Πέμπτη, Ιουλίου 16, 2009

Μπύρες και Ροκενρόλ


Πανάθεμα με, ας μιλήσουμε επιτέλους για κάτι άλλο. Να πούμε για rock n roll και να πίνουμε και μπύρες. Πολλές μπύρες. Μόνο να μην ακούω άλλο τα ίδια και τα ίδια, τους βαρέθηκα ρε, τα βαρέθηκα όλα. Έλα να κλείσουμε την πόρτα και να μην ακούμε τίποτα. Ελεος.

Ασε τη Νατάσσα ρε φιλε κι εσύ, μη με τρελαίνεις τώρα. Όλη τη μέρα με τη Νατάσσα και τα παιδιά είσαι, δε μπούχτισες? Έλα, κάνε μου τη χάρη, μισή ωρίτσα μόνο, να κάτσουμε μαζί να πούμε δυο κουβέντες όπως παλιά. Έτσι μπράβο, να βάλω μπύρα? Έλα κι είναι παγωμένες, έλα στην υγεία μας, αει σιχτίρ να πούμε, άστο διάλο πια, κωλοζωή. Νιώθω πως έλιωσε το μυαλό μου, έγινε μια παχύρευστη μάζα και απλώς μετακινείται με την κίνηση του σώματος μέσα στα τοιχώματα του κεφαλιού μου. Τα ίδια και τα ίδια. Το μπιμπερό του νικολάκη, τα ψώνια στη λαϊκή, όχι σε αυτό το μανάβη στον παρακάτω, όχι απορρυπαντικό υγρό αλλά ταμπλέτες, τα καινούργια πόμολα,οι προγραμματισμένες διακοπές 5 ημερών στην εξωτική Επίδαυρο, με ένα αμάξι φορτωμένο καροτσάκια, σώβρακα και συμπράγκαλα, η μεταφορά της μιζέριας μας από εδώ, κάτι εκατοντάδες χιλιόμετρα πιο πέρα. Τσιγαράκι να προσφέρω? Το κοψες μωρέ, το ξέχασα. Δε σε πειράζει να κάνω εγώ ένα δύο ε?

Πωπω τραγουδάρα ε? Θυμάσαι ρε? Πες μου πως θυμάσαι. Ρε τα λέω και ανατριχιάζω! Ο Ανγκους να χτυπιέται στην εξέδρα, να έχει πέσει στη σκηνή και να φέρνει στροφές γύρω από τον εαυτό του κι εμείς να παίζουμε κάτω ξύλο με κάτι μαλλιάδες ημίγυμνους. Τσικουδιά και μπύρα. Καις με την τσικουδιά, σβήνεις με τη μπύρα, ζεις για πάντα. Γκόμενες να βγάζουν τα μπλουζάκια τους και να ουρλιάζουνε εκστασιασμένες κι εμείς να χωνόμαστε να χουφτώσουμε ότι προλάβουμε. Καφρίλα κι άγιος ο θεος. Μετά τη συναυλία επιστροφή με τις μηχανές. Φρέσκος αέρας να σε χτυπάει στα μούτρα να ξενερώσεις από τα ξύδια. Τι να ξενερώσεις. Πέρασαν βδομάδες τότε κι ακόμα στριφογυρνάγανε τα ριφς του Ανγκους στο μυαλό μου.

Κάτσε λίγο ρε φίλε. Να πιούμε μερικές μπύρες να ρθουμε στα ίσα μας. Ελα δε φεύγεις αν δεν παίξουμε μια γύρα βελάκια. Αστα τα παιδιά, μια χαρά είναι μέσα. Θες να σου περιγράψω εγώ το σκηνικό, μην αγχώνεσαι να πας μέσα, θα σου πω εγώ. Έχουν αναποδογυρίσει το καλάθι με τα παιχνίδια σε όλο το πάτωμα, τα πιάνουν στα χέρια τους για ένα λεπτό, τα πετάνε το ένα στα μούτρα του άλλου, κλαίνε, δέρνονται, χέζονται πάνω τους, βρωμάνε, τα αλλάζουν. Η Νατάσσα κι η δικιά μου ανταλλάσουνε φιλοφρονήσεις για το πόσο έχουν αδυνατίσει και τι όμορφα είναι τα ντουλάπια της κουζίνας ενώ ανταλλάσουν ενδιαφέρουσες προσεγγίσεις για το πόσα γραμμάρια φρούτα βάζουν στο μίξερ για το χυμό των μωρών. Το μικροαστικό μεγαλείο. Χέσε με. Πάρε μπυρίτσα. Κέντρο το βελάκι! 50 ποντάκια ρε θηρίο? Απ, πας να κλέψεις ε? 25αρι είναι ρε, κάτσε πάνω τωρα!

Κάτσε να σου βγάλω εγώ απόκομμα εισιτηρίου να σε στείλω. Κοίτα το ρε, κοίτα και κλάψε με την κατάντια μας. Τρύπες στο Ρόδον το 94. Στον κόσμο τους. Κομμάτια όλοι και τα τραγούδια όλα καλοκουρδισμένα και στη διαπασών. Στη φούρια τους τότε. Κάνανε ότι γουστάρανε ρε τα άτομα, μόνο για την πάρτη τους, ούτε λίγο νερό στο κρασί τους. Κι εμείς τυχεροί που τους ακολουθούσαμε. Είχαμε πάει με το Μήτσο σε συναυλία στη Ξάνθη. Εσύ δεν είχες έρθει. Το πούλμαν μες στα ντουμάνια. Τι να λέμε, αλλάξαμε φίλε, συμβιβαστήκαμε, τελειώσαμε. Έχουμε ξαπλώσει και περιμένουμε να έρθει η ώρα μας. Απλά δεν το έχουμε καταλάβει. Μιζέρια.

Καλώς τη Νατάσσα? Φεύγετε κιόλας ρε? Κρίμα, και τα λέγαμε ωραία εδώ. Κλαίει το μωρό ε? Νύσταξε και γκρινιάζει, εντάξει υπομονή μεγαλώνει κι αυτό σε λίγο και μετά θα είμαστε πιο άνετοι. Αντε ρε παιδιά να τα ξαναπούμε σύντομα.

Αιντε στο καλό ρε παλιόφιλε. Τον καργιόλη, με μιζέριασε πάλι. Τι εμμονή με τη γυναίκα και τα παιδιά. Ο ευτυχισμένος οικογενειάρχης. Ο ιδανικός εργαζόμενος με το καλοσιδερωμένο πουκάμισο και τα μοκασίνια. Α στα τσακίδια από δω. Κοίτα τον κερατά, γεμάτο το άφησε το κουτάκι με τη μπύρα. Ούτε γουλιά δεν ήπιε, ο μιστερ υγιεινή διατροφή. Πως αλλάζει ο άνθρωπος ρε. Πως μεταμορφώνεται. Διαγράφει το παρελθον του και συμπεριφέρεται σα να ναι κάποιος άλλος. Μπαίνει σε ρόλους και τους παίζει με προσήλωση όπως οφείλει να κάνει. Για να ικανοποιήσει το πρότυπο, να μη ξεφύγει από το καλοσχηματισμένο καλούπι της κοινωνικής του θέσης. Είσαι αυτός. Πρέπει να κάνεις αυτό. Δεν πρέπει να πιεις μπύρα. Ξέχνα αυτό που ήσουν. Μια τελευταία γουλιά μπύρα. Θα την πιώ από το κουτάκι σου ρε παλιόφιλε. Αυτή που άφησες εσύ. Και μετά πάω να αλλάξω το Νικολάκη που χέστηκε. Στην υγεία του Ανγκους. Γεια μας.