Παρασκευή, Ιουλίου 20, 2007

Επεξεργασία προϊστορικού μύθου

Το μπλογκ fightback-naoum δε θα ενημερωθεί για 15 μέρες για προσωπικούς λόγους (ξεκολλάτε με τις διακοπες, ενταξει? )


Σκέφτηκα για όσες μέρες θα λείπω να υπάρχει και απο ένα κείμενο. Γραμμένο απο αγαπημένους μου μπλογκερς. Τους ευχαριστώ πολύ όλους που ανταποκρίθηκαν θετικά, κάπου ανάμεσα στις δουλειές, στα προβλήματα τους, στις διακοπές τους, στις κακοτυχίες που τους πέτυχα, αφιέρωσαν χρόνο και σκέψη και έγραψαν όμορφα κείμενα.
Να τα διαβάσετε όλα.

Είναι το καλύτερο μου ποστ. Μακραν. Θα έχω να το υπερηφανεύομαι στα μπλογκογεράματα μου.

Είναι ένα τεστ αυτοσυγκράτησης. Αν διαβαζεις ένα κειμενο την ημέρα, μέχρι να τελειώσεις θα έχω επιστρέψει.

Ίσως και οχι.

Θα δείξει.



Σάββατο 21 Ιουλίου 2007



Fight Back

Η απόφαση του δικαστηρίου βγήκε. Παλέψαμε έφεση στην έφεση, χάσαμε το αίμα μας από πόλη σε πόλη κι από αιώνα σε αιώνα.


Ο Κάιν είναι αθώος.


Διέσχισε την εξώπορτα της φυλακής. Φτύνει στα μούτρα σας τον πολιτισμό σας. Έξω ακόμα χτίζουν πελώρια κάστρα πάνω σε στερεότυπα, ότι είναι δήθεν στο αίμα του ανθρώπου ο φόνος, τόπο στον τόπο, γενιά στη γενιά.

Σκύβει το κεφάλι και χάνεται μέσα στο πλήθος, δε θα διεκδικήσει τη δικαίωση, μην ξαναγράφετε την ιστορία από την αρχή.


Κυριακή 22 Ιουλίου 2007

Kabamaru - Το δρεπάνι του Καιν

Σέρνει την φιγούρα Του σκεπτικός και αμήχανος στην κεντρική σάλα του παλατιού Του, σχηματίζοντας ομόκεντρους κύκλους. Είναι ντυμένος με το βασιλικό κόκκινο μανδύα Του και το επίσημο ακανθώδες στέμμα Του. Βροντά στο πάτωμα από ακριβό μάρμαρο το ξύλινο Του σκήπτρο. Η ηχώ τον βοηθά να αγνοήσει έστω και για λίγο την ιδέα απειλής που πλησιάζει. Οι κραυγές των βαρβάρων κατακτητών ακούγονται πνιχτές ακόμα. Μα σαν στρέψει το βλέμμα Του λίγο πιο μακριά από εκεί που βρίσκεται θα τους δει να καταφθάνουν σαν μανιασμένα θηρία. Εκείνος ο ξεσηκωμός δεν θα έχει σταματημό ακόμα και αν τους τάξει και το άλλο μισό Βασίλειο Του. Αποφασισμένα ρακένδυτα ερπετά σκίζουν, στο διάβα τους, τις λιπόσαρκες κοιλιές τους πάνω στο σκληρό έδαφος της βασιλικής επικράτειας με τις μαύρες κοφτερές πέτρες και τους αγκαθωτούς θάμνους που δεν θυμίζει τίποτα το πάλε ποτέ ποικιλόχρωμο τοπίο που θαύμαζαν αυλικοί και επισκέπτες.

Το απέριττο δωμάτιο που στεγάζει την κιβωτό της ανθρώπινης ματαιοδοξίας είναι το τελευταίο Του καταφύγιο. Ακουμπά τα ρημαγμένα και γδαρμένα γόνατα στο πάτωμα και κουλουριάζεται μπροστά από την κιβωτό. Θυμίζει αξιολύπητο επαίτη έτσι όπως μουρμουρά δεήσεις και ύμνους ζητώντας σωτηρία. Το Τέλος Του όμως είναι προδιαγραμμένο. Τώρα μπορεί να ακούσει καθαρές τις ιαχές των βαρβάρων που κατασπαράζουν τις σάρκες του παλατιού Του και σκίζουν τα σπάργανα που το τυλίγουν. Ανοίγει την κιβωτό και παίρνει από μέσα το σύμβολο της πίστης Του. Το σηκώνει ψηλά θέλοντας να δώσει ένα πιο θριαμβευτικό τόνο στο κύκνειο άσμα Του. Όμως ήρθε η ώρα το δρεπάνι του Καιν ν' αλλάξει κάτοχο. Το παίρνουν με βία από το χέρι Του και ύστερα προσγειώνουν την κοφτερή λεπίδα σε ακανόνιστες επαναλήψεις στο κορμί Του μέχρι να το διαμελίσουν σε τόσα κομμάτια ώστε να αφανιστεί από προσώπου Γης και Θεού. Τώρα και οι δικές Του φρέσκες κηλίδες αίματος ήρθαν να προστεθούν διπλά στις ξεραμένες του Αβελ και είναι οι μόνες που θα θυμίζουν λίγο από την ύπαρξη Του.

Ο αρχηγός των κατακτητών τοποθετεί, ταπεινά, το δρεπάνι πίσω στην κιβωτό. Τώρα είναι δικιά του κληρονομιά.μέχρι τον ερχομό του επόμενου κατακτητή.



Δευτέρα 23 Ιουλίου 2007


Τίποτα - ΤΣΑΠΑΤΣΟΥΛΑ

Άναψε τσιγάρο και τράβηξε την πρώτη ρουφηξιά. Ανάσανε βαθιά. Ένοιωσε τον καπνό να διαχέεται χιλιοστό το χιλιοστό σ’ όλες τις απολήξεις των νεύρων της. Παρατήρησε το χέρι της. Δεν έτρεμε. Δεν έτρεμε. Χαμογέλασε ευχαριστημένη. Χρόνια τώρα έτρεμε το χέρι της ανάβοντας τσιγάρο. Οι βλαβερές συνέπειες του καπνού, έλεγαν οι φίλοι. Οι βλαβερές συνέπειες του τρόμου, σκεφτόταν αυτή. Αλλά δεν έλεγε. Χαμογελούσε μόνο. Πάντα χαμογελούσε. Χαρά Θεού την αποκαλούσαν κάποιοι. Αυτή πάλι ντρεπόταν να το προφέρει εκείνο το χ μπροστά. Την προτιμούσε κουτσουρεμένη τη λέξη. Να ταιριάζει με τη ζωή της. Με τα Σάββατά της τα χαμένα. Άλλοι τα περίμεναν πώς και πώς τα Σάββατα. Αυτή τα έτρεμε. Το ίδιο σκηνικό, χρόνια τώρα. Μεθύσι, γκάζια πατημένα, καψουροτράγουδα στη διαπασών κι εκείνη αγκιστρωμένη στο κάθισμα του συνοδηγού με το στομάχι στο στόμα. Μάτια κλειστά. Να μη δίνει δικαίωμα. Εξασκήθηκε πολύ σ’ αυτό. Στο να μη δίνει δικαίωμα. Έφαγε πολλά χαστούκια μέχρι να τον αποδώσει σωστά το ρόλο. Τα Σάββατα. Και τις καθημερινές. Πολλά. Έμαθε, όμως. Μη μιλάς, μη μιλάς, κλείσε τα μάτια, δεν είσαι εσύ, άλλη είναι. Άλλη. Θα σκότωνε για μια ρουφηξιά αυτά τα Σάββατα. Και τις καθημερινές. Μα δεν τα κατάφερνε. Μόνο κρυφά κάπνιζε. Ποτέ μπροστά του. Σκέφτηκε τις ώρες που έρχονταν. Δεν τα κατάφερε καλά για άλλη μια φορά. Θα προτιμούσε κάπως αλλιώς να τα τακτοποιήσει τα πράγματα. Μα πάντα της τσαπατσούλα ήταν. Κι η μάνα το έλεγε. Τσαπατσούλα. Κοίταξε γύρω το δωμάτιο. Δεν τα τακτοποίησε καλά. Θα ήθελε να είναι έρωτας. Ήταν φόβος. Θα ήθελε να είναι πάθος. Ήταν τρόμος. Θα ήθελε να είναι Σάββατο. Ήταν Τετάρτη. Μα δε βαριέσαι, ευχαριστημένη ήταν. Επιτέλους, κάπνιζε μπροστά του και τον κοίταζε στα μάτια, αυτό τάχα είναι λίγο; Είναι λίγο; Κι εκείνος την κοίταζε. Με απορία την κοίταζε. Κι ούτε σήκωσε αυτή τη φορά το χέρι να τη χτυπήσει. Αυτό τάχα είναι λίγο; Είναι λίγο; Τίποτα δεν έκανε, απολύτως τίποτα, έτσι που ήταν. Πνιγμένος στο αίμα. Σ’ αυτό το ίδιο, που τώρα δα, χαμογελαστή έσβησε το τσιγάρο της. Κοίταξε τη γόπα, ματωμένο σκουλήκι στο πάτωμα. Μα δεν τη μάζεψε. Ούτε το αίμα σφουγγάρισε. Τσαπατσούλα, σκέφτηκε, τσαπατσούλα. Τον δρασκέλισε και σήκωσε τ’ ακουστικό. Χαμογελώντας πάντα. Ας τακτοποιούσαν οι άλλοι τα υπόλοιπα. Αυτή ήταν τσαπατσούλα.



Τρίτη 24 Ιουλίου 2007


Πετεφρής

Aπό τους ρημαγμένους δρόμους, ανάμεσα στο σκουπιδομάνι, γλυστρώντας δίπλα από το ακατάσχετο γκαζόν στις χλωριωμένες πισίνες, άρχισε τότε να ξεχειλιζει το αίμα του Άβελ. Στην αρχή έμοιαζε με διάφανη λέμφο, σαν να έβγαινε από εκείνο το μαμμουθάκι που βρήκαν στην Σιβηρία.Μπορούσες να το πατήσεις, να το διασχίσεις ,να το προσπέράσεις, και δεν λέρωνε μήτε τις εξατμίσεις των αυτοκινήτων.Ήταν ένα ειδικό αίμα. Το αίμα ενός ενόχου. Με τον Κάιν αθωωμένο, το έγκλημα ζητούσε την αιτία του.Η Φύση αποφάσισε ότι θα έχανε το χρώμα του- περισσότερη τιμωρία δεν ήταν ανεκτή.Ο κόσμος άρχισε να μουρμουρίζει διάφορα τρελά γιά παγόβουνα που λυώνουν και διοξείδια και αέρια, αλλα πάντοτε υπάρχει τρόπος να στραβώσεις τελείως αυτόν που τριγυρίζει αφελώς γύρω από ένα δάσος με βελόνες.
Κι έτσι, ο Αβελ, χωρίς τον δολοφόνο του, αναστήθηκε.Τον πλαισίωσαν αμέσως όλοι οι καλόβολοι, οι καλών προθέσεων, οι φυσιολάτρες. Ελλείψει διαθέσιμου σώματος, κατέβηκε στην γή υπό την δορά του μικρού μαμμούθ της Σιβηρίας.Ανοιγόκλεινε τα ματάκια του και βρυχιότανε "μουθ, μουθ". Γιά επεξεργασία προΪστορικού μύθου, μιά χαρά τα πήγαινε.


Τετάρτη 25 Ιουλίου 2007

Αμμος - Ο ρεαλισμός των ονείρων


Πριν κάποια χρόνια δούλευα στις φυλακές Διαβατών ως εκπαιδευτικός. Ένα βράδυ ονειρεύτηκα τον αγαπημένο μου μαθητή, το Μίσα, που ήταν καταδικασμένος ισόβια για την απαγωγή μιας εξάχρονης. Φορούσε λευκά και ήταν καθισμένος σε ένα βράχο, στη μέση μιας ερημιάς, αφύσικα ήρεμος. Με κοίταξε και μου είπε: «Δάσκαλε, είσαι εδώ, αλλά δεν είσαι μαζί μας. Που είσαι, δάσκαλε;»
Το βλέμμα μου ταξίδεψε πέρα και είδα ένα ορθογώνιο κτίριο φυλακής, χτισμένο από κόκκινα τούβλα. Το κτίριο πάλλονταν ρυθμικά, μια στρογγύλευε και μια μαζευόταν, σαν μια τεράστια τερατώδης καρδιά. Ο Μίσα με ξαναρώτησε και συνειδητοποίησα ότι ήμουν το αίμα στις φλέβες της καρδιάς αυτής, ούτε μέσα, ούτε έξω, ταγμένος να την κρατάω ζωντανή με την ενδιάμεση θέση μου.


Πέμπτη 26 Ιουλίου 2007


Lex Luthor

Έξω από το δικαστήριο μαζεύτηκε πλήθος. Το κοπάδι του νεκρού ζητούσε δικαίωση.
Γριές με στόματα ξερά. Αγανακτισμένες κοιλιές και μουστάκια. Ιδρωμένες μασχάλες και τσαλακωμένα πουκάμισα.

Αφήστε τον σε μας, αφήστε τον σε μας.

Κουκουλωμένοι με μαύρα γυαλιά αστυνομικοί τον έβγαλαν από το περιπολικό.
Πάσχιζαν να τον προφυλάξουν όσο ανέβαινε τα σκαλοπάτια. Τα πρόβατα χτυπούσαν κι έφτυναν.

Αφήστε τον σε μας, αφήστε τον σε μας.

Ο συνήγορος έκανε δηλώσεις στα στριμωγμένα μικρόφωνα. Το οργισμένο πλήθος ούρλιαζε μέσα από την τηλεόραση. Τα γούφερ τράνταζαν την τζαμαρία της μπαλκονόπορτας.

Αφήστε τον σε μας, αφήστε τον σε μας.

Τελικά τον αφήσανε.


Παρασκευή 27 Ιουλίου 2007


Candyblue - Ο κΑιΝ εΙνΑι ΑθΩοΣ


Και ανεστη Καιν επι Αβελ τον αδελφον αυτου και απεκτεινεν αυτον. Σκύβει το κεφάλι και χάνεται μέσα στο πλήθος. Χάνεται μέσα στις εικόνες, στις αναμνήσεις, στους εφιάλτες, στην πραγματικότητα και στις απόπειρες διαφυγής αυτών των πραγμάτων που συνέβησαν. Και ειπεν ο θεος προς Καιν που εστιν Αβελ ο αδελφος σου; Πόσα ποτάμια χρειάστηκε να ξεπλύνουν το κάρμα του; Κοίταξε καχύποπτα τον ουρανό. Δεν ήταν αυτός που σκότωσε. Δεν είχε αδερφό αυτός. Δεν θυμάται ποτέ να είχε αδερφό,πόσο μάλλον να σκότωσε. Ου γιγνωσκω · μη φυλαξ του αδελφου μου ειμι εγω; Σταμάτησε σε ένα καφέ. Αναλογίστηκε πάλι τη φυλακή, το νεκροτομείο, τα δικαστήρια, την αστυνομία, τα βασανιστήρια,τα πρόσωπα που άφησαν την ανάσα τους πάνω στο σβέρκο του. Το ξύλο, τα κελιά , τα βασανιστήρια ξανά, τους δρόμους της πόλης. Κι έπειτα του ήρθε στο νου εκείνο το χωράφι και το σκουλήκι που είχε στην καρδιά κάθε φορά που τον έβλεπε. Τον αγαπούσε πολύ κι ας μην τον ήθελε εκείνος. Στην πρώτη γουλιά του μαύρου ζουμιού,έφερε την γεύση των χειλιών του. Τον θυμάται ακόμα έτσι πως τον άφησε, να κοιμάται στα χέρια του,ξαπλωμένος σαν άγγελος σε εκείνο εκεί το χωράφι. Και ειπεν ο θεος Τι εποιησας ; φωνη αιματος του αδελφου σου βοα προς με εκ της γης. Νυν επικαταρατος συ απο της γης, η εχανεν το στομα αυτης δεξασθαι το αιμα του αδελφου σου εκ της χειρος σου· «το αίμα του αδερφού σου φωνάζει σ' εμένα από τη γη. Και η ίδια η γη, που δέχτηκε το αίμα του αδερφού σου, χυμένο από τα δικά σου χέρια, και αυτή τώρα φωνάζει εναντίον σου. Απ' εδώ και πέρα ο κόπος σου δε θα είναι ευλογημένος και θα γυροφέρνεις στη γη αποδιωγμένος». Ο Κάιν ένιωσε μεγάλο πόνο μέσα του. Θα προτιμούσε χίλιες φορές να πεθάνει παρά να κάνει τέτοια ζωή, πικραμένη και γεμάτη απελπισία. Τον αγαπούσε σαν εραστή του και σαν αδερφό του,αλλά ποτέ δεν γνώρισε αδερφό και ποτέ δεν σκότωσε κανέναν τέτοιο. Ακόμα και όταν του πέρασε με δύναμη τα χέρια γύρω από τον λαιμό του για να τον κάνει δικό του,από αγάπη και πάθος το έκανε. Γιατί δεν ήθελε εκείνος. Αν ήθελε όλα θα ήταν αλλιώς. Γιατί τον άφησε να κοιμάται και έφυγε χωρίς να ξέρει τι απέγινε. Αλλά όχι, δεν σκότωσε ποτέ κανέναν. Δεν ήταν δικό του σφάλμα, αν ο νέος εραστής είχε τόσο αδύναμη καρδιά που δεν άντεξε το βάρος του κορμιού του. Πρώτα σταμάτησε η καρδιά και μετά πέρασε τα χέρια γύρω από το λαιμό του. Το ήξερε καλά αυτό. Στην αρχή νόμισε ότι λιποθύμησε. Δεν είχε ιδέα για το δηλητηριώδες μανιτάρι που είχε κάτω από την γλώσσα του. Δεν του πέρασε καν από το μυαλό ότι ετοιμαζόταν να τον ξεκάνει ο νέος εραστής. Θα του το έδινε από τα χείλη του. Τι τρομερό. Με τι θάρρος θα τολμούσε έναν τέτοιο σκοτωμό; Επειδή ήταν νέος και επιπόλαιος προφανώς. Κι έπειτα ο Κάιν πέρασε τα χέρια γύρω από το λαιμό του,αλλά αλήθεια ο νέος κοιμόταν ήδη.
Προσπάθησε πολλές φορές να αυτοκτονήσει,μετά το φευγιό του νέου εραστή, αλλά δεν τα κατάφερε. Έγινε κακός. Λήστεψε, έδειρε,φίμωσε μήπως και καταφέρει κάπου να μπλεχτεί, να τον κυνηγήσουν και να το σκοτώσουν,μπας κι έτσι λυτρωθεί. Έφτιαξε βόμβες,έκανε πραξικοπήματα,προκάλεσε επαναστάσεις,τροφοδότησε πολέμους,κατέστρεψε ότι μπορούσε να καταστραφεί από τα χέρια και την παράλογη λογική του. Εξυπηρέτησε επίτηδες λάθος συμφέροντα, υπηρέτησε το χρήμα,εξύμνησε την αδικία,πήρε μέρος σε τρομοκρατικές οργανώσεις,αλλά δεν κατάφερε ποτέ να σκοτωθεί από κανέναν. Κάποιος είχε έβαλε ένα σημάδι στο πρόσωπο του Κάιν, ώστε όποιος τον συναντά να μην τον σκοτώνει. Κάποιος είχε φτιάξει ένα δημιούργημα με κατασκευαστικό λάθος και δεν το παραδέχτηκε ποτέ.
Κι έτσι ο Κάιν όλο έτρεχε να ξεφύγει από κάτι που ο ίδιος προκαλούσε με την βαθύτερη επιθυμία να σκοτωθεί από το χέρι κάποιου και να λυτρωθεί.
Μέχρι που έκανε το λάθος και πιάστηκε,αλλά δεν σκοτώθηκε. Τον χώσανε σε ένα κελί και τον καταδικάσαν. Και να που μετά από τόσους αιώνες ο Κάιν είναι αθώος. Η ιστορία πάντα προσεγγίζεται στο περίπου. Έξω ακόμα χτίζουν πελώρια κάστρα. Ο καθένας όπου είναι αδύναμος, εκεί πλήττεται. το σκοινί όπου είναι λεπτό, εκεί κόβεται. Ένας θρήνος βουβός φτωχικός και αδέξιος για μια αθωότητα που χάθηκε και αναρωτιέται αν μπορεί να ξανακερδηθεί.



Σάββατο 28 Ιουλίου 2007


Ampot

Κυλάς σαν πέτρα, λεία, βότσαλο από μαύρη παραλία μαζεμένο καλοκαίρι πεταμένο χειμώνα, ούτε σκόνη δε σε αγγίζει, μόνο εγώ.
Σε σημάδεψα, κόκκινη μπογιά στο μέτωπό σου.
Να δίνεις, να μη παίρνεις.
Να χάνεις και να πέφτεις.

Πόνος, κατάρα, αδικία, πληρωμή του πληγωμένου σου εγωισμού. Γυροφέρνεις, ανθρωποδιώχτης, πλησιάζω, μόνο εγώ.
Σε μάζεψα, κόκκινο λουρί στο λαιμό σου.
Να σκοντάφτεις, να μη γκρεμίζεσαι.
Να τραβάς και να μαζεύεις.


Σκουλήκι που ζηλεύει πεταλούδα, μετάξι και φτερά.
Κι εσύ με ανάσα που βρωμάει, αίμα και χώμα έφαγες.
Σπαρτά δώρισες, πνοή έκλεψες.
Θες να πεθάνεις κι απελπίζεσαι.
Κολλάς τα αποκαΐδια και βαφτίζεσαι.



Κυριακή 29 Ιουλίου 2007


Renton - Cain Rising

Βγαίνοντας από τη λέσχη αποστράτων του ‘ρθε στο στόμα σάλιο. Έφερε τη ροχάλα ένα γύρο, το σκέφτηκε και μετά έφτυσε κάτω. Ούτως ή άλλως, το πήγαινε για βροχή, o δρόμος θα καθάριζε.

Την επομένη θα έμπαινε στο νοσοκομείο για τις μεταγγίσεις του. Φυσικά δε θα τους πήγαινε αιμοδότες. Πού να τους βρει. «Η βρείτε μου εσείς, ή αφήστε με να ψοφήσω». Δε θα τον άφηναν να ψοφήσει, φυσικά. Πλήρωνε κανονικά τις εισφορές του. Είχαν υποχρέωση να τον βοηθήσουν.

Εδώ που τα λέμε και της Χρύσας πλήρωνε κανονικά τη διατροφή της. Όμως εκείνη δεν ένιωθε καμία υποχρέωση. Κάθε φορά μάλιστα που θα ρχόταν σπίτι, όλο και κάτι θα του σούφρωνε. Από λεφτά που χε κρυμμένα μέχρι φακελάκια Λίπτον. Ολο έλεγε να αλλάξει κλειδαριά, αλλά δεν το έκανε.

Θύμιζε κάπως τη ζωή. Δεν έχει αλισβερίσι, ούτε μπέσα. Τον περασμένο μήνα έφυγε ο στρατηγός. Ενενήντα δύο χρονών. Στέκονταν με τον Μ. στην πόρτα του θαλάμου και χαιρετούσαν το κουφάρι. Μετά βγήκαν να κάνουν τσιγάρο, στη ζούλα εννοείται. Θα ταν καλά να θυμόταν την Κορέα, μα όλο θυμόταν την κοιλιά του που εγκυμονούσε. Θραύσματα οβίδας. Πενήντα χρόνια και.

"Ε, προσέχτε λιγάκι"
"Συγνώμη, παιδιά"

Ποιός τη χέζει όμως τη μπέσα.

"Τί ειν τούτο ρε;"
"Σιγότερα μίλα, μένει από πάνω μας. Ο αρχηγός των στρατόκαυλων είν' αυτός."
"Φαίνεται απ΄τη φάτσα. Μπρρρ"
"Β' Παγκόσμιος, Κορέα, πραξικόπημα και δε συμμαζεύεται. Τα λέει με το μπάρμπα μου. Ποιός ξέρει πόσο κόσμο έχει φάει"

Βάζοντας το κλειδί στην πόρτα, εκείνη υποχωρεί. Τα χρήματά του τα είχε βάλει ρολό μέσα στο βάζο με τα ψεύτικα άνθη. Ελπίζει η Χρύσα να τα βρήκε.


Δευτέρα 30 Ιουλίου 2007



Numb

Το πρώτο πράγμα που έπρεπε να μάθει ο Κάιν ήταν ν’ αντιμετωπίζει τα βλέμματα των συνανθρώπων του στις καθημερινές συναλλαγές μαζί τους. Γιατί μπορεί να είχε αθωωθεί, αλλά η μαλακία, εγγενές στοιχείο της ανθρωπινης φύσης, ήταν πανταχού παρούσα και τα πάντα πληρούσα. Στη συλλογική μνήμη ήταν ο πρώτος δολοφόνος στη θρησκευτική μυθολογία της ανθρωπότητας, κάτι που καθιστούσε την ομαλή επανένταξή του στην κοινωνία τόσο εύκολη, όσο εύκολο ήταν να κερδίσει τη βασιλεία των ουρανών ένας πολύ εύπορος επιχειρηματίας, ένας παιδόφιλος ή ένας Χριστόδουλος. Όταν ζητούσε τσιγάρα, ο περιπτεράς του έλεγε ότι δεν του δίνει, προσθέτοντας ότι η νικοτίνη είναι εθιστική και ότι είναι ενα σκληρό ναρκωτικό που διεγείρει τις ήδη υπάρχουσες δολοφονικές τάσεις του ανθρώπου. Στο μπακάλικο αντιμετώπιζε τα γεμάτα αηδία βλέμματα των νοικοκυρών και τα ενοχλητικά ψουψουψού τους. Δε μπορούσε να βρει κάποιο σπίτι να νοικιάσει, αφού όταν οι ιδιοκτήτες μάθαιναν ποιος είναι, είτε έκλειναν το τηλέφωνο βρίζοντας είτε προφασίζονταν αστείες δικαιολογίες για να μην μπλέξουν μαζί του. Είχε στείλει πολλά βιογραφικά, αλλά κανείς εργοδότης δεν είχε δείξει ενδιαφέρον για να τον έχει στη δούλεψή του. Απέφευγε να αγοράσει εφημερίδες ή να παρακολουθεί δελτία ειδήσεων, γιατί τα ΜΜΑποβλάκωσης είχαν κάνει πάρτι στην είδηση της αποφυλακισής του και στα παράθυρα τον κατηγορούσαν σχεδόν όλοι: σκληρουρηνικοί παπάδες, φασιστοειδή υποδυόμενοι τους καλοκάγαθους δημοκράτες, θιασώτες του politically correct ιδεολογήματος, συντηρητικοί δάσκαλοι, χαζοί φοιτητές, τρελοί καλλιτέχνες και παλαβές τηλεπερσόνες είχαν έναν κακό λόγο να πουν. Κάποια παιδιά που τον αναγνώριζαν στον δρόμο του πετούσαν πέτρες, ενώ κάποια άλλα έκλαιγαν. Μια μέρα που είχε πάει στο αστυνομικό τμήμα της περιοχής του για να βγάλει μια νέα ταυτότητα, ένας φαλακρός μπάτσος τον πλάκωσε στο ξύλο και μετά τον ανάγκασε να γδυθεί και του έχωσε ένα γκλομπ στον πρωκτό, «έτσι, για να μάθει να είναι καλός άνθρωπος». Κοιμόταν στο παγκάκι ενός πάρκου, αλλά αναγκαζόταν συχνά να μετακομίζει, αφού κάθε βράδυ τον πετύχαιναν κάποιοι σκήνχεντς και τον σάπιζαν στο ξύλο. Απογοητευμένος από όλη αυτήν την κατάσταση επέστρεψε στην φυλακή και παρακάλεσε τον διευθυντή να τον χώσει σε ένα βαθύ κελί κάτω από η Γη, για να μη βλέπει κανέναν. Ο διευθυνής, όμως, χασκογέλασε σαδιστικά και τον πέταξε έξω από το γραφείο του. Ο Κάιν, έχοντας νιώσει στο πετσί του ότι δεν πρόκειται να του δοθεί αυτή η πολυπόθητη δεύτερη ευκαιρία, συνειδητοποίησε ότι ήταν ένα βάρος που έπρεπε να εκλείψει από αυτόν τον μάταιο κόσμο. Η ζωή του ήταν ένα μαρτυριο και για αυτόν αλλά και για όλους τους άλλους. Πήγε στην κεντρική πλατεία της πόλης, έκατσε σε ένα παγκάκι, πήρε ένα ξυράφι και άρχισε να κόβει τις φλέβες του. Την ώρα που η πρώτη σταγόνα αίματος κυλά από τα ακροδάχτυλά του και πέφτει προς το τσιμέντο, χάνει τις αισθήσεις του. Δεν προλαβαίνει να δει την καταρρακτώδη όξινη βροχή που πέφτει στην πόλη και διαλύει τις πολυκατοικίες, τα αυτοκίνητα, τις συλλογικές υποκρισίες και τις ατομικές ανοησίες. Όταν ξανανοίγει τα μάτια του βλέπει κάτι λιβάδια και ένα γνώριμο πρόσωπό του. Ο αδερφός του τον φιλάει στο μάγουλο και του μιλάει χαμηλόφωνα και στοργικά: « Έχουμε όλο τον χρόνο μπροστά μας για να τα ξαναβρούμε. Αλλά βρε ανόητε, γιατί ήθελες δεύτερη ευκαιρία; Για ποιον πολιτισμό μιλάμε; Δεν μπορούσες να κατανοήσεις την ανυπέρβλητη δυναμική των στερεοτύπων; ». Ο Κάιν σηκώνεται, δε λέει τίποτα και κλαίει με λυγμούς. Τα δυο αδέρφια αγκαλιασμένα κατευθύνονται προς το σπίτι τους, που βρίσκεται μέσα σε μια καταπράσινη κοιλάδα.



Τρίτη 1 Αυγούστου 2007


Switchblade Sister - Η Κατηγορούμενη

Βρισκόταν κατηγορούμενη, σε μια αίθουσα που έμοιαζε με το παλιό της σχολείο. Είχε σκοτώσει κάποιον. Σκεφτόταν. Προσπαθούσε μάταια να θυμηθεί πως. Πώς ήταν δυνατόν να βγήκε τόσο πολύ εκτός εαυτού; Αυτό το λάθος δε θα μπορούσε ποτέ να το διορθώσει, δε θα μπορούσε ποτέ να το πάρει πίσω. Ακόμα κι αν αθωωθεί, θα πρέπει να ζήσει για πάντα με τις τύψεις. Όχι, με τέτοιες τύψεις είναι αδύνατον να ζήσεις.

Μαζί με τις τύψεις, η ερώτηση παράμενε: Πώς έγινε; Ήταν πάντα οξύθυμη, είχε έρθει τελικά αυτή η περίφημη κακή στιγμή; Και την είχε διαγράψει από τη μνήμη της; Η αλήθεια είναι ότι και στο παρελθόν, όποτε είχε αντιδράσει βίαια, είχε ένα κενό μνήμης πριν από την αντίδραση της. Όπως το χαστούκι που είχε δώσει στον ψηλό ξανθό άγγελο, στη βασίλισσα της τάξης, μέσα στο γυμναστήριο, όταν πήγαινε 6η Δημοτικού. Δε θυμόταν γιατί και πως, αλλά βρήκε τον εαυτό της να την έχει χαστουκίσει. Θυμόταν τις συμμαθήτριες να έχουν κάνει κύκλο γύρω τους, τα αναψοκοκκινισμένα μάγουλα και το βουρκωμένο, έκπληκτο βλέμμα του αγγέλου: "Γιατί;". Γιατί είσαι μια ψηλομύτα σκύλα, να γιατί. Και αμέσως μετά την ανείπωτη χαρά της εκδίκησης, την τόσο οριστική επιβεβαίωση του εγώ, οι τύψεις. Όπως και τώρα. Αλλά τώρα ήταν πολύ μεγαλύτερο το βάρος της πράξης. Ήταν αβάσταχτο.

Πώς όμως είχε συμβεί; Καθώς προσπαθούσε να ξεγελάσει τους δικαστές της, μια λυτρωτική σκέψη σχηματιζόταν αμυδρά. Μα, όχι, δεν είχε σκοτώσει κανένα. Έκανε μια πυρετώδη αναδρομή στο παρελθόν: ναι, μπορούσε να το φωνάξει με χαρούμενη σιγουριά, δεν είχε σκοτώσει ποτέ κανέναν. Ξύπνησε επαναλαμβάνοντας αυτά τα λόγια, «δεν έχω σκοτώσει κανέναν», σαν ξόρκι. Πάλι το ίδιο όνειρο. Καθώς επανερχόταν στη συνειδητή κατάσταση, ο φόβος της τιμωρίας είχε εξαφανιστεί, αλλά οι ενοχές την κρατούσαν ακόμα γερά. Εξουθενωμένη, δεν μπορούσε απαλλαχθεί από την καταθλιπτική βεβαιότητα ότι κάπου, κάπως, κάτι κακό είχε κάνει. Έπρεπε να ζητήσει συγχώρεση, αλλά ακόμα και ξύπνια δεν ήξερε γιατί. Μάλλον για όλα. Ίσως το προπατορικό αμάρτημα να είναι η ίδια η ύπαρξη, φιλοσόφησε αβέβαια.



Τετάρτη 2 Αυγούστου 2007


Μπαμπακης - Η απαλλαγή του Κάϊν

Ο ασφαλής, υπόγειος χώρος κλιματιζόταν από ένα υπερσύγχρονο σύστημα κλιματισμού, το οποίο ήταν εντελώς αθόρυβο, οπότε το μόνο που ακουγόταν ήταν η τηλεόραση. Μια πελώρια οθόνη πλάσματος, ειδική παραγγελία, ήταν στερεωμένη στον τοίχο σαν πίνακας, χωρίς ούτε ένα καλώδιο να ξεπροβάλει από πουθενά. Το κρίσιμο ρεπορτάζ ήταν πρώτο – πρώτο στις ειδήσεις και αποτελούσε την απόλυτη ήττα για αυτούς που είχαν κρύψει καλά την ιστορία του πρώτου φονιά της ανθρωπότητας και την φύση της τιμωρίας του. Η ρεπόρτερ του καναλιού δεν έκρυβε τα συναισθήματά της για την υπόθεση.



«Η απόφαση του δικαστηρίου βγήκε. Παλέψαμε έφεση στην έφεση, χάσαμε το αίμα μας από πόλη σε πόλη κι από αιώνα σε αιώνα.
Ο Κάιν είναι αθώος.
Διέσχισε την εξώπορτα της φυλακής. Φτύνει στα μούτρα σας τον πολιτισμό σας. Έξω ακόμα χτίζουν πελώρια κάστρα πάνω σε στερεότυπα, ότι είναι δήθεν στο αίμα του ανθρώπου ο φόνος, τόπο στον τόπο, γενιά στη γενιά.
Σκύβει το κεφάλι και χάνεται μέσα στο πλήθος, δε θα διεκδικήσει τη δικαίωση, μην ξαναγράφετε την ιστορία από την αρχή.»



Δύο άνθρωποι στεκόντουσαν απέναντι στην οθόνη. Ο ένας καθιστός, ο άλλος όρθιος. Η έκφρασή τους ήταν αυτή της αμήχανης όσο και έντονης δυσαρέσκειας. Τα ρούχα τους ήταν ενδεικτικά των υψηλότατων βαθμών τους στην ιεραρχία της Εκκλησίας – ο καθιστός μάλιστα ήταν ο ίδιος ο Πάπας.

Πρώτος μίλησε ο όρθιος καρδινάλιος:

- Όλα πήγαν στραβά! Πρέπει να δούμε τι θα κάνουμε τώρα, συνέχισε ο καρδινάλιος, καθώς ο Πάπας σιωπούσε. Νόμιζα ότι είχαμε μιλήσει με τους δικαστές, ότι όλα ήταν στημένα υπέρ μας.
- Έτσι νομίζαμε όλοι. Αλλά πάντα υπάρχει κάτι ανεξέλεγκτο σε αυτές τις ιστορίες με τα δικαστήρια.
- Όλα πήγαν στραβά!
- Ναι. Ήμασταν οι μόνοι που ξέραμε πως ο Κάϊν έγινε αθάνατος μετά τον φόνο του αδελφού του. Οι μόνοι που ξέραμε πως η αθανασία είναι η μεγαλύτερη τιμωρία που χρησιμοποιεί ο Θεός, ο τρόπος με τον οποίο αδειάζει την ζωή του ανθρώπου από κάθε νόημα. Και οι μόνοι που ξέραμε πως ο φόνος του Άβελ ήταν προσχεδιασμένος από τον ίδιο τον Ύψιστο, οπότε ο Κάϊν δεν ήταν ένοχος για κάτι που δεν αποφάσισε ποτέ ο ίδιος.
- Τώρα όλοι ξέρουν.
- Ναι, όλοι ξέρουν πως δεν είναι στη φύση του ανθρώπου ο φόνος, αλλά στη φύση του Θεού.
- Τι θα κάνουμε τώρα Παναγιότατε;
- Το λάθος μας ήταν ότι δεχτήκαμε ευθύς εξ αρχής να συρθούμε σε αυτή την ιστορία. Ότι αναγνωρίσαμε την ύπαρξη του Κάϊν δημοσίως και ότι δώσαμε κύρος σε μια διαδικασία από την οποία είχαμε μόνο να χάσουμε. Μεγάλο σφάλμα, καίριο. Αναρωτιέμαι γιατί ο προκάτοχός μου δέχτηκε τέτοιο πράγμα.
- Μεγάλε Ποντίφικα, ο προκάτοχός σας ήθελε να λάμψει η αλήθεια και...
- Η αλήθεια; Η αλήθεια; Ο Πάπας χτύπησε οργισμένος το χέρι του στο τραπέζι. Μην ακούω άλλο αυτή την λέξη! Κανένας μας δεν θέλει να λάμψει η αλήθεια. Αν θέλαμε να τους πούμε την αλήθεια, γιατί τόσον καιρό δεν τους μιλάμε για Αυτόν και για την Ανάστασή Του;

Και καθώς το έλεγε αυτό, έδειξε προς το βάθος της αίθουσας. Εκεί, σε μια φροντισμένη, γυάλινη σαρκοφάγο αναπαυόταν το προσεκτικά συντηρημένο λείψανο ενός ανθρώπου. Είχε κλειστά τα μάτια και ήταν ντυμένος με πανάρχαια ρούχα χωρικού. Κοντός και μελαψός, με την χαρακτηριστική γαμψή μύτη των Ιουδαίων. Τα χοντρά χέρια του μαραγκού είχαν απάνω ακόμα ορατά σημάδια από καρφιά. Μια μορφή πολύ ιδιαίτερη, ακόμα και μουμιοποιημένη απέπνεε έντονο σεβασμό και κύρος. Ειδικά αν σκεφτόσουν ποιος ήταν αυτός ο άνθρωπος όσο ζούσε, ένιωθες τις κουρτίνες του σύμπαντος να σχίζονται μπροστά σου.

Την ίδια ώρα, πολύ μακριά από το υπόγειο του Βατικανού, ο Κάϊν αναρωτιόταν τι θα κάνει με την ζωή του τώρα. Βλαστήμησε, για άλλη μια φορά, τον Θεό και την αθανασία που του έδωσε. Ήταν το μόνο δημιούργημα του Υψίστου που βλέπει καρφωμένη μπροστά στα μάτια του την έλλειψη νοήματος στη Δημιουργία, εδώ και αμέτρητους αιώνες. Είχε αρχίσει να σιγοβρέχει. Πρόσεξε μια ταβέρνα και σκέφτηκε να μπει μέσα, αν και δεν είχε λεφτά. Σαν να περνούσε μέσα από τις πτυχές μιας πένθιμης, υδάτινης κουρτίνας, ο Κάϊν, ο αίρων τας αμαρτίας της Ανθρωπότητας, σήκωσε σκυθρωπός τον γιακά από το πανωφόρι του και έκανε το πρώτο βήμα της υπόλοιπης ζωής του.



Πέμπτη 3 Αυγούστου 2007

Misirlou Oubliez

Κοιμοταν στριμωχμενος με το φανελακι στον καναπε και ενιωθε το ζεστο υγρο να διαπερναει το υφασμα και να νοτιζει τη σαρκα του. Αραξε εκει μεχρι να χανοταν αυτη η αισθηση, να εξατμιζοταν το ζουμι της πραξης του, να ξεραινοταν η ουσια αυτου που θα καθοριζε τη ζωη του απο δω και περα.Απο το δωματιο ακουγοταν το χαλασμενο ανεμιστηρακι του υπολογιστη και εβαλε και αυτον τον ηχο στο ονειρο του.Οταν ξυπνησε ηταν νυχτα ακομα, για λιγο δεν καταλαβε που βρισκεται, ξεχασε τι ωρα ηταν, "Σοφια; εισαι ξυπνια;". Σηκωθηκε να παει να κατουρησει και γλιστηρησε σε κατι πηχτο.Και θυμηθηκε. Εκοβε νεκταρινια. Αυτη ξεκινησε να μιλαει. Συνεχισε να κοβει νεκτραρινια. Αυτη συνεχισε να μιλαει. "Εισαι μαλακας ρε, μια ζωη ησουνα, σε εβαλα στο μουνι μου και εφτασες μεχρι τη ψυχη μου και μου την εφαγες. Μαλακα. Φευγω ρε. Σηκωνομαι και φευγω." Θυμηθηκε το μαχαιρι να μπηγεται στο στηθος της, το στηθος που εγλυφε μεχρι πριν λιγες ωρες, να χωνεται στην κοιλια της, την απαλη κοιλια που ακουμπουσε το κεφαλι του και κοιμοταν τα βραδια, να μπηγεται στο λαιμο της, τον ωραιο της λαιμο, που οταν τον μυριζε ξεχνουσε την γαμημενη τη καταντια του. Θυμηθηκε την τελευταια της λεξη, την εκπληξη στα ματια της,θυμηθηκε την απορια του αν αυτη η εκπληξη ηταν μεταθανατια εκφραση, τη μικρη σταγονα αιμα που ετρεξε απο τη μυτη της, το ποταμι αιματος που ξεχειλισε μετα. Θυμηθηκε που την ακουμπησε στον καναπε και βολευτηκε διπλα της Και μετα θυμηθηκε το αιμα να νοτιζει το υφασμα, και την αποφαση του να αραξει εκει μεχρι να χανοταν αυτη η αισθηση, να εξατμιζοταν το ζουμι της πραξης του, να ξεραινοταν η ουσια αυτου που θα καθοριζε τη ζωη του απο δω και περα. Αποκοιμηθηκε παλι με νανουρισμα τον ηχο απο το χαλασμενο ανεμιστηρακι του υπολογιστη στο διπλα δωματιο. Και τη τελευταια της λεξη. "Γιαννη..."



Παρασκευή 4 Αυγούστου 2007

Switters - ΚωστΑλέξης

Υπήρξαν και δυσκολότερες στιγμές στη ζωή του Κώστα Μπακαούκα. Το να κάθεσαι γυμνός στο μπαλκόνι, με το ασθενικό ψιλόβροχο να σου πιτσιλάει την φαλάκρα δεν είναι ακριβώς Ολυμπιακό άθλημα. Το πρόβλημα όμως ήταν οι σκέψεις. Ήταν απ’ αυτές που σε αρπάζουν από τα αρχίδια, σε κάνουν να ιδρώνεις και σίγουρα δεν αφήνουν αδάγκωτο το φίλτρο του καλύτερου σου φίλου, του τσιγάρου. Τα δόντια του πονούσαν. Υπό φυσιολογικές συνθήκες, έπρεπε να πάρει τον οδοντίατρο, να συνεννοηθεί με τον αδερφό του τον Αλέξη και να πάνε για καναδυο σφραγίσματα. Την ώρα που μια στάλα στο μέγεθος ρόγας βυζιού γλάστρας του Θέμου, έσκαγε στο κεφάλι του, αποφάσισε πως δεν θα πήγαινε ποτέ πια στον οδοντίατρο. Περιττές περιποιήσεις φυσιολογικών αστών.

Άκουσε από δίπλα του, το ασθματικό ροχαλητό του Αλέξη. Ο αδερφός του, επίσης καραφλός, λιπόσαρκος, γενειοφόρος και ξεδοντιάρης, του έμοιαζε. Εξωτερικά. Αν και γεννήθηκαν την ίδια μέρα, η μάνα τους , πριν φύγει με εκείνον τον ξυλοκόπο στον Καναδά, πάντα έλεγε πως οι εγκέφαλοι τους είχαν μαλώσει από την κοιλιά της ακόμα. Πιθανότατα. Ο Κώστας , φίλος της λογοτεχνίας, της ποίησης και εραστής της κλασικούς μουσικής, είχε ανεχθεί πολλά. Εκείνα τα απογεύματα στο τσιμέντο του παλιού Καραϊσκάκη να βλέπει 22 βλάκες να κυνηγάνε μια μπάλα. Αποτυχημένα. Κάτι βράδια να άκουνε τον Νίνο να νιαουρίζει σαν γάτα που πιάστηκε η ουρά της στην πόρτα, με τα βλέμματα όλου του μπουζουκομάγαζιου αμήχανα πάνω τους. Διαλεκτικές συζητήσεις για την απόδοση του Fiat Uno του 16βαλβιδου με μαμίσιο σασί. Και άπειρους ξεραμένους φραπέδες. Το τελευταίο όμως δεν το άντεξε. Σήμερα το πρωί, όταν ξύπνησε αδερφός του ανακοίνωσε πως «θα πάμε σε μια εκπομπή στην τηλεόραση, όπου ένας με μαλλί σαν γερασμένη σφουγγαρίστρα και ένα καλό ξανθό μουνάκι με ύφος χιλίων καθηγητριών γαλλικών θα μας δίνουν 50 ευρώ για να τραγουδάμε το «Αχώριστοι» στην κάμερα. Εγγυημένη επιτυχία αδερφάκι».


Τα είχε ανάγκη τα λεφτά. Όχι όμως, όχι έτσι. Άναψε άλλο ένα τσιγάρο με την καύτρα του προηγούμενου μισοπεθαμένου. Κοίταξε τα φώτα της πόλης. Χαμογέλασε. Δεν ένιωθε μίσος, αυτό είχε εξατμιστεί. Ούτε χαρά, σίγουρα αυτό το αίσθημα το είχε ξεχάσει. Κινήθηκε προς το πρεβάζι. Σκέφτηκε τον ακαμάτη τον Κάιν και μουρμούρισε «καλά, εσύ είχε εύκολη δουλειά παλιοπούστη παρτάκια». Το κεφάλι του αδερφού του, πιο πίσω τραντάχθηκε από ένα ανέφελο όνειρο. Ανέβηκε στο κάγκελο. Ένιωσε το απαλό αεράκι του Ιουλίου να του χαϊδεύει τα αρχίδια. Χαμογέλασε, γυμνός, ελεύθερος και για μια και μοναδική στιγμή απολαυστικά μόνος να κρατάει την ζωή από τα μαλλιά και να την αναγκάζει να τον γλύψει. Το τσιμέντο πλησίαζε, την ώρα που ο Κωσταλέξης Μπακαούκας σε ένα σώμα φώναξε με δυο φωνές: «Επιτέλους λύτρωση», είπε η μία, «Γιατί δεν μου το είπες ρε μαλάκαααααααααααααααα» απάντησε η άλλη πριν τον γδούπο του Μεγάλου Πουθενά.


Αυτοκτονία στον Χολαργό

Από τον 5ο όροφο της πολυκατοικίας τους στον Χολαργό, αυτοκτόνησαν οι σιαμαίοι αδερφοί Κώστας και Αλέξης Μπακαούκας, χθες τα ξημερώματα. Τα δυο αδέρφια είχαν γεννηθεί πριν από 27 χρόνια και ο ερχομός τους στον κόσμο είχε γίνει αντικείμενο επιστημονικής μελέτης. Ζούσαν μόνα τους τα τελευταία χρόνια, επιβιώνοντας από το επίδομα της πολιτείας. Οι γείτονες μίλησαν για έντονες διαφωνίες που ειδικά την τελευταία μέρα ακούγονταν «ανησυχητικά δυνατά». Η αστυνομία δήλωσε πως είναι ξεκάθαρη υπόθεση αυτοκτονίας και έκλεισε τον φάκελο.


(Πηγή ΑΠΕ)



Σάββατο 5 Αυγούστου 2007


Σια+Μεζα

"Η αποφαση του δικαστηριου βγηκε..."


Ο Καιν διαβασε για πολλοστη φορα το αρθρο στη χιλιοτσαλακωμενη εφημεριδα. Πηγε να την ακουμπισει στο τραπεζακι διπλα του, ομως τελευταια στιγμη θυμηθηκε, κι αρχισε να τη μασουλαει επιδεικτικα.


"Μπουκη μου!!! Μη, μη, ντα, τζιζ, αχ τι λενε στα μωρα?" , η φωνη της Ερης τρυπησε τα ακομα ευασισθητα αυτια του, ενω δυο υπερμεγεθη χερια του αρπαζαν την εφημεριδα απ' τα χερια.

Χαμογελασε μακαρια και αφεθηκε να τον σηκωσουν, και να τον μεταφερουν στο κρεβατακι του. Χασμουρηθηκε κι αποκοιμηθηκε, ευχομενος να ξυπνησει και να χουν περασει τα χρονια που του αντιστοιχουσαν ως εμβρυο και παιδι. Ζορικη μοιρα, αλλα αν πιστευαν ολοι αυτοι που τα κανονισαν ετσι οτι θα τον εσπαγαν, ηταν βαθια νυχτωμενοι. Τι ειναι εικοσι ανθρωπινα χρονια μπροστα στην αιωνιοτητα?

Τα χρονια περνουσαν, κι ο Καιν επρεπε ανα πασα στιγμη να θυμαται να φερεται σαν παιδι "της ηλικιας του". Αλλιως ηταν πολυ πιθανο η καημενη η Ερη να φρικαρε και να τον εστελνε σε κανα ιδρυμα. Ουτε την ευφυια του ηθελε να δειξει, δεν θα εξυπηρετουσε καθολου το σκοπο του η παγκοσμια αναδειξη ως παιδι θαγμα. Γελουσε καθε φορα που τον ρωτουσαν, "Τι θες να γινεις οταν μεγαλωσεις" διερωτωμενος την αντιδραση τους αν τους απαντουσε "Αγιος"

Γιατι ο Καιν ειχε αποφασισει να γινει αγιος. Οχι ομως σαν αυτους τους υπεροπτικους αγιους της εκκλησιας που τοσα χρονια τον αφοριζε-η οποιασδηποτε αλλης. Ο Καιν εφτυνε πανω σε αυτους τους αγιους. Ο Καιν ειχε αποφασισει να γινει ο μονος πραγματικα αλτρουιστης αγιος της ανθρωποτητας.

Γιατι τι ηταν η ανθρωποι παρα αξιολυπητα σκουλικακια που σερνοταν πανω στην ξερη γη, γλειφοντας το ενα το αλλο για να διατηρηθουν στη ζωη? Οπου κι αν γυρνουσε, εβλεπε αυτη την αρρωστημενη, την αξιολυπητη αναγκη ολων να αγαπηθουν, να επαινεθουν, μια αναγκη που οδηγουσε ακομα και τον πιο περηφανο ανθρωπο να ζητιανευει ενα ενθαρρυντικο σχολιο. Η αναγκη για Αγαπη, μια λεξη που ο Καιν εφτασε να μισει πιο πολυ κι απ τα κοκκινογουλια που τον ταιζε η Ερη.

Γιατι ο Καιν που εδω και χιλιετιες ειχε μαθει να μην τον αγγιζει ουτε η αγαπη ουτε η περιφρονηση των αλλων,(πως θα μπορουσε αλλωστε να επιβιωσει), δεν μπορουσε παρα να τους περιφρονει. Κι ηταν αυτος που αποφασισε να σηκωσει για μια και μοναδικη στιγμη, για μια ανθρωπινη ζωη την ανθρωποτητα απ τις λασπες της. Θα ηταν ο μονος, ο μονος, ο ΜΟΝΟΣ που θα ενεργουσε με βαση το καθαρο, το ανοθευτο, το ανυποκριτο μισος.

Κι οταν μεγαλωσε αρκετα για να μην επιβαρυνουν οι πραξεις του την Ερη, ξεκινησε. Μια σειρα απο κτηνωδιες που ομοιες τους δεν ειχε δει ουτε ο Λαβκραφτ στους χειροτερους τιυ εφιαλτες.

Του ηταν ευκολο να ξεφευγει απ την αστυνομια, ομως το εκανε μονο για οσο καιρο του χρειαζοταν για να ολοκληρωσει το εργο του. Μετα, αφεθηκε να τον πιασουν. Η δικη εγινε σε απευθειας μεταδοση με ολο τον πλανητη, κι ο Καιν ηδονιζοταν με τη σκεψη οτι η υφηλιος ολη τον κοιτουσε και τον μισουσε, μ'ολες τις εκατομμυρια ψυχες της. Γιατι αυτος ηξερε οτι ηταν αγιος.


Καθως προχωρουσε, συνοδεια αστυνομικων προς την κλουβα, τον πλησιασε ενας ανδρας. Φορουσε τακουνια, το μονο εκκεντρικο στην εμφανιση του, και σκυβοντας, του ψιθυρισε,


"Ξερω τι πας να κανεις..πιστεψε με δεν πιανει"

πριν απομακρυνθει με τα τακουνια του να ηχουν πανω στην ασφαλτο.

Δυο μηνες μετα, ενω ο Καιν ειχε παραδοθει στην απολυτη ευδαιμονια μεσα στο κελι του αρχισαν να καταφτανουν τα γραμματα. Γραμματα ερωτικα, προτασεις γαμου, ακομα και ΦΑΝ ΚΛΑΜΠ.

Ε, εκει πια μας μουτζωσε ολους και αυτοκτονησε.

Τι μαλακας! Λες να θα μπορουσε ποτε κανεις να βγαλει ακρη!