Μέσα απο την ησυχία των σεντονιών ο γιατρός πετάχτηκε τρομαγμένος. Είχε δει ένα φριχτό εφιάλτη.
Το καμένο του κορμί ήταν πάνω σε ενα χειρουργικό τραπέζι και αυτός ένιωθε πως εχει συγκρατήσει μέσα του τη φωτιά της έκρηξης, πως εκπέμπει το σώμα του θερμότητα και δε μπορεί κανείς να τον πλησιάσει. Ένα έντονο φως τόνιζε τα εγκαύματα του και τον έκανε πιο αποκρουστικό, στη γωνία της αίθουσας κάποιοι γιατροί κάνανε μια σύσκεψη ψιθύρων ρίχνοντας του κάθε τόσο κλεφτές ματιες. Μια νοσοκόμα πλησίασε διστακτικά, προσπαθώντας να καλύπτει το πρόσωπο της με το ένα χέρι και με το άλλο να κρατάει ένα δίσκο. Λίγα βήματα πριν τον φτάσει, άφησε το δίσκο να πέσει, άφησε κι ένα ουρλιαχτό να γεμίσει την τεράστια αίθουσα πριν τρέξει προς την έξοδο. Δυο πλαστικοί χειρούργοι φόρεσαν τις μάσκες τους και κινήθηκαν προς αυτόν αποφασιστικά και αγνοώντας τη λάβα του σώματος του, στάθηκαν πάνω του και τον εξέταζαν καθώς τα πλαστικά τους σώματα έλιωναν.
Έχοντας ακόμα τη μυρωδιά του καμένου πλαστικού μέσα του, ο γιατρός της μύκονος κατάλαβε ότι έπρεπε να συντομεύσει τις αποφάσεις για τη ζωή του. Ο εφιάλτης ήταν ενδεικτικός των φόβων του πως κανείς δε θα τον πλησιάζει, όλοι θα τον κοιτούν με απέχθεια και λύπηση. Και αυτό δεν το δεχόταν, δε θα μπορούσε να ζήσει με αυτό.
Ένα άτομο αρχικά θα έπρεπε να τον δει, καποιος εμπιστοσύνης. Κάποιος που θα μάθει την αλήθεια και θα την κρατήσει μυστική.
Ο φίλος του ο δοκτορ Κατηφόρης ήταν ο έμπιστος που επέλεξε ο γιατρός της μύκονος να σταθεί απέναντι του. Προσπάθησε να μείνει ανέκφραστος όταν τον αντικρυσε έτσι παραμορφωμένο, μια έκφραση αηδίας όμως φάνηκε στα χείλη του μόλις ο γιατρός άνοιξε τη ρόμπα του και ο δόκτορ Κατηφόρης είδε τη σάρκα στο στήθος του να κρέμεται καμένη και στο στομάχι του ανοίγουνε πληγές, από τις οποίες έτρεχε ένα παχύρευστο μαύρο υγρό, μπλεγμένο με αίμα.
Ήταν κι αυτός χρόνια γιατρός, δεν είχε δει όμως ξανά τέτοιου είδους εγκαύματα σε άνθρωπο που να στέκεται στα πόδια του. Έμεινε έκπληκτος που δεν είχε δεχτεί καμία περίθαλψη ως εκείνη τη στιγμή. Η συζήτηση τους ήταν σύντομη. Ο δόκτορ θα φρόντιζε να του φέρει τα απαραίτητα ώστε να μπορεί να ζήσει μερικές βδομάδες ακόμα απομονωμένος μέχρι να επανέλθει και μέχρι να επουλώσουν τα τραύματα. Θα του πήγαινε γάζες και όσα φάρμακα χρειάζονταν. Ο γιατρός ξόρκισε τον δόκτορ να μη μιλήσει σε κανέναν. Τον ευχαρίστησε και επιχείρησε να του δώσει το χέρι.
Ο δόκτορ Κατηφόρης απέφυγε ευγενικά τη χειραψία και έφυγε από την πίσω πόρτα. Περπάτησε πάνω από 50 μέτρα στα τυφλά, με τα μάτια του σφιχτά κλειστά και το πρόσωπο στραμένο στον ουρανό.
Όταν το άνοιξε, είχε ένα δαιμόνιο χαμόγελο ζωγραφισμένο στο πρόσωπο του. Μέχρι το βράδυ όλο το νησί ήξερε για το γιατρό της Μύκονος. Είχε επιλέξει το λάθος άτομο να εμπιστευτεί.