Τετάρτη, Νοεμβρίου 19, 2008

Πείνα 2 - κάνοντας τα λιανά


Αντιπαράθεση δύο ομάδων ανθρώπων, δυο τρόπων ζωής, αυτοί κι εμείς.

Απο τη μία οι δρομείς. Μεταφορικά. Αυτοί που προχωράνε μπροστά. Δεν κουβαλάνε πάνω τους το παρελθόν. Τα αόρατα τερατάκια λανγκολίερς έχουν κατασπαράξει το παρελθόν τους, τους έχουν απαλλάξει απο αυτό. Δεν έχουν παρελθόν, τρέχουν και το προλαβαίνουν, πάντα ένα βήμα μπροστά. Έχουν επιλέξει το δύσκολο, τον επίπονο δρόμο. Την πείνα. Μεταφορικά. Με την ελπίδα πως στο τέλος του δρόμου υπάρχει η ανταμοιβή τους, η επιτυχία με όποια μορφή κι αν την ονειρεύονται. Η δόξα, η αναγνώριση ή το χρήμα ή η αιωνιότητα. Αδειάζουν το μυαλό τους απο σκέψεις, αφοσιώνονται στο δύσκολο δρόμο. Μα πάντα έχουν και κάποια αμφιβολία. Φοβούνται πως στο τέλος τίποτα απο αυτά δε θα τους περιμένει κι ίσως τότε πουνε πως δεν άξιζε η πείνα.

Απο την άλλη το αντίθετο. Εμείς. Πληθυντικός πρώτο πρόσωπο. Αφηγητής και αναγνώστης τοποθετούνται απο αυτή την πλευρά για μεγαλύτερη έμφαση στην ευθύνη. (παρότι την αποποιούμαστε και ισχυριζόμαστε πως φταίνε αυτοί) Εμείς. Γεμάτοι παρελθόν ενοχών και με το αντίστοιχο παρόν υπερβολών και αμαρτιών. Παρελθόν και παρόν το ίδιο πράγμα. Χλαπακιάζουμε θολωμένοι τα χοτ ντογκ χαζεύοντας τσόντες. Πετάμε τα αποφάγια μας στο χιόνι να τα τσιμπολογήσουν τα σπουργίτια. Καταναλωτισμός, εύκολες λύσεις γρήγορες και ανώδυνες, ηδονές, όλα αυτά που μας κρατάνε στάσιμους. Η ευτυχία όμως απούσα. Η ευτυχία μένει στον πάγκο και περιμένει. Και παραμονεύει ένα μέλλον δυσοίωνο. Το λένε τα μαύρα τραπουλόχαρτα στο μανίκι ενός φίλου. Άσπονδου. Του εαυτού μας. Που είναι απων/είμαστε απόντες, έμεινε μόνο το άδειο μας σακάκι. Εμείς οι ίδιοι βάλαμε τα μαύρα τραπουλόχαρτα. Φτιάξαμε τον κυρίαρχο σημερινό τρόπο ζωής. Καταναλωτισμός, Νέουτρο ρόμπερτς κι ομίνο μπιάνκο. Κενό. Το οποιό δημιουργεί απρόσμενες αντιδράσεις. Η μπάντα που μας περίμενε βαρέθηκε και πάτησε την ουρά ενος σκύλου.

Και τελικά θα υπάρχει στο τέλος του δρόμου χρυσός ή μόνο χρυσά τσιγαρόχαρτα απλά περιτυλίγματα του παρελθόντος. Θα περιμένει η μπάντα και τα φλας ή θα φύγουν και οι φωτογράφοι?

Οι δύο αντίθετοι τρόποι ζωής συναντίωνται στη ματαιότητα.

Τρίτη, Νοεμβρίου 18, 2008

Πείνα νο.2

βίντεο υψηλής ποιότητος

Φταίνε αυτοί,
oι δρομείς.
Όχι εμεις!

Καίνε τα γόνατα τους,
όπως χτυπάνε στην άσφαλτο
και λένε..
Άδεια τα βλέμματα τους
το μυαλό τους κενό απο σκέψεις
και λένε..

Πως πλησιάζουν στο τέρμα
και τρέχουν
δεν έχουν
της ύπαρξης το έρμα:
Το παρελθόν! τρέχουν
μπροστά
προς το τέρμα

Μια μπάντα θα παίζει εμβατήρια
πολλά φλας και συγχαρητήρια
μπορεί να τους σβήσουν τα λάθη
μπορεί να τους ντύσουν χρυσάφι

Και να τους θυμούνται για πάντα
θα παίζει για κείνους η μπάντα
(να πούνε πως άξιζε η πείνα)

Φταίνε αυτοί,
όχι εμείς
παρελθόν
ενοχών.
Αναζητάμε εμείς όλα εκείνα
που ανακουφίζουν την πείνα
την ηδονή στο τιμόνι
ενα γρήγορο γεύμα
τα αποφάγια στο χιόνι
ενα πιο γρήγορο γεύμα.
Νέουτρο ρόμπερτς ομίνο μπιάνκο,
η ευτυχία μένει στον πάγκο.
Ας τα χουν αυτοί όχι εμείς
χρυσά τσιγαρόχαρτα
περιτυλίγματα του παρελθόντος
οι αργοί μας ρυθμοί
τραπουλόχαρτα μαύρα
στο μανίκι ενος άσπονδου φίλου
απόντος
μα.. βαρέθηκε η μπάντα
δε θα περιμένει για πάντα εμάς.
Θα πατήσει την ουρά ενος σκύλου!

Μια μπάντα θα παίζει εμβατήρια
πολλά φλας και συγχαρητήρια
μπορεί να τους σβήσουν τα λάθη
μπορεί να τους ντύσουν χρυσάφι

Και να τους θυμούνται για πάντα
θα παίζει για κείνους η μπάντα
(να πούνε πως άξιζε η πείνα)

Φταίνε αυτοί,
οι δρομείς,
όχι εμεις.


Παρασκευή, Νοεμβρίου 14, 2008

Πρωινό στου Μπακάκου


Το τηλέφωνο χτυπούσε βίαια μέσα στη νύχτα.
Ο Βλάσσης ανασηκώθηκε από το κρεβάτι και άρχισε να το αναζητά. Κοίταξε πάνω στο κομοδίνο, δεν ήταν. Κοίταξε κάτω από το κρεβάτι, μήπως το είχε βάλει εκεί καθώς καθάριζε το δωμάτιο, σιγά μην ήταν εκεί, άλλωστε δεν είχε καθαρίσει το δωμάτιο εδώ και πάρα πολύ καιρό. Άρχισε να ανοίγει ένα ένα τα συρτάρια και να κοιτάζει μέσα, κάτω από τα ρούχα και ανάμεσα σε χαρτιά και βιβλία. Έχωσε το χέρι μέσα από το φούτερ του και έπιασε το κλειδί που είχε πάντα κρεμασμένο στο λαιμό του. Άνοιξε ακόμα και το συρτάρι με το σενάριο του. Σπανίως ξεκλειδωνε αυτό το συρτάρι και μόνο αυτός και ένα άτομο ακόμα γνώριζαν για αυτό το σενάριο. Όμως το είχε δουλέψει την προηγούμενη μέρα, οπότε δε θα ήταν απίθανο να βρίσκεται εκεί μέσα το τηλέφωνο. Τελικά όχι. Το κουδούνισμα του τηλεφώνου συνέχιζε κι ο Βλάσσης κατάλαβε επιτέλους πως ερχόταν από άλλο δωμάτιο. Μα τι χαζός είμαι σκέφτηκε, δεν είχε τηλέφωνο στο δωμάτιο του, η μοναδική συσκευή τηλεφώνου στο σπίτι βρισκόταν στο σαλόνι.

Είχε βέβαια μεγάλο καλώδιο για να μπορεί να κάνει βόλτες όταν μιλούσε, οπότε αν το δεις με βάση τις πιθανότητες, θα μπορούσε να είναι και στην κουζίνα. Χλωμό, αλλά θα μπορούσε, άξιζε μια προσπάθεια. Και που δεν κοίταξε. Αξίζει να αναφέρουμε αναλυτικά τα ντουλάπια και τις ηλεκτρικές συσκευές στις οποίες αναζήτησε το τηλέφωνο ο Βλάσσης, αγνοώντας επιδεικτικά την κατεύθυνση του ήχου ο οποίος προφανώς ερχόταν από το σαλόνι.
Ντουλάπι
Πάνω ντουλάπι
Φούρνος (κουζίνα)
Τροφιμοθήκη
Γωνιακό ντουλάπι
Φούρνος μικροκυμάτων
Ψυγείο
Πλυντήριο πιάτων.

Πηγαίνοντας προς το σαλόνι ο Βλάσσης συνειδητοποίησε πως πρέπει επιτέλους να μάθει να χρησιμοποιεί το πλυντήριο πιάτων, θα είναι πάνω από δυο χρόνια που το έχει αγοράσει. Το τηλέφωνο χτυπούσε και του δημιουργούσε σταδιακά έναν έντονο πονοκέφαλο. Δεν το έβρισκε πουθενά όμως. Μέσα στο τζάκι δεν ήταν σίγουρα. Ο Βλάσσης είχε σταθεί σε μια γωνία του σαλονιού και επεξεργαζόταν με το βλέμμα του το χώρο όμως το τηλέφωνο ήταν πολύ καλά κρυμμένο. Το βρήκε τελικά κλεισμένο σε μια βαλίτσα, όπου το είχε χώσει πριν μερικές ώρες για να αποφύγει ακριβώς αυτό το πράγμα. Να τον ξυπνήσουν για οποιοδήποτε λόγο μέσα στη νύχτα. Ήθελε να έχει ήρεμο ύπνο.

«Που είσαι ρε μαλάκα Βλάσση, με εμπαίζεις?»
Ήταν ο ατζέντης του, ποιος άλλος τέτοια ώρα.
«με εμπαίζεις ρε φίλε?
με εμπάιζεις?».
Ο ατζέντης του είχε εκνευριστεί επειδή ο Βλάσσης δεν πήγε στο δείπνο με τους ανθρώπους από την γερμανική εταιρεία παραγωγής. Σιγά μην έπαιζε ο Βλάσσης σε γερμανική κουλτουριάρικη ταινία. Τα λεφτά βέβαια ήταν καλά, κι ο ρόλος αντικειμενικά του ταίριαζε, όμως είχε αρχίσει να βαριέται τις παραγωγές στο εξωτερικό, ήθελε για λίγο καιρό να μείνει στην πατρίδα, και με την πρόφαση πως θα αφιερωνόταν σε ελληνικές ταινίες θα είχε χρόνο για το σενάριο του.
«Τσακίσου κι έλα εδώ, δε με νοιάζει αν είναι αργά, πάρε ένα ταξί και έλα να συζητήσουμε, βαρέθηκα να με εμπαίζεις. Έχεις τόσο σπουδαίο ταλέντο, αλλά βαριέσαι. Μην το αφήνεις να πάει χαμένο»

Ο Βλάσσης δεσμεύτηκε πως θα πάει. Χρειαζόταν ενα ξεκαθάρισμα με τον ατζέντη του να μη γίνεται τόσο πιεστικός και να κοιτάξει στην ελληνική αγορά. Τον ύπνο του τον είχε χάσει έτσι κι αλλιώς.


Το τηλέφωνο άρχισε πάλι να χτυπάει. Ο Βλάσσης πετάχτηκε από κάτω απ τα σκεπάσματα ταραγμένος. Πόση ώρα είχε αποκοιμηθεί στον καναπέ? Δε θα είχε άδικο ο ατζέντης του να τον κατηγορεί πως τον εμπαίζει. Σκαρφίστηκε μια πρόχειρη δικαιολογία και πήγε να σηκώσει το τηλέφωνο. Το οποίο όμως δεν ήταν πάνω στο τραπέζι ως όφειλε. Φαίνεται πως είχε προλάβει πριν αποκοιμηθεί και το είχε ξαναχώσει μέσα στη βαλίτσα, ο Βλάσσης εντυπωσιάστηκε από τους προστατευτικούς μηχανισμούς που είχε αρχίσει να αναπτύσει έστω και για τον ολιγόλεπτο ύπνο του.

«τη βρήκα τη βρήκα τη βρήκα» ούρλιαζε κάποιος μέσα από το ακουστικό του τηλεφώνου.
Ήταν ο αδερφός του Βλάσση. Επιστήμονας που είχε αφιερώσει τη ζωή του στην αναπτυξιακή βιολογία τόσο αποκλειστικά που μπορεί να τον έβρισκες χωμένο ακόμα και για συνεχόμενες εβδομάδες μέσα στο εργαστήριο του. Την είχε βρεί όμως μέσα στη νύχτα.

«τη βρήκα τη βρήκα τη βρήκα» ούρλιαζε και προφανώς αναφερόταν στη φυσική τοξίνη που αναζητούσε τα τελευταία χρόνια, την κυκλωπαμίνη. Ο Βλάσσης ενθουσιασμένος άρχισε κι αυτός να γελάει και να φωνάζει. Τα δύο αδέρφια συμφώνησαν να συναντηθούν μέσα στη νύχτα, αυτή η σημαντική ανακάλυψη δε μπορούσε να περιμένει μέχρι το πρωί.

Φυσικά θα έπρεπε να αφήσει ξεκρέμαστο τον ατζέντη του, όμως προείχε σίγουρα ο αδερφός του και η τεράστια ανακάλυψη του. Ο Βλάσσης πήρε ένα ταξί και του είπε να κάνουν μια στάση στην Ομόνοια. Πήρε ένα καφέ σε ζεστό πλαστικό ποτήρι και μία τυρόπιτα και έκανε νόημα στον ταξιτζή να βάλει την αναμονή να γράφει. Περπάτησε μερικά μέτρα μέχρι τη γωνία. Είχε αρχίσει να ξημερώνει. Στάθηκε έξω από τη βιτρίνα και κοίταζε προς τα μέσα. Εκείνη την ώρα της ευτυχίας και των ριζικών αλλαγών στη ζωή του, μονο εκεί ήθελε να βρίσκεται. Στο αγαπημένο του μέρος. Στου Μπακάκου. Εκεί τίποτα δε μπορούσε να σου συμβεί, όπως συνήθιζε ο Βλάσσης να λέει. Κοίταξε τις καρτέλες από τα χάπια, τις ενέσεις, τα ορθοπεδικά βοηθήματα, τα πολύχρωμα κουτάκια στοιβαγμένα όλα δίπλα δίπλα, ανάλογα με τη χρησιμότητα τους. Αλλού αυτά για τον πονοκέφαλο, αλλού αυτά για τη μαλάρια.

Κι ύστερα ξαναμπήκε στο ταξί και κατευθύνθηκαν προς το εργαστήριο του αδερφού του. Δεν ήταν σίγουρος για την οδό, είχε χρόνια να πάει. Την τελευταία φορά ήταν όταν αγόρασε και το πλυντήριο πιάτων. Συνεπώς μια καλή ιδέα θα ήταν να βρούνε το κατάστημα ηλεκτρικών δίπλα στο ινστιτούτο. Μάταια. Το κατάστημα είχε κλείσει, κάνανε αρκετούς γύρους στα στενά. Από την οδό Κωσταντή θυμόταν πως σίγουρα στρίβανε δεξιά. Τελικά όχι, στρίψανε και αριστερά, μήπως και είχε κάνει λάθος, αλλά δεν ήταν ούτε εκεί. Ο ταξιτζής παρότι έγραφε το ταξίμετρο, εκνευρίστηκε και άνοιξε χάρτη. Τελικά το βρήκανε. Καμία σχέση με οδό Κωσταντή και το κατάστημα δεν είχε κλείσει, ήταν κανονικά στη θέση του. Φυσικά ήταν κλειστό εκείνη τη στιγμή, αφού ήταν πολύ νωρίς το πρωί ακόμα.

«τη βρήκα τη βρήκα τη βρήκα» Είχε βρει την κυκλωπαμινη ο αδερφός του Βλάσση. Και αυτό σήμαινε πολλά. Και για τους δύο. Η ιστορία πάει πολλά χρόνια πίσω. Τους είχε διηγηθεί ο πατέρας τους την ιστορία για μονόφθαλμα πρόβατα που γεννήθηκαν στο Άινταχο τη δεκαετία του ’50. Από τότε τα δύο αδέρφια έβαλαν στόχο της ζωής τους την κυκλωπαμίνη. Για διαφορετικούς λόγους ο καθένας.

Ο Βλάσσης έγραφε ένα σενάριο. Θα το έκανε ταινία μια μέρα. Ο πρωταγωνιστής ήταν ένας κύκλωπας. Αγράμματος και περιφρονημένος από την κοινωνία, ο κύκλωπας γίνεται τιμωρός. Παίρνει τα λεφτά των τραπεζών και τα μετατρέπει σε ζωή. 5 ευρώ σώζουν ένα παιδί της Αφρικής από μαλάρια. Ο φρικιαστικός κύκλωπας γίνεται ήρωας. Θα πρωταγωνιστούσε ο ίδιος ο Βλάσσης. Ο ρόλος της ζωής του. Εξαρτώνταν κατά πολύ από τον αδερφό του βέβαια.

Ο αδερφός του ήταν βέβαιος από χρόνια πως είναι σε καλό δρόμο. Και τελικά τα είχε καταφέρει. Η ανακάλυψη της κυκλωπαμίνης είχε πολυδιάστατη σημασία για τον ίδιο. Εκπλήρωνε το παιδικό τους απωθημένο, τον έφερνε αγκαλιά με το νόμπελ και τη διεθνή καταξίωση, έδινε ελπίδες σε εκατομμύρια κόσμο που υποφέρει από διαφορετικά είδη καρκίνου. Θα νικούσε τον καρκίνο, αυτόν που είχε λυγίσει πριν χρόνια τον αγαπημένο τους πατέρα.

Ο αδερφός του Βλάσση, του εξήγησε πως έφτασε στην ανακάλυψη. Τα λουλούδια που τρώγανε τους χειμερινούς μήνες τα πρόβατα, όταν ανεβαίναν στα βουνά, περιείχαν ένα δηλητήριο. Αυτό σταματούσε την ανάπτυξη των εμβρίων με αποτέλεσμα τα πρόβατα να γεννιούνται με ένα μάτι. Στον άνθρωπο οι πιθανότητες ήταν πολύ μικρότερες να συμβεί κάτι τέτοιο, είχε αναφερθεί περιστατικό όμως γένησης μωρού με ένα μάτι και ατροφική προβοσκίδα. Η χρόνια μελέτη αυτών των λουλουδιών οδήγησε στην ανακάλυψη της κυκλωπαμίνης. Θα τον δόξαζαν όλα τα επιστημονικά περιοδικά. Δυστυχώς όμως δε μπορούσε να βοηθήσει το Βλάσση.

Η ουσία σε οποιαδήποτε ποσότητα δεν επηρέαζε το χρήστη της. Οι μητέρες των προβάτων δεν παρουσίασαν κανενός είδους γενετική μετάλλαξη. Μόνο τα έμβρυα τους ατροφούσαν. Ο Βλάσσης φώναζε. Του φαινόταν αδύνατο. Ο αδερφός του στα μάτια του είχε αποτύχει. Δεν τον ένοιαζε να θεραπευτεί ο καρκίνος, δεν τον ένοιαζαν οι εκατομμύρια ασθενείς, απ το τηλέφωνο του είχε πει πως τα κατάφερε και τώρα του τα έλεγε αλλιώς, το Βλάσση εκείνη τη στιγμή τον ένοιαζε να γίνει ο ίδιος κύκλωπας. Άρχισε να φωνάζει. «με εμπαίζεις ρε?» Τσακώθηκαν άσχημα.

Τον χτύπησε με γροθιά στο πρόσωπο. Μετά στην πλάτη και στα πλευρά, όπου να ναι, χτυπούσε στα τυφλά. Ο αδερφός του έριχνε κι αυτός. Ο Βλάσσης τον έσπρωξε και τον έριξε κάτω. Μετά του έριξε κλωτσιά στην κοιλιά. Και μετά κι άλλη στα πόδια, ο αδερφός του είχε κουλουριαστεί. Κατάφερε κι ανασηκώθηκε. Τότε ο Βλάσσης τον έσπρωξε κι ο αδερφός του έπεσε πάνω σε ράφια με μπουκάλια που σπάσανε και τον κόψανε. Ένα μεγάλο κομμάτι γυαλί του είχε καρφωθεί στο λαιμό. Ο Βλάσσης πανικοβλήθηκε. Έτρεξε να φύγει. Άρπαξε το μεγάλο φυαλίδιο με την κυκλωπαμίνη και το ήπιε απελπισμένος. Βγήκε στο δρόμο και άρχισε να τρέχει. Ήξερε που ήθελε να πάει. Δεν ήταν σίγουρος πως θυμόταν όμως μέσα στην ταραχή του.
Στην Ομόνοια. Στου Μπακάκου. Εκεί θα πήγαινε. Εκεί είναι όλα ωραία. Τίποτα άσχημο δε μπορεί να σου συμβεί εκεί μέσα. Μετά από μεγάλη περιπλάνηση έφτασε.

«το ήξερα πως θα έρθεις εδώ. Γιατί δεν ήρθες, σταμάτα να με εμπαίζεις»
Ο ατζέντης του τον κυνηγούσε. Ήταν ο τελευταίος που ήθελε να δει εκείνη τη στιγμή ο Βλάσσης. Έτρεξε προς τη Σταδίου μα ο ατζέντης τον ακολουθούσε φωνάζοντας. Έστριψε στην Αιόλου. Βγήκε στην Αθηνάς. Ξανά στην Ομόνοια. Μπήκε στην Αγίου Κωνσταντίνου και μετά σε ένα στενάκι που ούτε ήξερε πως λεγόταν. Του είχε ξεφύγει. Βρέθηκε πάλι στου Μπακάκου. Η βιτρίνα του. Τόσο επιβλητική και όμορφη. Η μεγάλη δόση της τοξίνης μέσα στο αίμα του τον είχε τρελάνει. Ο Βλάσσης έγινε ο ήρωας του σεναρίου του. Μπήκε μέσα στο φαρμακείο χωρις να πολυκαταλαβαίνει, χωρίς να ακούει, έκανε εκκωφαντική κατάληψη στα αυτιά του ένα σταθερό βουητό. Πήγε στο ράφι με τα χάπια για τη μαλάρια. Πρέπει να σώσω τα παιδιά στην Αφρική. Γέμισε την αγκαλιά του με χάπια και παραπατώντας έτρεξε προς την έξοδο.

Ένας πυροβολισμός τον έριξε στο έδαφος. Ο Βλάσσης πνιγόταν. Βυθιζόταν σε ένα σκοτεινό σύννεφο που δεν ήξερε αν ήταν θάνατος ή μια ανώδυνη παρενέργεια τοξίνης. Παρόλαυτα ο πυροβολισμός ηταν άμυνα. Απέναντι στους τοξικομανείς και τους κλέφτες. Σίγουρα, δεν είναι σωστό μέτρο, αλλά κάπως πρέπει κι οι καταστηματάρχες να προστατέψουν την περιουσία τους. Η εγκληματικότητα στο κέντρο έχει ξεφύγει. Ένα όπλο δεν είναι τίποτα παραπάνω από προστασία. Μετά από κυνηγητό γύρω από την ομόνοια, ο τοξικομανής μπαίνει στο φαρμακειο και πάει να αρπάξει μια αγκαλιά κουτιά με χάπια. Τι πρέπει να κάνει εκεί ο καταστηματάρχης? Να το πεις σύμπτωση? Την ώρα εκείνη στο φαρμακείο βρισκόταν το αφεντικό. Τη σφαίρα την έριξε ο ίδιος ο Μπακάκος.