Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 11, 2008

0/4- Εξω απο το κέλυφος

Τέτοια εποχή όταν ήταν πιο νέος έβγαινε και μάζευε σαλιγκάρια. Αυτή ήταν η καλύτερη ώρα. Βράδι, που είχε υγρασία, βγαίνανε ξελιγωμένα και μπορούσε να τα ξετρυπώσει. Με ένα φακό στο χέρι και μια σακούλα, μέσα σε λίγες ώρες άνετα μάζευε μέχρι και τρια κιλά. Διάλεγε τα χοντρά, που είχαν πολύ σάρκα, αυτά που με δυσκολία χωράνε στον κύκλο που σχηματίζει ο αντίχειρας, νύχι νύχι με το δείκτη.

Είχε κρύο και πολύ υγρασία και τα παπούτσια του Παντελή χώνονταν βαθιά μέσα στα νοτισμένα χώματα των χωραφιών. Ο αλλαντοπώλης διέσχισε την απόσταση μέχρι το σταθμό των ΚΤΕΛ μέσα απο τους αγρούς, αποφεύγοντας τους δρόμους. Δεν υπήρχε ιδιαίτερος λόγος, απλώς έκανε πιο περιπετειώδη και πιο κινηματογραφική την απόδραση του απο την υπόλοιπη συμμορία. Την ώρα που είχε ήδη μπει στο λεωφορείο για την Αθήνα, ξεφυσώντας ακόμα και προλαβαίνοντας την ανάσα του από το τρέξιμο (που δεν ήταν ακριβώς τρεξιμο, αλλά γρήγορο περπάτημα, με μεγάλα διαστήματα όπου είχε διπλώσει στα δύο και κράταγε τη σπλήνα του και η φλέβα στο κούτελο του πεταγόταν εκατοστά έξω από το κεφάλι του – όχι δηλαδή ότι πιο κινηματογραφικό), σκεφτόταν τις αντιδράσεις των υπολοίπων και τον έπιανε η ψυχή του. Πρώτος θα ξύπναγε ο Φώντας με τον ανήσυχο ύπνο και βλέποντας άδειο το κρεβάτι του, θα έτρεχε να δει αν υπάρχει ακόμα η ατζέντα ή αν την είχε πάρει μαζί του ο δραπέτης. Οι άλλοι δυο θα απογοητεύονταν. Ο Μπεν ο αρουραίος μόνο, με την ψύχραιμη σκέψη του ίσως αναγνώριζε πως αυτός θα ήταν ο μόνος σίγουρος τρόπος να πάρει πίσω το μαγαζί του ο Παντελής, αλλά δε θα εκδήλωνε αυτή του τη συμπάθεια. Θα τον έβριζε αισχρά και θα τον καταριόταν, όμως μέσα του θα ευχόταν καλή επιτυχία και καλή αντάμωση.

Τον Οράτιο δεν είχε καταφέρει να τον ψυχολογήσει. Κλειστός άνθρωπος που αν βοηθούσε τους αλλους, φαινόταν να το κάνει για να εξυπηρετήσει σε βάθος χρόνου το δικο του στόχο. «Ανοησίες. Όλοι αυτό κάναμε σε αυτή τη συμμορία», σκέφτηκε ο αλλαντοπώλης. Πιθανόν ο Οράτιος να ζήταγε το μερίδιο του απο τα χρήματα. Να χωρίσουν δια του τρια το ποσόν που μαζέψανε από τους στρατιωτικούς και να τελειώνουν όσο ακόμα κέρδιζαν το παιχνίδι. Ο Φώντας δε θα το δεχόταν αυτό. Μπορεί και να αποφάζιζε να τρέξει πίσω από τον αλλαντοπώλη. Γιαυτό και αυτός έπρεπε να τα κανονίσει όλα γρήγορα.

Το ραντεβού με το γαμπρό του ήταν σε απόμερο σημείο. Έξω απο την πόλη. Είχαν μιλήσει συνολικά 5-6 φορές για να το κανονίσουν. Αρκετά γεγονότα είχαν μεσολαβήσει και η συνάντηση τους χρειάστηκε να πάρει μερικές παρατάσεις. Θα υπέγραφαν συμβόλαιο και το μαγαζί θα ήταν πάλι στην ιδιοκτησία του Παντελή. Μόνο που όλα γινόντουσαν χωρίς να έχει ενημερωθεί ούτε ο Φώντας ούτε κανείς άλλος. Ο Παντελής φοβόταν πως αν άφηνε το ζήτημα του μαγαζιού του στους χειρισμούς της συμμορίας, θα το λύνανε, όμως θα κατέληγε με κάποιον από τους εμπλεκόμενους νεκρό. Και δεν ήθελε να πεθάνει ακόμα. Ούτε ήθελε να αφήσει την αδερφή του χήρα. Γιαυτό το ανέλαβε μόνος του. Τα συμβόλαια ήταν πλέον έτοιμα. Μιλήσανε την προηγούμενη μέρα. Ραντεβού έδωσε αρκετά χιλιόμετρα έξω απο την πόλη. Στην ερημιά.

Όχι και τόσο ερημιά τελικά. Ο Παντελής έφτασε στην ώρα του για να διαπιστώσει πως το μέρος είχε αλλάξει αρκετά απ όταν το θυμόταν. Έλειπε απο την πολη χρόνια αλλά δεν φανταζόταν πως το άγριο τσιμεντένιο θηρίο θα είχε επεκταθεί μέχρι εκεί. Αρκετά σπίτια είχαν ξεφυτρώσει μέσα στο δάσος. Ο Παντελής προχώρησε κάποιο χιλιόμετρο πιο έξω απο τον μικρό οικισμό όπου επικρατούσε ησυχία. Πήρε τηλέφωνο απο ένα καρτοκινητό στο τηλέφωνο του γαμπρού του. Ήταν κοφτός και σύντομος στις εντολές του. Δεν ήθελε να φανεί το υπερβολικό άγχος του. Η φωνή του ακόμα και στην πιο μικρή λέξη, το πιο απλό «ναι», ήταν έτοιμη να σπάσει απο αγωνία.

Να έμπαινε ξανά στο μαγαζί του. Πίσω στα γνώριμα λιμέρια. Ε ρε χαρές που θα έκανε η γειτονιά. Για 2 βδομάδες δε θα έπαιρνε λεφτά απο κανέναν. Κρέας τσάμπα για όλους. Ποσότητες, όχι αστεία. Δε θα ζητούσε δεκάρα απο όσα χρήματα πήρανε με τη συμμορία. Εξαρχής για το μαγαζί μπήκε. Θα τους βοηθούσε αν τον χρειάζονταν, ομως θεωρούσε πως ήδη ήταν βάρος και καθυστέρηση για τους υπόλοιπους. Ούτε θράσσος είχε, ούτε τίποτα ικανότητες, ούτε σωματικά προσόντα για να βοηθήσει. Πιο πολλά προβλήματα δημιουργούσε παρά έλυνε. Γιαυτό έλπιζε πως θα τον συγχωρήσουν και θα τον αφήσουν να δουλέψει στο μαγαζάκι του.

- - -

Το σαλιγκάρι όταν το τραβήξεις από το κέλυφος του δεν αντιδράει. Δε φαίνεται να αντιστέκεται, να ενοχλείται που έχασε την ασφάλεια που του προσέφερε το καβούκι. Ίσως νομίζει πως ελευθερώνεται. Είναι όμως θέμα χρόνου να ξεψυχήσει.

- - -

Ο Μπιστωτής φάνηκε 10 λεπτά πριν το ραντεβού του, με ταξί, όπως του είχε πει ο αλλαντοπώλης. Πλήρωσε τον οδηγό και βγήκε κρατώντας στο χέρι ένα χαρτοφύλακα. Φορούσε κουστούμι, χωρίς γραβάτα. Έτσι πήγαινε και στο μαγαζί. Τον είχε δει ο Παντελής και είχε φρίξει, ήταν υπερβολικά καλοντυμένος για αυτή τη δουλειά. Δεν έμπλεκε βέβαια με τα κρέατα, είχε προσωπικό για αυτές τις δουλειές. Αυτός μόνο έκανε τα κουμάντα, το παιζε αφεντικό με ψεύτικα χαμόγελα και νέες τεχνοτροπίες που εγκυμονούσαν εξωφρενικές τιμές.

Ο Παντελής τον πλησίασε. Κι ο γαμπρός του έκανε κι αυτός μερικά βήματα. Μοιράσανε τη διαδρομή, φαινομενικά κι οι δύο ανυπομονούσαν για αυτή τη μεταβίβαση. Στα σύντομα τηλεφωνήματα τους, ο γαμπρός επαναλάμβανε πως θέλει να ξεφορτωθεί το μαγαζί, πως δεν του ταίριαζε εξαρχής αυτή η δουλειά, πως έχει βάλει πρώτη στην ιεραρχία την οικογένεια του και πως αν το θέλει κι ο Παντελής θα τα ξεχάσουν όλα και θα γίνουν πάλι όλοι μια οικογένεια. Δεν ήταν εύκολο αυτό, αλλά ο Παντελής είχε φιλότιμο και κάτι τέτοια τα πίστευε.

«Έφερες τα χαρτιά»
«Όλα εδώ είναι Παντελή»
«Δεν πιστεύω να έχεις φωνάξει τίποτα μπάτσους»
«Όχι παντελή έκανα ότι μου είπες»
«Να υπογράψεις τότε να τελειώνουμε. Και να το αφήσεις από αύριο κιολας το μαγαζί»
«Εντάξει παντελή, δε θα σου φέρω αντίσταση σε οτιδήποτε πεις. Φοβάμαι για την οικογένεια μου»
«..κάτσε να διαβάσω το συμβόλαιο»


«Η αδερφή σου με ρωτάει τι συμβαίνει. Δε της είπα τίποτα για σένα όμως»
«Αυτό σου έλειπε. Είπαμε, ακολουθείς ότι σου λέω εγώ»
«Με βρήκε σε κακά χάλια. Το συκώτι μου έχει πρόβλημα από το ξύλο παντελή»
«Ας πρόσεχες. Σκάσε να διαβάσω, φέγγε μου το φακό»
«Με τσακίσατε στο ξύλο ρε άνθρωπε. Εσύ κι η συμμορία σου»
«Καλά σου κάναμε. Μου πήρες το μαγαζί με μπινιές, θα στο πάρω κι εγώ με ξύλο»
«Ναι αλλά να μου ρίξετε τόσο ξύλο? Και να με εκβιάζεις για να πάρεις πίσω το μαγαζί ενώ
μπορούσαμε να τα μιλήσουμε?»
«..είναι φορές που οι κουβέντες δε βοηθάνε. Όπως τώρα. Σκάσε να διαβάσω το συμβόλαιο γιατί σε φοβάμαι πως δε θα είναι όπως τα συμφωνήσαμε»
«Γιατί μου ρίξατε τόσο ξύλο ρε? Το συκώτι μου, έπαθα εσωτερική αιμορραγία..»
«Ήθελα πίσω το μαγαζί μου. Καλά σου κάναμε και σε δείραμε και αν σε εκβίασα είναι γιατί το μαγαζί μου ανήκει, κατάλαβες…. ? είναι ΔΙΚΟ ΜΟΥ, είναι…»


Ο γαμπρός του αλλαντοπώλη χαμογελώντας ύπουλα είχε τραβήξει το σακάκι του και είχε στρέψει το μαγνητοφωνάκι προς τον Παντελή για να ακούγεται ευκρινέστερα η παραδοχή των εγκληματικών ενεργειών του. Μια σειρήνα περιπολικού άρχισε να ουρλιάζει και την πλαισίωναν ποδοβολητά και η επανάληψη της επιτακτικής διαταγής «Ακίνητος».


Ο Παντελής παγιδευμένος χωρίς να το πολυσκεφτεί άρχισε να τρέχει προς τα χωράφια. Δεν έκανε πολλά μέτρα όταν στραβοπάτησε και το σώμα του σωριάστηκε αδέξια στο χώμα. Σύρθηκε ενστικτωδώς για λίγο καθώς τα χέρια του γδέρνονταν στα αγκάθια των θάμνων. Οι αστυνομικοί τον περικύκλωσαν και έστρεψαν τους προβολείς πάνω του.


Ο αλλαντοπώλης ήταν σαλιγκάρι. Τον μάζεψαν με φακό και σακούλα κάτω από τους θάμνους. Και χοντρό σαλιγκάρι μάλιστα. Από τα ζουμερά, αν σκεφτείς τις πληροφορίες που μπορούσε να δώσει στην αστυνομία. Το χέρι του ίσα που χώρεσε στον κύκλο που σχηματίζουν οι χειροπέδες για να κουμπώσουν.


( Οι πληροφορίες για τα σαλιγκάρια από παλιότερο κείμενο του Πετεφρή )

10 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Ο Παντελης ειναι σαλιγκαρι.

Το σαλιγκαρι εχει τα γεννητικα του οργανα στο κεφαλι.

Αυτο σημαινει οτι ο Παντελης ειναι ο μονος αντρας που σκεφτεται με το σωστο κεφαλι.

Ανώνυμος είπε...

οκ, για την τέλεια αναλογία έπρεπε ο παντελής να εκδιωχθεί απο τη συμμορία, να τον ξεκολλήσουν απ' αυτήν χωρίς τη βούληση του. φαντάζομαι όμως ότι αυτό δεν ταίριαζε με το υπόλοιπο κόνσεπτ.
η μεταφορά και το φινάλε ήταν γαμάτα πάντως :))

Fight Back είπε...

@boogie θα σε απογοητευσω αλλα το σαλιγκαρι ειναι ερμαφροδιτο.
το οποιο δεν ειναι απαραιτητα κακο, ισα ισα ενδιαφερον θα το λεγα

@deadend mind οντως. ο δικος μας την εκανε μονος του. που ακουστηκε σαλιγκαρι να αφηνει μονο του το καβουκι?
θενκς

Ανώνυμος είπε...

Katarxas, geia sas kai kalh podosfairikh xronia se olous. KI egw pou nomiza oti blog "eixe mperdepsei ton upno me ton 8anato", erxomai kai blepw 3 nea sentonakia.
Nomizw oti einai emfanhs pleon h "strofh sthn poiothta", opws allwste leei kai to slogan stis afises tou blog stin E8nikh odos.
EImai emfanws sugkinhmenos kai den 8a h8ela na kanw kapoio allo sxolio.
Eyxaristw.

Tanila είπε...

Πείνασα

Χ2 είπε...

Υπέροχοι λαϊκοί εγκληματίες Ιερά Οδός, Θηβών και Καβάλας.Μπορεί να ήταν θαμώνες του "Σου-Μού" ή της "Αξιοπρέπειας".Πολύ απογοητευμένοι για να χτυπήσουν τράπεζες,πολύ απελπισμένοι, για να μην σφαχτούνε μεταξύ τους.Θα ήθελα από το βάθος να ακούγεται μουσική και να υπάρχουν υπόνοιες για ένα όργιο στο οποίο είχαν πάρει μέρος οι δυό τους, στο παρελθόν. Ή μια γκόμενα που την είχαν διαδοχικά.Απουσιαζει παντελώς το σεξ.Μα είμαστε καλά; Οι θάμνοι να γίνουν μυρωδικά για κοχλιούς, παρακαλώ.

Kwlogria είπε...

Κι εγώ πείνασα! (Και είσαι θεός για να μην ξεχνιόμαστε!)

Fight Back είπε...

@symptom ευχαριστουμε που μας επισκεπτεσαι τοσο συχνα. μετα απο ενα μηνα δηλαδη. εισαι αιωνια πιστος, ειναι φανερο. η ποιοτητα ηταν παντα μονοδρομος για τουτο μπλογκ

@τανιλα φαε σαλιγκαρια εσυ

@x2 το σεξ στο προσκηνιο λοιπον. οκ, αυτη ειναι μια καλη προταση

@κωλογρια και οι θεοι πεινανε ομως

ο αποτέτοιος είπε...

εγώ δεν κατάλαβα. ο παντέλος τελικά μάζεψε σαλιγκάρια; και αν ναι, τι απέγιναν; τα έφαγε ο γαμπρός; ή μήπως οι μπάτσοι;
(αδικία..)

Fight Back είπε...

αποτετοιε
ο παντελης ειναι σαλιγκαρι.
τα σαλιγκαρια τρωγονται απο ανθρωπους.
οι μπατσοι ειναι ανθρωποι.
υπαρχει εμποριο σαλιγκαριων για φαγωμα.
οι μπατσοι πουλανε τα σαλιγκαρια