Μια ιστορία σε τρία μέρη, με περιστατικά, ιδέες και ονόματα, όλα κλεμμένα απο τρίτους.
Το πρώτο μέρος "1. Το τεστ με την πολυθρόνα"
Το δεύτερο μέρος "2. Οι στάβλοι του Δον Μάσσιμο"
3.
Το άνοιγμα της πόρτας των καταραμένων στάβλων ήταν η αρχή του τέλους για τα αδέρφια Barzini. Ήταν ζήτημα εβδομάδων να δώσουν τέλος στη ζωή τους με διάφορους τρόπους. Ο Ματέο για παράδειγμα πήδηξε απο την ταράτσα της κάζα, ο Αλέσσιο έπεσε στις ρόδες ενός φορτηγού και ο Φάμπιο δηλητηρίασε τα παιδιά και τη γυναίκα του με μια ναπολιταίν με αλ ντέντε σπαγγέτι νο 7, κρατώντας το τελευταίο πιάτο για τον εαυτό του. Όποιος αντίκρυσε το στάβλο με τα ακέφαλα άλογα σύντομα έχασε τα λογικά του και απέκτησε μια ανίκητη επιθυμία να βάλει τέλος στη ζωή του. Να κάνει το απονενοημένο διάβημα, που λένε.
Ζήτημα χρόνου ήταν να πεθάνει κι ο μικρότερος γιος του Δον Μάσσιμο, ο Σιμόνε, ο οποίος είχε κατακόψει τις φλέβες του και διέταξε να μην τον πάνε σε νοσοκομείο, παρά να αφήσει την τελευταία του πνοή στο σπίτι που κάποτε ήταν σύμβολο ισχύος της οικογένειας, στην κάζα της φαμίλιας Barzini. Και λίγο πριν ξεψυχήσει, ζήτησε να παρουσιαστεί μπροστά του ο ιπποκόμος, ο μόνος άνθρωπος που εκτός απ τον Δον Μάσσιμο φαίνεται να γνώριζε για το στάβλο με τα ακέφαλα άλογα.
Ο ιπποκόμος πρόλαβε τον Σιμόνε στιγμές πριν πεθάνει κι ο Σιμόνε τον όρκισε να του κάνει μια τελευταία χάρη στο όνομα του Δον Μάσσιμο, να οργανώσει μια μικρή ενέδρα στον άλλοτε έμπιστο κονσιλιέρε τους, τον προδότη Calazzo.
Κάποιο απόγευμα που καθόταν με τους άλλους Cuneo στη σάλα και παίζανε μπιλιάρδο, η υπηρέτρια του σέρβιρε το ουίσκι του και κάτω απ το ποτήρι, του άφησε ένα σημείωμα. Ο Calazzo το σήκωσε διακριτικά και διάβασε κάτι που τον τάραξε. Ακολούθησε την άγνωστη του ως τότε υπηρέτρια, όμως την έχασε στο διάδρομο. Τις επόμενες μέρες βρήκε αρκετά παρόμοια σημειώματα που του δίνανε ολοένα και περισσότερα στοιχεία για το περιεχόμενο των στάβλων. Στην αρχή πίστεψε πως ήταν δοκιμασία απο τους Cuneo για να δουν κατα πόσο ενδιαφέρεται ακόμα για τα δρώμενα στην ερημωμένη κάζα των Barzini.
Το βράδυ ο Calazzo ονειρεύτηκε το Δον Μάσσιμο στην αυλή του. Με τα κατάλευκα του γάντια έπιανε τα χαλινάρια του αγαπημένου του αλόγου και έσκυβε και του ψιθύριζε στο αυτί, χαϊδεύοντας του ταυτόχρονα τη χαίτη. Το άλογο τότε έστρεφε το βλέμμα του προς τον ίδιο τον Calazzo και του έδειχνε αγριεμένο τα δόντια του, απο τα οποία άρχιζε να τρέχει αίμα. Ο Calazzo τινάχτηκε ιδρωμένος απο το όνειρο του και μια έκπληξη τον περίμενε. Στο προσκέφαλο του στεκόταν όρθια η μυστηριώδης υπηρέτρια, η οποία του συστήθηκε. Η Λάουρα του μίλησε για αυτό που βρήκαν οι Barzini στους στάβλους. Για αυτό που τους τρέλανε και τους οδήγησε στο θάνατο. Για αυτό που ο Δον Μάσσιμο είχε φυλάξει μονάχα για τον έμπιστο κονσιλιέρε του τον Calazzo, για αυτό που ήταν τόσα χρόνια η πηγή της δύναμης της φαμίλιας, για αυτό που θα ήταν και το όχημα για την κατάκτηση όλης της Σιτσίλια αν το έκανε δικό του ο Calazzo. Του είπε για το ομιλόν άλογο.
Και τότε ο Calazzo θυμήθηκε. Όλες οι φορές που ο Δον Μάσσιμο βρισκόταν σε δύσκολη θέση, φόραγε το σακάκι του και κατέβαινε πίσω στον κήπο. Ζητούσε το άλογο του και ύστερα το κρατούσε απο τα χαλινάρια του και το πήγαινε βόλτα χωρίς να το καβαλάει. Περπατούσε δίπλα του και του μιλούσε. Ο Calazzo πείστηκε αμέσως. Το ομιλόν άλογο θα του χάριζε τα πάντα, θα ξεφορτωνόταν και τους Cuneo που αργά ή γρήγορα ήξερε πως θα τον τρώγανε αυτοί πρώτοι. Η Λάουρα τον προειδοποίησε να είναι πολύ προσεκτικός και να είναι απολύτως βέβαιος πως όταν τον ειδοποιήσουν θα πάει μόνος του στη συνάντηση με τον ιπποκόμο.
Και η μέρα έφτασε. Σε ένα απομακρυσμένο κτήμα στο Σικάγο, που ήταν τα παλιά χρόνια της οικογένειας Cerone και που είχε να επισκεφτεί χρόνια ο Calazzo ορίστηκε το σημείο συνάντησης. Ένα μαύρο αυτοκίνητο σταμάτησε στην είσοδο κι απο μέσα βγήκε ο Calazzo και μόνος του προχώρησε προς το σημείο που τον περίμενε ο ιπποκόμος. Αυτός του έδωσε το φάκελο με το κλειδί και του δήλωσε πως το έργο του τελείωσε μια και καλή. Πως υπηρέτησε επι χρόνια το Δον Μασσιμο και πως πλεον αφού παραδίδει το ομιλόν άλογο στον νέο του αφέντη, αποσύρεται καθως δεν επιθυμεί να δουλέψει για το δολοφόνο του αφεντικού του.
Ο Calazzo σάστισε κι έμεινε μόνος να απορεί πως θα τον δεχτεί το ομιλόν άλογο. Ξεκλείδωσε την πόρτα του στάβλου που ήταν ζεστός και άδειος και προχώρησε σε ένα μακρύ διάδρομο για να βρει το δεύτερο στάβλο. Άνοιξε την επόμενη πόρτα και στο βάθος είδε το άλογο. Σκεπασμένο με μια κουβέρτα και χωμένο στην ταϊστρα του, περίμενε ακίνητο το νέο του αφέντη για να του αποκαλύψει τον τρόπο να κατακτήσουν την κορυφή. Προχώρησε κοντά του και τράβηξε την κουβέρτα.
Και τότε ο Calazzo κατάλαβε πως το ομιλόν άλογο δεν ήταν παρά μια φτηνή, κακοστημένη φάρσα. Μπροστά του στεκόταν μια κατασκευή απο τενεκέδες φέτας και μπάλες του μπόουλινγκ που σκεπασμένα με την κουβέρτα είχαν δώσει αρχικά την όψη ενός αλόγου. Ο Calazzo έβγαλε βιαστικά απο την τσέπη του ένα ασύρματο τηλέφωνο και φώναξε «παγίδα, είναι παγίδα». Έκανε να τρέξει προς την έξοδο, ενώ ταυτόχρονα απο το αμάξι βγήκανε τρεις Cuneo. Φτάνοντας όμως εκεί που πριν ήταν ο άδειος στάβλος, τώρα είδε μπροστά του πάνω απο δεκαπέντε ακέφαλα άλογα. Τρομαγμένος έκανε να γυρίσει, μα ο ιπποκόμος πετάχτηκε απο πίσω του και έκλεισε την πόρτα.
Τα ακέφαλα άλογα, με το τρίχωμα τους να έχει ποτίσει πηχτό αίμα κινήθηκαν προς το μέρος του. Είχε μείνει κολλημένος στην πόρτα την οποία χτυπούσε μάταια και τα άλογα αρχίσανε και τρέχανε και πέφτανε με φόρα πάνω του. Αυτός σωριάστηκε κάτω. Τα ακέφαλα άλογα τον πατάγανε δυνατά με τις σιδερένιες όπλες τους και τον χτυπάγανε στο κεφάλι και στα πλευρά. Καθώς τρέχανε και σφίγγονταν οι μυες τους, πεταγόταν όλο και πιο πολύ αίμα απο το κομμένο κεφάλι τους. Κι ο Calazzo σε αφόρητους πόνους απο τα χτυπήματα, ξεψύχησε πνιγμένος σε αίμα ακέφαλων αλόγων.
Οι τρεις Cuneo που έσπευσαν για βοήθεια είχαν σταματήσει στην πόρτα και παρακολουθούσαν το απόκοσμο θέαμα. Σαν υπνωτισμένοι παρέμειναν στο ίδιο σημείο ακόμα και όταν τους επιτέθηκαν τα ακέφαλα άλογα και τους ποδοπάτησαν προσφέροντας τους τον ίδιο θάνατο με το Calazzo.
Τα πτώματα των τεσσάρων βρέθηκαν εβδομάδες μετά και ο θάνατος τους δεν αποδόθηκε σε καμία άλλη φαμίλια. Κανείς δεν έμαθε για τα ακέφαλα άλογα και κανείς ποτέ δεν ξαναέμαθε για την ύπαρξη τους, ούτε κανείς ξανα είδε τον ιπποκόμο τους. Πιθανό να ζουν ακόμα εκεί, στο πίσω μέρος του κτήματος της κάζα του Δον Μάσσιμο. Ζωντανά νεκρά, καταραμένα, διψώντας για αίμα Cuneo.
*αφιερωμένο στο Δον Κορλεόνε, αυτόν τον άγνωστο
5 σχόλια:
molis mou irthe enas anatrixiastikos syneirmos, mipos kai oi paperbag people einai sthn pragmatikothta akefaloi, ke spernoun ton tromo sto kolonaki kai stous kozakous en genei, oxi me tis oples toua alla me ta tofekia tous?
sygklonistiko...
diaole,kai molis agorasa mpotes ippasias...!
Τα σπάει big time.
Ακόμα και ακέφαλα, όταν τα άλογα είναι πολλά καταφέρνουν θαύματα.
Είσαι για ένα πάρτυ στους δρόμους;
xaxaxa
Αυτό το "poke back" είναι άλα facebook;;;;;
καλόοοοο
@papamitsos το προχωρησες το θεμα. η αληθεια ειναι οτι κανεις δε μπορει να πει με βεβαιοτητα αν οι paperbgag εχουν κεφαλι.
@συμπτομ δεν παιζεις κανα τζοκει καλυτερα
@νεφελικας, χε. ψηνομαι. ισως ντυθω ακεφαλο αλογο
@dimitra yep. poke back, ειναι εμμονη
Δημοσίευση σχολίου