Πέμπτη, Φεβρουαρίου 28, 2008

Μια ξεχωριστή βραδιά (ακόμα)

Το εστιατόριο ήταν υπερπολυτελές κι ο σερβιτόρος μας οδήγησε στο τραπέζι μας και μάλιστα μας τράβηξε ελαφρά την καρέκλα όταν πήγαμε να καθίσουμε. Στην αρχή πίστεψα ότι ίσως και να μου κάνει αυτό το αστείο που πας να κάτσεις και σου τραβάνε την καρέκλα και πέφτεις και μετά γελάει όλο το μαγαζί μαζί σου, αλλά λέω, ε όχι δα, αποκλείεται να συμβεί κάτι τέτοιο σε ένα τόσο προσεγμένο ρεστοράν.

Ξεφύλλισα τον κατάλογο μήπως και υπήρχε κάποιο ιδιαίτερο πιάτο, και το μόνο που μου κίνησε το ενδιαφέρον ήταν οι πένες με ορτύκια. Η σύζυγος μου πήρε το σκατζόχοιρο με σάλτσα ζεστό σαλέπι. Επεξεργαστήκαμε το χώρο. Πρώτη φορά πηγαίναμε εκεί και μας φάνηκε συμπαθητικό μέρος.

Το χρόνο μέχρι να έρθουν τα πιάτα μας, το ροκάνιζε βασανιστικά ενα σχήμα από τρείς μεγαλόκοπέλες που τραγουδούσαν, έπαιζαν κιθάρα, κλαρινέτο, όμποε και κρουστά εφαρμόζοντας με υποδειγματικό τρόπο το rotation. Τη μια στιγμή η δεξιά έπαιζε αισθαντικά κλαρινέτο, μα μέχρι να ανοιγοκλείσεις τα μάτια σου, είχε αρπάξει την κιθάρα και την έπαιζε ρυθμικά, ενώ το κλαρινέτο το είχε αναλάβει η έξω αριστερά. Παρεπιπτόντως, η μεσαία δεν είχε το ένα της πόδι. Στην αρχή είχε το γούστο του το όλο κόνσεπτ, όμως με την ώρα άρχισαν να περνάνε απ το μυαλό μου τρομακτικές σκέψεις, όπως ότι ανοίγεις την πόρτα του σπιτιού σου και βλέπεις στο σαλόνι σου τις τρεις κοπέλες να παίζουν εύθυμα και να τραγουδάνε ή οτι εκεί που γλαροκοιμάσαι στην αίθουσα αναμονής του οδοντιάτρου, σου φυσάει η μεσαία μια κλίμακα με το κλαρινέτο μέσα στο αυτί.

Τα πιάτα μας φτάσανε και τότε έγινε η μοιραία ερώτηση
«Θέλετε και παρμεζάνα στις πένες σας?»
με ένα νεύμα μου, ο σερβιτόρος εξαφανίστηκε κι όταν πάλι ήρθε προς το μερος μας, κράταγε ένα μεγάλο κομμάτι τυρί και στο άλλο του χέρι ένα μακρύ αντικείμενο σαν μαχαίρι, που όμως τελικά ήταν τρίφτης.

Τα άφησε για λίγο ενοχλημένος στο τραπέζι και παιδεύτηκε κάπου 40 δευτερόλεπτα μέχρι να βρει την κατάλληλη λαβή. Τα χείλη του τρέμανε από νευρικότητα, πώς θα μπορούσα να φανταστώ ποτέ αυτό που θα ακολουθούσε…

Σήκωσε τα χέρια του ψηλά και άρχισε να τρίβει την παρμεζάνα πάνω από τα μαλλιά του. Το τυρί άρχισε να τον σκεπάζει και νιφάδες πέφτανε και στέκονταν πάνω στα φρύδια του. «Πείτε μου πότε να σταματήσω» είπε ξερά.

Κατάφερα να αρθρώσω λέξη μόνο αφού είχε τρίψει περίπου 300 γραμμάρια παρμεζάνα πάνω του. Μετά μας δικαιολογήθηκε πως πρέπει να αλλάξει και έφυγε. Δε μας ενόχλησε όλη την υπόλοιπη ώρα που τρώγαμε.

Μέχρι που ήρθε η ώρα να πληρώσουμε. Ζητήσαμε το λογαριασμό και τότε τον ξαναείδαμε μπροστά μας. Φορούσε παλεστική φόρμα μονοτίραντη, κόκκινο κολάν και μας βοήθησε να ντυθούμε. Μας συνόδευσε στην έξοδο και προσφέρθηκε να μας αποχαιρετήσει όπως κάνει μόνο στους καλύτερους πελάτες. Έπιασε ένα τηλεφωνικό κατάλογο και τον έσκισε μπροστά μας.

Εμείς χαμογελάσαμε αμήχανα.
«δεν το πιάσατε,» μας είπε
«έσκισα τον κατάλογο ώστε όλα τα ονόματα με 24 γράμματα να τεμαχιστούν ισομερώς»

Είχαμε ζαλιστεί από το μεθυστικό άρωμα του κρασιού κι από τις φωνές των τριών κοριτσιών που επεξεργάστηκαν σαν κρουστικό εργαλείο τα αυτιά μας επι ώρες. Όρκιστήκαμε πως δε θα ξαναπάμε ποτέ εκεί.

Το επόμενο πρωί ξύπνησα αγχωμένος δέκα λεπτά πριν χτυπήσει το ξυπνητήρι. Πήρα αμέσως τηλέφωνο και έκλεισα τραπέζι στο ίδιο εστιατόριο. Συνήθως, είναι τα πιο ενοχλητικά πράγματα, αυτά που σου δημιουργούν εθισμό.

Παρασκευή, Φεβρουαρίου 22, 2008

Μαφιόζικη τριλογία : 3. Το ομιλόν άλογο

Μια ιστορία σε τρία μέρη, με περιστατικά, ιδέες και ονόματα, όλα κλεμμένα απο τρίτους.

Τα ονόματα αναγράφονται στα λατινικά, καθώς δεν είναι δυνατό στην ελληνική να αποδωθεί η σωστή προφορά τους.

Το πρώτο μέρος "1. Το τεστ με την πολυθρόνα"

Το δεύτερο μέρος "2. Οι στάβλοι του Δον Μάσσιμο"

3.

Το άνοιγμα της πόρτας των καταραμένων στάβλων ήταν η αρχή του τέλους για τα αδέρφια Barzini. Ήταν ζήτημα εβδομάδων να δώσουν τέλος στη ζωή τους με διάφορους τρόπους. Ο Ματέο για παράδειγμα πήδηξε απο την ταράτσα της κάζα, ο Αλέσσιο έπεσε στις ρόδες ενός φορτηγού και ο Φάμπιο δηλητηρίασε τα παιδιά και τη γυναίκα του με μια ναπολιταίν με αλ ντέντε σπαγγέτι νο 7, κρατώντας το τελευταίο πιάτο για τον εαυτό του. Όποιος αντίκρυσε το στάβλο με τα ακέφαλα άλογα σύντομα έχασε τα λογικά του και απέκτησε μια ανίκητη επιθυμία να βάλει τέλος στη ζωή του. Να κάνει το απονενοημένο διάβημα, που λένε.

Ζήτημα χρόνου ήταν να πεθάνει κι ο μικρότερος γιος του Δον Μάσσιμο, ο Σιμόνε, ο οποίος είχε κατακόψει τις φλέβες του και διέταξε να μην τον πάνε σε νοσοκομείο, παρά να αφήσει την τελευταία του πνοή στο σπίτι που κάποτε ήταν σύμβολο ισχύος της οικογένειας, στην κάζα της φαμίλιας Barzini. Και λίγο πριν ξεψυχήσει, ζήτησε να παρουσιαστεί μπροστά του ο ιπποκόμος, ο μόνος άνθρωπος που εκτός απ τον Δον Μάσσιμο φαίνεται να γνώριζε για το στάβλο με τα ακέφαλα άλογα.

Ο ιπποκόμος πρόλαβε τον Σιμόνε στιγμές πριν πεθάνει κι ο Σιμόνε τον όρκισε να του κάνει μια τελευταία χάρη στο όνομα του Δον Μάσσιμο, να οργανώσει μια μικρή ενέδρα στον άλλοτε έμπιστο κονσιλιέρε τους, τον προδότη Calazzo.

Ο Calazzo ήθελε κι αυτός όσο τίποτε άλλο να πάει στην κάζα του Δον Μάσσιμο και να βρει τους στάβλους, με το μύθο των οποίων είχε μεγαλώσει. Οι Cuneo βέβαια με τους οποίους δούλευε πια δε βλέπανε με καλό μάτι την νοσταλγία του για την παλιά του φαμίλια. Μόλις έμαθε όμως για την κατάληξη όλων των αδερφών Barzini, αποφάσισε να μην ζορίσει την τύχη του.

Κάποιο απόγευμα που καθόταν με τους άλλους Cuneo στη σάλα και παίζανε μπιλιάρδο, η υπηρέτρια του σέρβιρε το ουίσκι του και κάτω απ το ποτήρι, του άφησε ένα σημείωμα. Ο Calazzo το σήκωσε διακριτικά και διάβασε κάτι που τον τάραξε. Ακολούθησε την άγνωστη του ως τότε υπηρέτρια, όμως την έχασε στο διάδρομο. Τις επόμενες μέρες βρήκε αρκετά παρόμοια σημειώματα που του δίνανε ολοένα και περισσότερα στοιχεία για το περιεχόμενο των στάβλων. Στην αρχή πίστεψε πως ήταν δοκιμασία απο τους Cuneo για να δουν κατα πόσο ενδιαφέρεται ακόμα για τα δρώμενα στην ερημωμένη κάζα των Barzini.

Το βράδυ ο Calazzo ονειρεύτηκε το Δον Μάσσιμο στην αυλή του. Με τα κατάλευκα του γάντια έπιανε τα χαλινάρια του αγαπημένου του αλόγου και έσκυβε και του ψιθύριζε στο αυτί, χαϊδεύοντας του ταυτόχρονα τη χαίτη. Το άλογο τότε έστρεφε το βλέμμα του προς τον ίδιο τον Calazzo και του έδειχνε αγριεμένο τα δόντια του, απο τα οποία άρχιζε να τρέχει αίμα. Ο Calazzo τινάχτηκε ιδρωμένος απο το όνειρο του και μια έκπληξη τον περίμενε. Στο προσκέφαλο του στεκόταν όρθια η μυστηριώδης υπηρέτρια, η οποία του συστήθηκε. Η Λάουρα του μίλησε για αυτό που βρήκαν οι Barzini στους στάβλους. Για αυτό που τους τρέλανε και τους οδήγησε στο θάνατο. Για αυτό που ο Δον Μάσσιμο είχε φυλάξει μονάχα για τον έμπιστο κονσιλιέρε του τον Calazzo, για αυτό που ήταν τόσα χρόνια η πηγή της δύναμης της φαμίλιας, για αυτό που θα ήταν και το όχημα για την κατάκτηση όλης της Σιτσίλια αν το έκανε δικό του ο Calazzo. Του είπε για το ομιλόν άλογο.

Και τότε ο Calazzo θυμήθηκε. Όλες οι φορές που ο Δον Μάσσιμο βρισκόταν σε δύσκολη θέση, φόραγε το σακάκι του και κατέβαινε πίσω στον κήπο. Ζητούσε το άλογο του και ύστερα το κρατούσε απο τα χαλινάρια του και το πήγαινε βόλτα χωρίς να το καβαλάει. Περπατούσε δίπλα του και του μιλούσε. Ο Calazzo πείστηκε αμέσως. Το ομιλόν άλογο θα του χάριζε τα πάντα, θα ξεφορτωνόταν και τους Cuneo που αργά ή γρήγορα ήξερε πως θα τον τρώγανε αυτοί πρώτοι. Η Λάουρα τον προειδοποίησε να είναι πολύ προσεκτικός και να είναι απολύτως βέβαιος πως όταν τον ειδοποιήσουν θα πάει μόνος του στη συνάντηση με τον ιπποκόμο.

Και η μέρα έφτασε. Σε ένα απομακρυσμένο κτήμα στο Σικάγο, που ήταν τα παλιά χρόνια της οικογένειας Cerone και που είχε να επισκεφτεί χρόνια ο Calazzo ορίστηκε το σημείο συνάντησης. Ένα μαύρο αυτοκίνητο σταμάτησε στην είσοδο κι απο μέσα βγήκε ο Calazzo και μόνος του προχώρησε προς το σημείο που τον περίμενε ο ιπποκόμος. Αυτός του έδωσε το φάκελο με το κλειδί και του δήλωσε πως το έργο του τελείωσε μια και καλή. Πως υπηρέτησε επι χρόνια το Δον Μασσιμο και πως πλεον αφού παραδίδει το ομιλόν άλογο στον νέο του αφέντη, αποσύρεται καθως δεν επιθυμεί να δουλέψει για το δολοφόνο του αφεντικού του.

Ο Calazzo σάστισε κι έμεινε μόνος να απορεί πως θα τον δεχτεί το ομιλόν άλογο. Ξεκλείδωσε την πόρτα του στάβλου που ήταν ζεστός και άδειος και προχώρησε σε ένα μακρύ διάδρομο για να βρει το δεύτερο στάβλο. Άνοιξε την επόμενη πόρτα και στο βάθος είδε το άλογο. Σκεπασμένο με μια κουβέρτα και χωμένο στην ταϊστρα του, περίμενε ακίνητο το νέο του αφέντη για να του αποκαλύψει τον τρόπο να κατακτήσουν την κορυφή. Προχώρησε κοντά του και τράβηξε την κουβέρτα.

Και τότε ο Calazzo κατάλαβε πως το ομιλόν άλογο δεν ήταν παρά μια φτηνή, κακοστημένη φάρσα. Μπροστά του στεκόταν μια κατασκευή απο τενεκέδες φέτας και μπάλες του μπόουλινγκ που σκεπασμένα με την κουβέρτα είχαν δώσει αρχικά την όψη ενός αλόγου. Ο Calazzo έβγαλε βιαστικά απο την τσέπη του ένα ασύρματο τηλέφωνο και φώναξε «παγίδα, είναι παγίδα». Έκανε να τρέξει προς την έξοδο, ενώ ταυτόχρονα απο το αμάξι βγήκανε τρεις Cuneo. Φτάνοντας όμως εκεί που πριν ήταν ο άδειος στάβλος, τώρα είδε μπροστά του πάνω απο δεκαπέντε ακέφαλα άλογα. Τρομαγμένος έκανε να γυρίσει, μα ο ιπποκόμος πετάχτηκε απο πίσω του και έκλεισε την πόρτα.

Τα ακέφαλα άλογα, με το τρίχωμα τους να έχει ποτίσει πηχτό αίμα κινήθηκαν προς το μέρος του. Είχε μείνει κολλημένος στην πόρτα την οποία χτυπούσε μάταια και τα άλογα αρχίσανε και τρέχανε και πέφτανε με φόρα πάνω του. Αυτός σωριάστηκε κάτω. Τα ακέφαλα άλογα τον πατάγανε δυνατά με τις σιδερένιες όπλες τους και τον χτυπάγανε στο κεφάλι και στα πλευρά. Καθώς τρέχανε και σφίγγονταν οι μυες τους, πεταγόταν όλο και πιο πολύ αίμα απο το κομμένο κεφάλι τους. Κι ο Calazzo σε αφόρητους πόνους απο τα χτυπήματα, ξεψύχησε πνιγμένος σε αίμα ακέφαλων αλόγων.

Οι τρεις Cuneo που έσπευσαν για βοήθεια είχαν σταματήσει στην πόρτα και παρακολουθούσαν το απόκοσμο θέαμα. Σαν υπνωτισμένοι παρέμειναν στο ίδιο σημείο ακόμα και όταν τους επιτέθηκαν τα ακέφαλα άλογα και τους ποδοπάτησαν προσφέροντας τους τον ίδιο θάνατο με το Calazzo.

Τα πτώματα των τεσσάρων βρέθηκαν εβδομάδες μετά και ο θάνατος τους δεν αποδόθηκε σε καμία άλλη φαμίλια. Κανείς δεν έμαθε για τα ακέφαλα άλογα και κανείς ποτέ δεν ξαναέμαθε για την ύπαρξη τους, ούτε κανείς ξανα είδε τον ιπποκόμο τους. Πιθανό να ζουν ακόμα εκεί, στο πίσω μέρος του κτήματος της κάζα του Δον Μάσσιμο. Ζωντανά νεκρά, καταραμένα, διψώντας για αίμα Cuneo.



*αφιερωμένο στο Δον Κορλεόνε, αυτόν τον άγνωστο

Πέμπτη, Φεβρουαρίου 21, 2008

Μαφιόζικη τριλογία: 2. Οι στάβλοι του Δον Μάσσιμο

Μια ιστορία σε τρία μέρη, με περιστατικά, ιδέες και ονόματα, όλα κλεμμένα απο τρίτους.
Τα ονόματα αναγράφονται στα λατινικά, καθώς δεν είναι δυνατό στην ελληνική να αποδωθεί η σωστή προφορά τους.

Το πρώτο μέρος "1. Το τεστ με την πολυθρόνα"

2.

Μέσα Ιούνη. Οι Barzini είχανε αποκτήσει τον συνολικό έλεγχο της αγοράς και από θέση ισχύος θα πήγαιναν στο συμβούλιο της Σιτσίλια στο Βορρά. Εκεί ήταν το μόνο σημείο που οι φαμίλιες συνταντιόντουσαν χωρίς να υπάρχει το ενδεχόμενο του αλληλοσκοτωμού. Παρόλαυτα η πομπή των Barzini χώρισε σε τέσσερις ομάδες, πιο πολύ όμως για τυπικούς λόγους κι όχι με το φόβο κάποιας επίθεσης. Το μοιραίο λάθος όμως για το Δον Μάσσιμο είχε γίνει. Το αμάξι του θα το συνόδευε μέχρι το Βορρά το αμάξι του Calazzo.

Η πομπή πήγαινε καλά μέχρι λίγο πριν τα διόδια. Ο Δον Μάσσιμο αντιλήφθηκε πως το αμάξι του Calazzo είχε κρατήσει απόσταση. Υποψιάστηκε την ενέδρα και καθώς πλησιάζανε στα διόδια είδε από μακριά αφύσικα πολύ κόσμο μαζεμένο. Έτσι είχανε φάει και τον Τατάλια κι ο Δον Μάσσιμο δε θα επιθυμούσε το ίδιο τέλος και για τον ίδιο. Διέταξε τον οδηγό να γυρίσει κι αμέσως το αμάξι έκανε αναστροφή μέσα σε καπνούς και ουρλιαχτό από τα λάστιχα.

Θα είχε πιστέψει πως γλίτωσε απο την ενέδρα όταν η μαύρη νταλίκα έσκασε πάνω στο αμάξι τους σκοτώνοντας ακαριαία και τους 4 επιβάτες. Ο Calazzo στο πίσω αμάξι ήταν ο πρώτος που έφτασε στο σημείο του «δυστυχήματος». Φρόντισε να βεβαιωθεί πως όλοι ήταν νεκροί και ύστερα φυγάδευσε τον οδηγό της νταλίκας κρύβοντας τον στο πορτ μπαγκάζ του αυτοκινήτου του. Από το θάλαμο της νταλίκας έβγαλαν ένα φουκαρά ναπολιτάνο τον οποίον εκτέλεσαν δήθεν παραδειγματικά ως υπεύθυνο για το τρακάρισμα. Το συμβούλιο της Σιτσίλια αναβλήθηκε μέσα σε ταραχή, κι ο Τζιάκομο Cuneo παρέμεινε ήσυχος για τις επόμενες τρεις ώρες κλεισμένος μέσα στο πορτ μπαγκάζ.

Η νταλίκα δε διέλυσε μόνο το πολυτελές αμάξι του Barzini. Διέλυσε συθέμελα και τη φαμίλια ολόκληρη. Σύντομα ξέσπασε ο πόλεμος αδερφών και ξαδερφών και δεν άργησαν να μπουν στην κάζα και να την ξετινάξουν καπηλεύοντας την περιουσία.

Οι τσακωμοί επεκτάθηκαν και στη μοιρασιά του κτήματος πίσω από το σπίτι. Και τότε ήταν που βρήκαν τους περίφημους στάβλους του Δον Μάσσιμο.

Αρχικά ήταν δέος αυτό που νιώσανε όσοι πατήσανε το πόδι τους εκεί μέσα. Περήφανα πανάκριβα άλογα, μαύρα και καφέ, στέκονταν στις θέσεις τους, φαίνονταν ατίθασα και ικανά ακόμα και να συναγωνιστούν άλογα αγώνων. Δε γνώριζαν πως προορίζονταν για άλλο σκοπό. Οι αδερφοί Μπαρζίνι τρίβανε τα χέρια τους καθώς βλέπανε ακόμα μια πτυχή της μεγάλης περιουσίας του Δον Μάσσιμο και δέσανε τον ιπποκόμο και τον ρωτάγανε για την αξία των αλόγων. Αυτός κλαίγοντας τους παρακαλούσε ότι κι αν συμβεί, να μην ανοίξουν τους πίσω στάβλους. Μα οι θόρυβοι απ τον πίσω στάβλο ακούγονταν όλο και πιο δυνατά και καθώς οι Barzini προχωρούσαν προς την πόρτα, μια απόκοσμη μυρωδιά γέμιζε τα ρουθούνια τους. Ο ιπποκόμος πάντως, τους είχε προειδοποιήσει.

Το δέος μετατράπηκε σε φρίκη μόλις αντίκρυσαν τον αιματοβαμμένο στάβλο με τα ακέφαλα άλογα.

Συνέχεια στο επόμενο μέρος «το ομιλόν άλογο»

Δευτέρα, Φεβρουαρίου 18, 2008

Μαφιόζικη τριλογία: 1. Το τεστ με την πολυθρόνα

Μια ιστορία σε τρία μέρη, με περιστατικά, ιδέες και ονόματα, όλα κλεμμένα απο τρίτους.
Τα ονόματα αναγράφονται στα λατινικά, καθώς δεν είναι δυνατό στην ελληνική να αποδωθεί η σωστή προφορά τους.


1.
Ο Δον Μάσσιμο Barzini είχε πολλές ανοιχτές παρτίδες στη φαμίλια κι όταν σκοτώθηκε σε εκείνο το «παράξενο» δυστύχημα του Ιούνη, αναμενόμενο ήταν τα τσιράκια του να ξεψειρίσουν την κάζα του στο Midtown. Εκεί, στην έκταση δεκάδων στρεμάτων πίσω από το σπίτι, στο δυτικό κομμάτι πίσω απ το υδραγωγείο, βρέθηκαν οι πολυσυζητημένοι στάβλοι του.

Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή.
Ο Barzini εμπιστεύτηκε υπερβολικά πολλές αρμοδιότητες στον κονσιλιέρε του, τον Calazzo. Κι αυτός βλέποντας πως ο γερο Barzini του είχε τυφλή εμπιστοσύνη, άρχισε να κάνει ανεξάρτητες δουλειές στο New Jersey και άνοιξε παρτίδες με τους εχθρούς των Barzini, τους Cuneo.

Γρήγορα οι φήμες έφτασαν στα αυτιά του Δον Mάσσιμο. Αυτός όμως δεν τις πίστευε αφού είχε μεγαλώσει στα πόδια του τον Calazzo και δεν περίμενε να του επιστρέψει την πατρική φροντίδα με στεγνή προδοσία. Μόνο όταν δολοφονήθηκε ο Giuseppe στη στράντα Bormio με τρόπο που θύμιζε τη μέθοδο της ίδιας της φαμίλιας Barzini, αποφάσισε να κάνει το τεστ με την πολυθρόνα.

Η δερμάτινη πολυθρόνα ήταν φουλαρισμένη με κόκα κι ο Calazzo ήταν αυτός που έπρεπε να την συνοδεύσει μέχρι το Μπρούκλιν οπου θα έμενε στο σπίτι του Gianluca για εβδομάδες. Τόσα πολλά κιλά κρυμμένα από την αγορά μέσα στο καλοκαίρι θα δημιουργούσαν τεχνητή άνοδο της τιμής της κοκαΐνης στο Jersey. Ο Calazzo ενημερώθηκε για το περιεχόμενο της πολυθρόνας και πίστευε πως ήταν ο μόνος που γνώριζε. Έτσι τα έβαλε κάτω και συμπέρανε πως κανείς άλλος δε θα έψαχνε για την πολυθρόνα πριν τα μέσα Ιουλίου κι έτσι αν κράταγε την κόκα για τον εαυτό του, θα είχε τη δυνατότητα να μπει γερά στην αγορά και να περάσουν εβδομάδες μέχρι ο Barzini να το αντιληφθεί. Και τότε θα ήταν πολύ αργά.

Κι ο Calazzo δεν έχασε την ευκαιρία και παρέδωσε μια πολυθρόνα γεμισμένη με ασβέστη στο Gianluca ενώ την ίδια ώρα είχε διοχετεύσει την κοκαϊνη στους Cuneo κι αυτοί πλημμυρίζανε το Jersey με το λευκό άγγελο. Το ίδιο βράδυ όμως ο Gianluca έπαιξε το ρόλο του, έσκισε την πολυθρόνα και ενημέρωσε τον Barzini για το τεστ που απέτυχε να περάσει ο προστατευόμενος του.

Το επόμενο πρωί που ο Calazzo ξύπνησε, βρήκε ένα κεφάλι αλόγου κάτω απ τα σεντόνια του και ήξερε ήδη πως ο Barzini τον είχε καταλάβει. Τα κομμένα κεφάλια αλόγου ήταν χαρακτηριστικό χτύπημα προειδοποίησης του Barzini. Συχνά, όποτε ήθελε να κάνει επίδειξη δύναμης έστελνε κεφάλι αλόγου και κανείς στις σικελιάνικες οικογένειες δεν ήξερε πως ήταν δυνατό να βρίσκει τόσα άλογα ώστε να το κάνει με τέτοια ευκολία και συχνότητα.
Ο Calazzo ήξερε πως πλέον για αυτόν υπήρχαν δύο επιλογές. Ή θα πήγαινε την κάζα και θα γονάτιζε μπροστά του ζητώντας ταπεινά να φιλήσει το χέρι του ή θα ξεκινούσε ανελέητο πόλεμο στον Barzini.

Ώρες μετά ήταν γονατιστός και ορκιζόταν ειλικρινή μεταμέλεια ισχυριζόμενος πως άρπαξε τη μία ευκαιρία, έπεσε στην παγίδα, πήρε το μάθημα του και θα είναι ο πιο πιστός ακόλουθος στη μάχη της επανάκτησης του ελέγχου της αγοράς. Βέβαια τέτοιο ζήτημα δεν είχε τεθεί, καθώς ο Barzini είχε φροντίσει η κοκαΐνη της πολυθρόνας να είναι νοθευμένη με τέτοιο τρόπο που θα έδειχνε 60% καθαρή την πρώτη μέρα, μα θα έπαιρνε πράσινο χρώμα υγρασίας από την δεύτερη μέρα και μετά. Ο Barzini είχε πετύχει δύο σε ένα, είχε αποκαλύψει την προδοσία του κονσιλιέρε και είχε χτυπήσει την αξιοπιστία των Cuneo που διοχέτευσαν μουχλιασμένη κόκα στο Jersey.

Έκανε όμως το λάθος και δέχτηκε τον Calazzo και πάλι κοντά του. Αυτό προκάλεσε δυσφορία σε αρκετούς από μέσα από τη φαμίλια, που ισχυρίζονταν πως έπρεπε να ξεφορτωθούν τον αγνώμονα κονσιλιέρε. Βέβαια και γιαυτόν δε θα ήταν ίδια ποτέ πια τα πράγματα. Θα υποβαθμιζόταν πολύ ο ρόλος του στη φαμίλια και θα έχανε πολλές από τις εξουσίες του. Σιγά όμως μην καθόταν ο Calazzo με σταυρωμένα τα χέρια..

Συνέχεια στο επόμενο μέρος «Οι στάβλοι του Δον Μάσσιμο»

Πέμπτη, Φεβρουαρίου 07, 2008

Καταφανής αντιγραφή και κλοπή των πνευματικών δικαιωμάτων μου


Έχεις λοιπόν ένα μπλογκ κι ένα κανάλι στο youtube όπου ανεβάζεις κατά βούληση. Γίνεται ένας διάλογος, ένα ιντεράξιον, ένας χαβαλές και προχωράς παρακάτω για νέες ήττες, για νέες συντριβές.

Ώσπου διαπιστώνεις πως κάπου κάποιος σε αντέγραψε. Σ΄ ένα άλλο μπλογκ, κάπου, οπουδήποτε, μια αναδημοσίευση, κάποιο ένθετο εφημερίδας, οτιδηποτε.
Λες δεν πειράζει, καλή καρδιά, άλλωστε δεν υπογράψαμε και κανα συμβόλαιο, στο ίντερνετ τα ρίξαμε κι ύστερα αυτά πήραν το δρόμο τους.

Μετά όμως διαπιστώνεις πως σε έχουν κατακλέψει κι από τις ιδέες και την έμπνευση σου έχουν πλουτίσει. Έχουν κάνει μια ταινία που έκανε εκατομμύρια σε εισπράξεις και οι θεατές την υποδέχτηκαν με ενθουσιασμό.

Μήπως ήρθε η ώρα ο κόσμος να μάθει ότι η ταινία «Ορφανοτροφείο» είναι αισχρή αντιγραφή του βίντεο «Παράφρονες»?
Μήπως πρέπει να πέσουν μηνύσεις?
Μήπως πρέπει να αποζημιωθώ για την κλοπή των πνευματικών μου δικαιωμάτων?

Ε, αυτό κύριοι δε θα περάσει έτσι!!
δείτε το βίντεο με τα αποδεικτικά και κρίνετε μόνοι σας


Δευτέρα, Φεβρουαρίου 04, 2008

Θλιβερή πάπια.


Δεν είχε και τα δύο του χέρια κολλημένα όλη την ώρα στο χειριστήριο. Με το ένα κάθε τόσο άρπαζε μια χούφτα γαριδάκια από μια τεράστια σακούλα που στεκόταν σα σακί δίπλα του και τα έχωνε βιαστικά στο στόμα του, ενώ βιαστικά ξανάπιανε το χειριστήριο για να κάνει τελευταία στιγμή το σωτήριο τάκλιν λίγο έξω από την περιοχή.
«Τη γλύτωσα παλι » σα να είπε μασουλώντας 14 γαριδάκια και το τείχος έδιωξε τη μπάλα σε αυτό το φάουλ, το κουμπί όμως που έδωσε την εντολή είχε γεμίσει λάδια και κίτρινα τρίμματα από γαριδάκια.

Τα μάτια του κλείνανε. Νύσταζε. Όχι όμως, δεν το έβαζε κάτω, έπρεπε να προπονηθεί όσο γινότανε. Αύριο ήταν το μεγάλο τουρνουά με τους μεγαλύτερους παίχτες του pro evolution, έπρεπε να σταθεί αντάξιος, να κρατήσει την ομάδα του, την Ατλέτικο Μαδρίτης, στο ύψος των περιστάσεων κι όχι να ξαναβγει τελευταίος όπως τις προηγούμενες φορές.

Μετά από πολλές ώρες προπόνησης, μάταιας – το γνώριζε κι ο ίδιος κατά βάθος – έπεσε για ύπνο όμως το άγχος του και η αγωνία του για το τουρνουά δεν τον άφηναν να ηρεμήσει. Έβλεπε στον ύπνο του τον καλύτερο παίχτη, να τον περιμένει με τη Βαλένθια προτελευταία αγωνιστική και να τον σκορπάει με 4 εντυπωσιακά γκολ, ενώ όλοι οι υπόλοιποι παίχτες του τουρνουά τον δείχνανε και γελάγανε μαζί του και το κεφάλι του είχε αλλάξει, είχε γίνει κεφάλι πάπιας και όλοι του φωνάζανε «θλιβερός ρε μαλάκα, θλιβερή πάπια».

Με αυτή την κραυγή στα αυτιά του πεταγόταν κάθε τόσο από τον ύπνο του, κοιταζόταν στον καθρέφτη να σιγουρευτεί πως δεν ήταν πάπια και ψέλιζε «δεν είμαι θλιβερός, δεν είμαι θλιβερός» και ξανακοιμόταν.

Η μεγάλη νύχτα έφτασε. Όλα ήταν έτοιμα, ο προτζέκτορας στημένος, μπουκάλια κοκα κολας και καφάσια μπύρες στο ψυγείο, εκλεκτά σοκολατάκια, σουβλάκια και πίτσες. Ο ίδιος κατέφτασε αργοπορημένος και ιδρωμένος και το μόνο που έφερε ήταν ακόμα ένα σακί με γαριδάκια. Ήδη τα πρώτα ανέκδοτα είχαν αρχίσει να διαδίδονται πίσω απ την πλάτη του για το πού βρίσκει τόσα γαριδάκια η πάπια. Μα αυτός δεν πολύ καταλάβαινε τι γινόταν. Ήταν θολωμένος να αποδείξει την αξία του.

Ξεκίνησε καλά στους πρώτους αγώνες και πήρε τα πάνω του. Φυσικά η διαιτησία ήταν πάντα στο πλευρό του. Πέναλτι που δεν τα είδε κανείς, οφσάιντ 4 μέτρων που δεν καταλογίστηκαν και κόκκινες κάρτες στον αντίπαλο από το δεκάλεπτο. Μα όσο κρατιότανε ψηλά έτρεμε στην ιδέα πως το όνειρο του θα βγει αληθινό, πως θα συντριβεί την πρότελευταία αγωνιστική από τη Βαλένθια.

Και για να μην σας τα πολυλογώ κιόλας, όταν οι κοκα κόλες είχαν εξατμιστεί, τα μπουκάλια της μπύρας είχαν μείνει άδεια και τα σοκολατάκια είχαν εξαφανιστεί μυστηριωδώς ήρθε η ώρα να αντιμετωπίσει τον μεγαλύτερο φόβο του. Κοίταξε το πρόσωπο του αντιπαλου του. Ήταν σοβαρός, αποφασισμένος, αμείλικτος.

Ακόμα και για τον καλύτερο αφηγητή είναι δύσκολο να περιγράψει την ψυχολογική κατάσταση κάποιου που βλέπει τον εφιάλτη του να παίρνει σάρκα και οστά με τον χειρότερο και πιο ακριβή τρόπο. Κάτι σαν déjà vu, κάτι σαν να ζεις το αναπόφευκτο, το αδυσώπητο πεπρωμένο σου, από το οποίο δε μπορείς να ξεφύγεις και κυρίως δε μπορείς να το κάνεις λιγότερο επίπονο. Γιατί ακριβώς ξέρεις την κατάληξη και την αναμένεις αργά, υπομονετικά, βασανιστικά.

Η τεσσάρα ήρθε αβίαστα και άφησε τον συμπαθή ήρωα μας στη μέση της αίθουσας να ιδρώνει και γύρω του όλους τους παίχτες να τον δείχνουν, να γελάνε και να φωνάζουν
«θλιβερή πάπια»

Δε το άντεξε. Έτρεξε προς την έξοδο, άνοιξε την πόρτα του ασανσερ μα στον καθρέφτη αντίκρυσε το πρόσωπο του που ήταν πρόσωπο πάπιας. Κανονικά, με το ράμφος και τα όλα του. Κατέβηκε βιαστικά τις σκάλες, βγήκε στο δρόμο απελπισμένος. Προχωρούσε στη μέση της λεωφόρου σα χαμένος.

Γιατί η πάπια διέσχισε το δρόμο?
Γιατι τα είχε χάσει.

Ήταν θέμα χρόνου κάποιο αυτοκίνητο να τον χτυπήσει κι ήταν ένα μαύρο παλιό αυτοκίνητο γεμάτο καλόγριες που το έκανε, επιταχύνοντας στην όψη του φρικιού με το κεφάλι πάπιας, για να τον αφήσει εκεί, στην άσφαλτο, να ξεψυχήσει ταπεινωμένος και κυνηγημένος από τις φοβίες του.

Οι καλόγριες σοκαρίστηκαν από το φρικιό που έσκασε στο παρμπρίζ τους. Χωρίς πολλά λόγια, το φορτώσανε στο πορτ μπαγκάζ, σκουπίσανε τα αίματα ώστε κανείς να μη μάθει για το «ατύχημα» και εξαφανίστηκανε μέσα στη νύχτα.

Ποιος ξέρει τι του κάνανε του κακομοίρη.

/ evil \