήκε όμως τη λύση. Ξεκίνησε να μετράει τα αστέρια ανα δεκάδες, πολλές δεκάδες. Δεν τον ξαναείδαμε ποτέ, δε μάθαμε νέα του, αν ζει ή αν πέθανε. Θέλω να πιστεύω πως βρίσκεται κάπου σε ένα βουνό και περιμένει να νυχτώσει για να μετράει αστέρια. Πολλές δεκάδες από όμοια αστέρια.


Εκείνη κάποια μέρα εμφανίστηκε στον πεζόδρομο και ήταν εκθαμβωτικά όμορφη. Ζήτησε σαλέπι και περίμενα να μου πει μετανιωμένη να τη δεχτώ πίσω, να ανοίξουμε εκείνη τη φάρμα στην εξοχή και να μείνουμε για πάντα εκεί. Να μη μας ανησυχεί τίποτα, τα ζώα και τα χωράφια μας να τα δουλεύουν σύγχρονα μηχανήματα κι εμείς ξεκούραστοι να ζούμε τον έρωτα μας μέχρι να έρθει το πρώτο βραχυκύκλωμα των μηχανημάτων, η πρώτη πυρκαγιά της φάρμας για να με αφήσει για κάποιο γείτονα με στεγνό σπίτι και βρώμικα χέρια από το άρμεγμα ζώων. Δεν το είπε. Πήρε το ρόφημα και συνέχισε τη βόλτα της.

Δεν πειράζει εγώ εχω το σαλέπι μου. Κάθε μέρα στο ίδιο σημείο, στην Ερμού. Πάντα εδώ. Σαλεπάκι παιδιά, ζεστό σαλέπι.

Σαλεπάκι παιδιά, ζεστό σαλέπι.



Τετάρτη, Δεκεμβρίου 10, 2008

Είχε την καρδιά του δεξιά

Ο μπαρμπα Γρηγόρης, τι μπάρμπας δηλαδή, βια σαραντα πέντε χρονώ να ήτανε ο άνθρωπος, καυχιότανε συχνά πως είχε την καρδγιά του δεξιά.

Τον είχαν πάρει στο δούλεμα και οι συχωριανοί, τον αντιμετώπιζαν σα γραφικό, πού ξανακούστηκε καρδιά στο δεξί μέρος, γιατρός δεν υπήρχε στο χωριό να εξετάσει το μπαρμπα Γρηγόρη, παρά μόνο στην πιο κοντινή πόλη σαράντα χιλιόμετρα μακριά, όμως ο μπαρμπα Γρηγόρης δε ξεκούναγε από το χωριό και απέφευγε τους γιατρούς όπως ο διάολος το λιμάνι. Κάποιοι του κάνανε και καζούρα ότι η δεξιά καρδγιά εξηγείται γιατι είναι δεξός και τότε ο μπαρμπα γρηγόρης τους κυνηγούσε με το στυλιάρι γιατί δεν δεχότανε μεγαλύτερη προσβολή από αυτή.

Πήγαινε ο κόσμος στο παντοπωλείο και τους έλεγε αυτός μια μέρα όταν πεθάνω θα με μάθει όλος ο πλανήτης, θα πούνε πρωτοφανής ιατρική περίπτωση ένας Ελλην με τη καρδγιά του δεξιά. Και τους έβαζε να ακουμπήσουν το αυτί τους στο στήθος και να ακούσουν τον παλμό που χτυπάει δεξιά κι όλοι κοντοστέκονταν όμως μετά υπέθεταν ότι κάτι άλλο συμβαίνει, κάποια αντανάκλαση του ήχου.

Κι ένα ανοιξιάτικο πρωί ξημέρωσε με κλειστά ρολλά στο μαγαζί. Η αρχική δυσαρέσκεια για την καθυστέρηση των αγορών για το μεσημεριανό τραπέζι, αντικαταστάθηκε από ανησυχία για τον μπάρμπα Γρηγόρη. Θα ταν άρρωστος. Θα ρθει όπου να’ ναι. Θα ήπιε κανα δυο τσίπουρα παραπάνω στο καφενείο ψες. Κλειστά ρολλά.

Το απόγεμα ανοίξανε το σπίτι. Να τηρήσουμε λέει τα έθιμα. Να ξενυχτήσουμε το νεκρό και να μοιράσουμε τα ρούχα του. Μαζεύτηκαν μαύρες γριές και κλαίγανε γοερά και φωνάζανε μοιρολόγια γεμάτα υπερβολές και ανακρίβειες και χιλιοειπωμένες νεκρολογίες. Πέσανε τα λιγούρια και κάνανε πλιάτσικο στο σπίτι του μπαρμπα Γρηγόρη. Αρπάζανε τα ρούχα του και ανοίγανε τα συρτάρια του. Τα ρούχα δεν τους κάνανε παρόλαυτα τα φοράγανε. Τους έπεφτε στενό το σακάκι του μακαρίτη και ασφυκτιούσαν εκει μέσα κι όμως δεν το παραδέχονταν. Τις τρύπιες κάλτσες του τις βάλανε για γάντια.

Ένας νεκρός, γριές που μοιρολογούνε το ιδιο τροπάρι και ένα θλιβερό αποχαιρετιστήριο πλιάτσικο στη μνήμη του νεκρού.

Κάποιος πρότεινε να βάλουν το μπαρμπα Γρηγόρη σε ένα νοικιασμένο αμάξι να τον πάνε στην πόλη να τον εξετάσει ένας γιατρός, μήπως και τον δικαιώσει για τη δεξιά καργδιά. Ποιος να βάλει όμως τα έξοδα, ότι δραχμή υπήρχει στο σπίτι την κλέψανε. Να ανοίξουμε τα ρολά στο μαγαζί να βάλουμε χέρι στο ταμείο είπε κάποιος. Τα πήραν τα λεφτά και τον στείλανε. Ο γιατρός τρελάθηκε από την ανακάλυψη. Επικοινώνησαν με την πρωτεύουσα και με κονδύλι του υπουργείου ο μπαρμπα Γρηγόρης έγινε αντικείμενο πανεπιστημιακής έρευνας.

Ο πλανήτης έστρεψε τα φώτα του στο χωριό. Μόνο με τέτοιο γεγονός θα ήταν πιθανό να αποκτήσει έστω προσωρινή αξία αυτή η κουκίδα του χάρτη. Με τερατογένεση ή με απεχθές έγκλημα «αδιστακτη μητέρα έσφαξε τα δεκατέσσερα παιδιά της στην καλκούτα», «άντρας με τρια πόδια ασελγεί σε αγελάδες στη χιλή». «Ιδιόμορφη περίπτωση δεξιοκαρδίας ανακαλύφθηκε μετά θάνατον σε μεσήλικα σε επαρχία της ελλάδας». Ο γύρος του κόσμου σε 30 λέξεις.

Πίσω στο χωριό φουσκώναν από περηφάνεια και υποκρισία. Τα χα πει εγώ ή τον πίστευα το μπαρμπα Γρηγόρη ή εγω σας τα λεγα πως είχε δεξιά καρδιά αλλα δεν με πιστεύατε. Οι χωριάτες φάνταζαν πανάξιες μελλοντικές γριές μοιρολογίστρες. Στο παντοπωλείο του μπαρμπα Γρηγόρη δεν έμεινε τίποτα. Τα κλέψανε όλα. Κάποιος είχε τουλάχιστο την ευθιξία φεύγοντας με την τελευταία κονσέρβα να τραβήξει πίσω του τα ρολλά του μαγαζιού.

Κλειστά ρολλά στου μπαρμπα Γρηγόρη.

Κλειστά ανοιξιάτικα ρολλά με γλυκόπικρη σάλτσα συναισθημάτων

Δευτέρα, Δεκεμβρίου 08, 2008

Ο γιός μου πλατσουρίζει στο πεζοδρόμιο

Ο γιος μου πλατσουρίζει στο πεζοδρόμιο. Στα νερά. Να το ξεκαθαρίσω. Είναι νερά, πεντακάθαρα, το χρώμα τους διάφανο, η σύσταση τους ασφαλής για ένα ανήλικο που θέλει να παίξει. Δεν είναι ούτε λασπόνερο, ούτε τίποτα διαφορετικό άλλου χρώματος (για παράδειγμα κόκκινου), μόνο πεντακάθαρο νερό.

Εγώ τον παρότρυνα να βγει και να πλατσουρίζει. Εμείς οι ίδιοι διαμαρτυρόμαστε για τη χαμηλή ποιότητα ζωής. Λέμε πως δεν υπάρχει χώρος να παίξουνε και παραδεχόμαστε πως τους αγοράζουμε τόσα πολλά παιχνίδια, πως παρατάμε τα παιδιά μας μπροστά στις τηλεοράσεις για ώρες, πως γινόμαστε τόσο υπερπροστατευτικοί και πλέον δεν παίζουν, δε χαίρονται τις μέρες τους, δε ζούνε σαν παιδιά.

Κι έπειτα μήπως είμαστε ασφαλείς και στα σπίτια μας? Τις προάλλες κάτω απ το σπίτι ακούστηκαν φωνές, κάποιοι αλήτες τσακώθηκαν, έγινε φασαρία και κακό και πέσανε πυροβολισμοί. Η μία σφαίρα πέτυχε τον άη βασίλη που έχουμε τοποθετήσει να σκαρφαλώνει στο μπαλκόνι μας. Όλη η γειτονιά συγκλονίστηκε. Τα παιδιά της γειτονιάς αντίκρυσαν τον κομματιασμένο αη βασίλη και η ψυχούλα τους ταράχτηκε για πάντα. Ο αη βασίλης πέθανε, τι να προσφέρουμε πλέον σε αυτά τα παιδιά? Ποιος θα εκπληρώσει τις επιθυμίες τους, τι να απαντήσουμε στις αθώες ερωτήσεις τους: “Ποιος θα ταΐζει τώρα το ρούντολφ?”

Δεν πειράζει που είναι μέσα του χειμώνα, θα πέσει γυμνός στα νερά. Να σφίξει το δέρμα του, να σκληραγωγηθεί και λιγάκι. Δε θέλω να μου γίνει από αυτά τα σύγχρονα καλομαθημένα που κυκλοφορούν με μπλούζες sex pistols. Τι μανία και αυτή με τους sex pistols, η νέα μόδα των ‘00s .Όπου και να γυρίσεις, όπου και να ακούσεις

No future for you no future for me
No future no future for you


Ανήθικα μηνύματα για τα παιδιά μας. Βγες στο πεζοδρόμιο αγόρι μου. Πλατσούρισε στα πεντακάθαρα νερά της πόλης. Το πεζοδρόμιο είναι τεράστιο, αχανές. Υπάρχει πολύς χώρος εκει έξω για σένα, πολύς χρόνος να ανακαλύψεις τη ζωή.



Εικόνες απο το blog: Little People

Πέμπτη, Δεκεμβρίου 04, 2008

Το κόλπο με τα ακυρωμένα εισιτήρια


Δεν κρύβω πως είχα ενθουσιαστεί με την ιδέα των ακυρωμένων εισιτηρίων. Τα οικονομικά μου δεν πήγαιναν πολύ καλά αφού ήταν αισίως η τρίτη χρονιά που δεν είχα πάρει αύξηση. Έτσι θεωρούσα επιβεβλημένο να συμμετέχω σε κάθε μορφή αντίστασης στο καταπιεστικό για τον μέσοαστό σύστημα.

Δεν ήταν ιδιαίτερα πολύπλοκο, ούτε βέβαια εξοικονομούσε κανένα φοβερό ποσό χρημάτων. Δημιουργούσε όμως ένα είδος αλληλεγγύης μεταξύ των εργαζομένων που χρησιμοποιούν τα μέσα μαζικής μεταφοράς για να πάνε στις δουλειές τους. Και είχα βρει την ιδέα φοβερά εμπνευσμένη. Ακύρωνα το εισιτήριο μου, έκανα τη διαδρομή μου και πριν κατέβω το έχωνα κάτω από το ακυρωτικό μηχάνημα, στο κενό ανάμεσα στην κολώνα και στο πλαστικό κουτί. Ο επόμενος που θα έμπαινε δε θα χρειαζόταν να ακυρώσει, αφού το εισιτήριο ίσχυε για τουλάχιστο 40 λεπτά ακόμα.

Παρά τη συνέπεια μου στην τήρηση της μεθόδου, δε μου είχε τύχει να βρω ακυρωμένο εισιτήριο, δεν είχα επιβραβευθεί, δεν είχε κλείσει ο κύκλος ώστε να γνωρίζω με βεβαιότητα πως η τάση έχει βρει ανταπόκριση και πως είμαι μέρος μιας κοινωνικής ομάδας που συνεργάζεται για να αλληλοβοηθηθεί, έστω και σε κάτι τόσο απλό. Γιαυτό προσπαθούσα για τη διάδοση, σε κάθε ευκαιρία το έλεγα σε γνωστούς και έγινα και μέλος διαδικτυακής ομάδας με τίτλο «μην πετάτε τα εισιτήρια».

Κάποιες φορές κατεβαίνοντας από το λεωφορείο και έχοντας κρύψει το εισιτήριο κάτω από το μηχάνημα, στεκόμουν κοντά στην πόρτα και κρυφοκοιτούσα αν κάποιος παίρνει το απόκομμα μου. Είχε τύχει να δω κάποιους και ήταν άτομα σαν κι εμένα. Τριαντάρηδες με πιεστικό φτηνό κουστούμι και σφιχτή υποχρεωτική γραβάτα. Δε με πείραζαν οι σπρωξιές ή τα επιφωνήματα «τσογλάνι» και «αλητήριε» που μου φόρτωναν ηλικιωμένες κυρίες που προσπαθούσαν να επιβιβαστούν και τους έκλεινα το δρόμο, εγώ είχα αντικρύσει τους όμοιους μου και ήξερα πως η μέθοδος προχωράει σωστά.

Εκείνο το πρωι περίμενα στη στάση σχεδόν μόνος μου, πράγμα παράξενο και σπάνιο μιας και ήταν ώρα αιχμής. Το λεωφορείο έφτασε χωρίς αργοπορία και ούτε καν μισογεμάτο, είχε αρκετές ελεύθερες θέσεις. Πλησιάσα το ακυρωτικό μηχάνημα και έβαλα το χέρι μου από κάτω ελπίζοντας πως θα ανταμοιφθώ. Επιτέλους κάτι υπήρχε εκεί και με περίμενε. Τραβώντας όμως το χέρι μου, προς μεγάλη μου έκπληξη είδα πως δεν ήταν ακυρωμένο εισιτήριο, αλλά μια πιστωτική κάρτα. Μέσα σε μια μίνι κρίση πανικού την έκρυψα στο χέρι μου σφίγγοντας τη γροθιά, ενώ ταυτόχρονα έψαχνα στην τσέπη μου για αχρησιμοποίητο εισιτήριο. Σκέφτηκα να την τοποθετήσω ξανά στη θέση της. Κάποιος όμως την είχε βάλει εκεί εξαρχής για κάποιο λόγο. Κάποιος ήθελε να τη βρω. Το λεωφορείο ξεκίνησε και εγω γύρισα προς την πόρτα που έκλεινε μήπως έβλεπα κάποιον να κρυφοκοιτάει. Μάταια. Κάθισα αδέξια σε μια θέση και έλυσα τη γροθιά μου αφήνοντας την πιστωτική κάρτα να πέσει απαλά μέσα στην τσέπη του σακακιού μου.

Παρότι η περιέργεια με έκαιγε, έφτασε απόγευμα μέχρι να αποφασίσω να ξανακοιτάξω την κάρτα. Δεν ήθελα να με δει κανείς στη δουλειά μου να την κρατάω, δεν ήξερα τι θα απαντούσα σε πιθανές ερωτήσεις. Όταν επιτέλους με ανάμεικτη ανυπομονησία και ενοχή το αποφάσισα, είδα πως η κάρτα ήταν πλατινένια με μεγάλο πιστωτικό όριο. Πάνω της έγραφε Gordon James, όνομα που παρέπεμπε σε άγγλο πολίτη. Πόσο παράξενο ήταν που βρέθηκε στα χέρια μου με αυτό τον τρόπο. Το σύστημα υποτίθεται πως δημιουργούσε συνεκτικότητα ανάμεσα σε μια ομοιόμορφη ομάδα. Τι σχέση είχε ο άγγλος με την πλατινένια κάρτα με τους τριαντάρηδες υπάλληλους? Όσο κι αν το σκέφτηκα όλο το βράδυ δε μπόρεσα να λύσω το γρίφο. Αποφάσισα όμως πως αφου μπήκα σε αυτό το παιχνίδι έπρεπε να παίξω. Η κάρτα βρισκόταν στα χέρια μου και παρακαλούσε να την υπερχρεώσω.

Φυσικά έπρεπε να είμαι και προσεκτικός. Η κάρτα θα μπορούσε να ήταν και ήδη ακυρωμένη αν είχε δηλωθεί για απώλεια και δε θα ήταν δύσκολο να με εντοπίσουν αν τη χρησιμοποιούσα αλόγιστα και είχε δηλωθεί κλοπή. Θα είχα τεράστιο πρόβλημα σε τέτοια περίπτωση. Γιαυτό το λόγο και τη χρησιμοποίησα πρώτη φορά στο σούπερμάρκετ. Χωρίς να κοιτάξω στα μάτια την ταμία έδωσα την κάρτα καθώς γέμιζα τις σακούλες. Η κάρτα έγινε δεκτή χωρίς πρόβλημα, η ταμίας άλλαξε συμπεριφορά αντικρίζοντας την πλατινένια κάρτα και μου συνέστησε να τοποθετήσω τα ψώνια σε καρότσι, βοηθώντας με κιόλας να τα φορτώσουμε. Και να το επέστρεφα όποτε μπορούσα, δεν υπήρχε πρόβλημα.

Αφού η πρώτη απόπειρα πέτυχε, το επόμενο βήμα ήταν να ξεχυθώ στα μαγαζιά. Προφασίστηκα αρρώστια, πήρα μιας εβδομάδας άδεια από τη δουλειά και βγήκα στα ακριβότερα καταστήματα. Το αρχικό υπεροπτικό ύφος των πωλητών γινόταν κολακευτικό γλύψιμο όταν άφηνα πάνω στο ταμείο την κάρτα και τους έλεγα με στόμφο «θέλω κάποιον να με ακολουθεί κι ότι μου αρέσει θέλω να το χρεώνετε εδώ».
Τα ιταλικά υφάσματα πρέπει να φτιάχτηκαν για μένα, μου ταίριαζαν εξαιρετικά. Αγόρασα και γιλέκο που δεν είχα φορέσει ποτέ στη ζωή μου. Μεταξένιο. Το χέρι γλυστρούσε πάνω του ικανοποιώντας μοναδικά την υποτιμημένη αίσθηση της αφής. Η κάρτα του Gordon James φούσκωνε από αγορές ρούχων και υποδημάτων, ενώ θεώρησα σωστό να αποκτήσω κι ένα χρυσό ρολόι, κίνηση που θα εκτιμούσε ο φλεγματικός άγγλος αν με παρακολουθούσε.

Παρασυρμένος από τη δύναμη του πλαστικού χρήματος, μα και γνωριζοντας πως αυτή η χαριστική περίοδος πίστωσης δε θα διαρκέσει για πάντα κάλεσα όλους τους φίλους μου να γιορτάσουμε σε ένα μπαρ που πήγαινα όταν ήμουν φοιτητής. Από τότε που ξεκίνησα να δουλεύω είχα κόψει τις εξόδους και μόνο έπινα αραιά και πού ένα ποτό στο σπίτι μου. Για οικονομία είχα κόψει και το κάπνισμα και πολλές φορές ο οργανισμός μου αποζητούσε ένα τσιγάρο, που όμως ήταν ακριβή πολυτέλεια. Στο μπαρ όμως θα γινόταν χαμός. Κάλεσα όλους τους φίλους και ξεχασμένους γνωστούς μου προτρέποντας τους να φέρουν και δικούς τους φίλους. Χάρηκαν όλοι που με είδαν μετά από τόσο καιρό, διασκέδασαν όμως περισσότερο τη δυνατότητα να πάρουν 3 και 4 ποτά κερασμένα. Για να μην προκαλέσω υποψίες ισχυρίστηκα πως κέρδισα ένα ποσό στο λαχείο και αποφάσισα να το ξοδέψω με φίλους. Χρησιμοποίησα και έτοιμες ατάκες Η ζωή είναι μικρή, οι φίλοι είναι που αξίζουν πιο πολύ και τέτοια. Ήμουν το επίκεντρο της παρέας μετά από πάρα πολύ καιρό. Ο ξάδερφος μου είχε φέρει στο μπαρ και μια φίλη του την Αιμιλία Σπανού, ανερχόμενο μοντέλο. Μου άρεσε από την πρώτη στιγμή. Φάνηκε κι αυτή πως γοητεύτηκε από την απλοχεριά μου και το μοντέρνας γραμμής ντύσιμο μου. Της έκλεισα ραντεβού για το επόμενο βράδυ.

Έπρεπε να την εντυπωσιάσω. Με ένα ακριβό αυτοκίνητο ίσως. Η πιστωτική κάρτα δε μου επέτρεπε να αγοράσω αυτοκίνητο ή να κάνω κάποια αγορά που θα με εξασφάλιζε. Μου παρείχε μόνο προσωρινή καταναλωτική δύναμη. Νοίκιασα μια λιμουζίνα και την πήρα από το σπίτι της. Ήταν εκθαμβωτική, της άξιζαν τα καλύτερα. Καταλήξαμε σε κεντρικά μπουζούκια της πόλης όπου επιτρεπόταν το σπάσιμο πιάτων και κάθε λογής καφριλίκι. Όσο πιο ακραίος γινόσουν τόσο πιο πολύ σε εκτιμούσαν οι θαμώνες. Και οι θαμώνες ήταν επώνυμοι και γόνοι περίοπτων επιχειρηματιών. Σπάσαμε πολλά πιάτα. Πέταξα στην πίστα το καρότσι που είχα πάρει από το σουπερ μάρκετ. Στην περίσταση κόλλαγε και ένα πούρο, δεν είχα όμως μετρητά να αγοράσω.Η Αιμιλία το διασκέδαζε. Πότε χόρευε, πότε χωνόταν στην αγκαλιά μου και τριβόταν πάνω στο μεταξένιο μου γιλέκο. Ήμουν ερωτευμένος. Κάποιοι από το απέναντι τραπέζι πετάξανε ένα παλιό ποδήλατο στην πίστα. Άλλοι ταμειακή μηχανή. Δεν είχα πει την τελευταία μου κουβέντα.
Έβγαλα από κάτω από το τραπέζι που είχα κρυμμένα το σιφόνι και τα πλακάκια της μπανιέρας. Δε θα ειχα πια μπανιέρα στο σπίτι, αλλά αυτό ήταν το τίμημα της καταξίωσης στη νυχτερινή ζωή. Έγινε χαμός όταν τα πέταξα στην πίστα. Όλο το μαγαζί με αποθέωνε. Οι θαμώνες αναρωτιόνταν ποιος είμαι. Τα φλας των φωτογράφων στράφηκαν πάνω μου. Ήταν μια τέλεια βραδιά. Η Αιμιλία είχε εντυπωσιαστεί. Μου ζήτησε να φύγουμε και της υποσχέθηκα πως θα συνεχίσουμε στη σουίτα του ξενοδοχείου μου. Πλήρωσα με την πιστωτική κάρτα και περάσαμε τη νύχτα μαζί.

Το άλλο πρωί αφού επέστρεψα τη λιμουζίνα, γύρισα ευτυχισμένος στο σπίτι. Έβγαλα τα ρούχα μου να πλυθώ όμως δεν είχα πλέον μπανιέρα.. Αν ήμουν περισσότερο προνοητικός θα είχα κάνει ένα πρωινό ντους στο ξενοδοχείο. Θα είχαν περάσει μερικά λεπτά μόνο όταν χτύπησε το κουδούνι μου. Άνοιξα φορώντας μόνο ένα σώβρακο και το γιλέκο μου για να δω πως ήταν δύο αστυνομικοί που είχαν εντολή να με συλλάβουν. Δεν πρόλαβα καν να ντυθώ. Ο υποδιοικητής του τμήματος μου πέταξε ένα λαιφστάιλ περιοδικό στα μούτρα. Παντού φωτογραφίες μου από τα μπουζούκια με την Αιμιλία αγκαλιά και τη μπαταρία της μπανιέρας στο χέρι και λεζάντες «ο Βρετανός επίτροπος Γκορντον Τζέημς σε μεγάλα κέφια». Ο επίτροπος της Βρετανικής μυστικής υπηρεσίας είχε υποβάλει μήνυση, κάποιος με αναγνώρισε και με αυτόφωρη διαδικασια θα κατέληγα στη φυλακή. Είχα μπλέξει πολύ άσχημα.

Το κελί μου ήταν μικρό και σκοτεινό. Πέθαινα για ένα μπάνιο, μα όπως και το σπίτι μου, το κελί δεν είχε μπανιέρα. Πλησίασα το μικρό νιπτήρα για να ρίξω λίγο νερό πάνω μου. Το νερό που έβγαινε είχε καφέ απόχρωση. Πλύθηκα και ελλέιψει πετσέτας σκουπίστηκα με το γιλέκο μου.
Τότε είχα τη σκέψη να κοιτάξω.
Μπας και.
Ποτέ δε ξέρεις.
Έβαλα το χέρι μου κάτω από το νιπτήρα. Στερεωμένο στο σωλήνα βρισκόταν ένα πακέτο με 2-3 τσιγάρα και αρκετά σπίρτα. Τουλάχιστο εκεί μέσα η αλληλεγγύη λειτουργούσε.

Δευτέρα, Δεκεμβρίου 01, 2008

Η ντουλάπα (ακατάλληλο για κλειστοφοβικούς)

Δε ξεχνώ εκείνη τη μέρα που με έπιασε η φοβερή εμμονή να μπω μέσα στη ντουλάπα. Εκείνη τη στιγμή δεν καταλάβαινα τι θα εξυπηρετούσε κάτι τέτοιο, μου φαινόταν κι εμένα του ίδιου εντελώς παράλογο, παρόλαυτα υπέκυψα στην ανεξήγητη έλξη που μου προκαλούσε το μισάνοιχτο έπιπλο.

Λίγα λογια για τη ντουλάπα.

Ξύλινη. Στο χρώμα του ξύλου. Και με το άρωμα του ξύλου. Πιθανό σαράκι. Τοποθετημένη στον τοίχο δίπλα απο την μπαλκονόπορτα. Απέναντι απο το γραφείο με τον υπολογιστή. Ντουλάπα δίφυλλη. Σχετικά ευρύχωρη. Απ εξω που την κοίταζα φαινόταν πολυ στριμωγμένη, απο μέσα όμως ήταν ξεκάθαρο πως μπορούσε να φιλοξενήσει έναν εύσωμο ενήλικα χωρις πρόβλημα. Αν εξαιρέσεις την εισπνοή μικροποσότητας ναφθαλίνης, οι συνθήκες ήταν ιδανικές εκεί μέσα.

Έμεινα μέσα στη ντουλάπα για μία ώρα και 50 λεπτά. Στην αρχή η πρόθεση μου ήταν να στέκομαι όρθιος σε στάση προσοχής. Σύντομα όμως κατάλαβα πως κάτι τέτοιο δεν ήταν εφικτό. Υποχρεωνόμουν κάπως να καμπουριάζω και μερικές κρεμάστρες με πίεζαν ενοχλητικά στους ώμους και στον αυχένα. Κάθισα και ακούμπησα την πλάτη μου στο τοίχωμα της ντουλάπας. Τα πόδια μου ήταν λυγισμένα και κοντά στον κορμό μου. Έτσι ήταν ιδανικά. Δε θα ήταν υπερβολή να πω οτι μπορούσα να ζω εκεί μέσα. Η επιλογή μου αποδεικνυόταν πολύ σοφή και καθόλου παράλογη ή ανεξήγητη όπως είχα προεξοφλήσει. Σκοτάδι. Αφοσίωση. Ησυχία. Όλα αυτά που μου έλειπαν. Ναι σίγουρα. Μπορείς να αρκείσαι με τις σκιές, γιατί να το κάνεις όμως όταν μπορείς να έχεις απόλυτο σκοτάδι?

Σκοτάδι και ησυχία. Δίπλα απο τη ντουλάπα ήταν η μπαλκονόπορτα. Θα μπορούσα να είχα τραβήξει την κουρτίνα, να είχα ανοίξει και να είχα βγει στο μπαλκόνι, εκεί έξω στο φως. Να νιώσω τη βουή της πόλης, να με πνίξει το φως του μεσημεριού, να γίνω ένας απο τα εκατομμύρια που ενώνουν τους παλμούς τους δημιουργώντας ένα εκκωφαντικό θόρυβο. Στη ντουλάπα μου όμως ήμουν ένας. Άκουγα μόνο τον παλμό της καρδιάς μου. Υπήρχαν μόνο οι σκέψεις μου. Δικές μου σκέψεις αλλοιωμένες απο κανέναν, καθόλου διαστρεβλωμένες απο την επικρατούσα άποψη. Κάθε τόσο μονάχα ένα τρίξιμο ακουγόταν, το σαράκι έτρωγε το ξύλο αργά και μεθοδικά κι εγώ μέσα στη ντουλάπα έκανα κάτι παρόμοιο. Υπομονετικά έτρωγα την πεντακάθαρη ηρεμία της ντουλάπας.

Η έξοδος απο τη ντουλάπα ήταν αναγκαία. Για τροφή και νερό. Και αναπόφευκτες υποχρεώσεις. Φίλοι, οικογένεια, δουλειά φορτώνανε το κινητό μου και τον ηλεκτρονικό υπολογιστή με μηνύματα που μοιάζανε πρότυπα προαποθηκευμένα από τον κατασκευαστή.

«Καθυστέρησα, θα είμαι εκεί στις..

Θα αργησω 5 λεπτά

Έχω δουλειά, θα τηλεφωνήσω αργότερα

Κι εγώ σ’ αγαπώ»


Η επόμενη μέρα στη δουλειά ήταν απλά χρόνος που έτρεχε σε αντίστροφη μέτρηση μέχρι την επιστροφή στη ντουλάπα. Γύρισα στο σπίτι και χώθηκα αμέσως στο σκοτάδι της, σβήνοντας και τους τελευταίους ήχους της ημέρας. Το ουρλιαχτό του μετρό καθώς φρενάρει στις ράγες, τη σειρήνα του πυροσβεστικού που επιταχύνει προς την εστία καπνού της δίπλα γειτονιάς. Εκείνη τη μέρα έμεινα μέσα 2μιση ώρες. Ίσως να αποκοιμήθηκα για κάποιο διάστημα. Ο ύπνος ήταν τόσο ήσυχος και γλυκός. Για την ακρίβεια μέσα στο απόλυτο σκοτάδι της ντουλάπας και με το κενό σκέψεων που είχα επιτύχει, μπορούσα να ξυπνάω και να κοιμάμαι χωρίς να καταλαβαίνω τη διαφορά. Το σαράκι γεννούσε προνύμφες μέσα στο ξύλο. Φανταζόμουν πως άκουγα το κλάμα τους καθώς σπάγανε το αυγό τους. Θα μπορούσαν να είναι και χιλιάδες εκεί μέσα στη βάση του ξύλου. Με ένα μουρμουρητό μου, σταματούσα τα κλάματα τους. Οι προνύμφες είχαν νανουριστεί.

Κάθε μέρα που περνούσε με έβρισκε και πιο αποκομμένο από τους ανθρώπους. Οι αδιάφορες φλυαρίες τους, χτυπούσαν στην αόρατη ασπίδα προστασίας που είχα αναπτύξει. Στη δουλειά μου βαριόμουν και έκλεινα όλα τα ζητήματα διαδικαστικά. Ασφυκτιούσα. Στην κυριολεξία. Όσο βρισκόμουν έξω από τη ντουλάπα, είχα δύσπνοια και πόνους στο στήθος. Μέσα στη ντουλάπα μόνο έβρισκα την αναπνοή μου και την ψυχική γαλήνη. Ο υπολογιστής απέναντι από τη ντουλάπα είχε μείνει στην αχρηστία. Εκατοντάδες ημιγνωστοί μου πρότειναν τα ηλεκτρονικά δάχτυλα τους για να μου σκουντήξουν τον ώμο, μα εγώ απουσίαζα επι εβδομάδες.

Χτες πήγα στο γιατρό. Η καθημερινή εισπνοή ναφθαλίνης μου έχει καταστρέψει το πάγκρεας και μου έχει δημιουργήσει νεφρική ανεπάρκεια. Χρειάζομαι εντατική περίθαλψη. Οι μικροαστικές συμβουλές του γιατρού με βρήκαν αδιάφορο. Τι ξέρει αυτός από τη ζωή? Θα περάσει την ημέρα το συμβουλεύοντας μερικούς αγχωμένους ενήλικες να κόψουν το κάπνισμα και το κρέας, να περπατάνε μισή ώρα την ημέρα και θα γυρίσει στο σπίτι του να φάει λαχανικά και φτηνές τηλεοπτικές σούπες. Εγώ δε μπορώ να νοσηλευτώ. Οι χιλιάδες μικρές μου προνύμφες με έχουν ανάγκη. Παραιτήθηκα από τη δουλειά μου. Τράβηξα τον υπολογιστή από τη μπρίζα. Τη μπαταρία από το κινητό.


Θυμάμαι εκείνη τη μέρα που μου δημιουργήθηκε η εμμονή για τη ντουλάπα. Τη θυμάμαι σαν την ομορφότερη ημέρα της ζωής μου. Όπως άλλοι θυμούνται τη γνωριμία με την κοπέλα τους, τη γέννηση του πρώτου τους παιδιού. Θυμάμαι την ανεξήγητη μαγεία της μισάνοιχτης ντουλάπας που με καλούσε να μπω μέσα της και να ζήσω εκεί για πάντα.


Απέναντι από το τοίχωμα που είναι η θέση οπου κουλουριάζομαι, τοποθέτησα ένα καθρέφτη. Μέσα στο απόλυτο σκοτάδι της ντουλάπας δε θα είναι εφικτό να αντικρύσω το είδωλο μου, όμως θέλω να γνωρίζω πως βρίσκεται εκεί. Θα κλείνω τα μάτια και θα είμαι εδώ κι απέναντι. Θα είμαι παντού μέσα στη ντουλάπα. Θα είμαι ο εαυτός μου και τίποτα παραπάνω ούτε λιγότερο.

Πριν κάποια ώρα μπήκανε στο σπίτι να με ψάξουνε. Ενόχλησαν την ησυχία μου, ήταν όμως διασκεδαστικό να ακούω την απελπισία τους. Φυσικά δε ψάξανε στην ντουλάπα, είναι πολύ μικροί για να γνωρίζουν. Δε θα με βρούνε ποτέ εδώ μέσα.