Μπορεί οποιοσδήποτε να σκεφτεί ένα άτομο χωρίς απαιτήσεις. Ένα άτομο ντροπαλό που κάνει αναντίρρητα αυτά που του ζητάνε όσο καλύτερα μπορεί και ποτέ δεν προβάλει τα δικά του θέλω. Ένα έρμαιο των επιθυμιών των άλλων. Μπορούν όλοι να θυμηθούν κάποιον που συνάντησαν στο παρελθόν και ίσως τον εκμεταλλεύτηκαν. Τέτοιος άνθρωπος ήταν ο Οράτιος. Μόνο που είχε κατακόκκινα μαλλιά. Δύσκολα συναντάς άνθρωπο με τόσο έντονα φυσικά κόκκινα μαλλιά.
Ο Οράτιος μεγάλωσε σε χωριό και οι παρέες του ήταν λιγοστές. Πριν τελειώσει το σχολείο ο πατέρας του τον πήρε να δουλεύει στα χωράφια απο το πρωί ως το χάραμα. Αυτός δεν έφερε καμιά αντίρρηση, έτσι κι αλλιώς δεν του πρόσφεραν τίποτα τα γράμματα, μέσα του ένιωθε πως άλλο ήταν το ταλέντο του. Ήξερε πως είναι γεννημένος για να τραγουδάει.
Στο χωράφι, την ώρα που όλα τα εργαλεία δούλευαν και κανείς δεν άκουγε τίποτα άλλο παρά το βουητό της μηχανής, ο Οράτιος τραγουδούσε δυνατά με την ψυχή του. Παρότι δεν άκουγε ούτε ο ίδιος τη φωνή του, τα έδινε όλα για το αόρατο ακροατήριο του. Με το τραγούδι ενιωθε θεός και καμιά φορά ξεχνιόταν και παρατούσε τη δουλειά και άρχιζε τα χορευτικά μέχρι να τον προσγειώσει στην πραγματικότητα μια γερή σφαλιάρα απο τον πατέρα του.
Το βράδυ στο σπίτι τα άκουγε ένα χεράκι απο όλη την οικογένεια.
«πανάθεμα τονε γυναίκα τον κοκκινοτρίχη, αντί να δουλεύει αρχίζει και χορεύει και τονε γελάνε όλοι οι εργάτες, έλα δω βρε αχαΐρευτε, τι σε χει πιάσει και μας κάνεις ρεζίλι έτσι» φώναζε μασουλώντας κρέας σαν αγροίκος ο πατέρας
«οράτιε, δεν πιστεύω να μας βγεις τοιούτος.. τι χοροί και ρεζίλια ακούω μέσα στα χωράφια.. γιαυτό βρε δεν πας στον σινεμά με την σοφία της κυρα όλγας? Για πάμε να πλυθείς και να πας στον σινεμά, θα σε κάνω εγώ άντρα με το ζόρι» επέμενε η μάνα του
μόνο ο παππούς δεν ανησυχούσε «η δουλειά θα τον στρώσει το μικρό. Βάλτον να δουλεύει 14 ώρες τη μέρα και θα σου πω εγώ αν αντέχει μετά τραγούδια και πανηγύρια. Δε θα ρθεί κι η ώρα του να πάει φαντάρος? Εκεί θα στρώσει για τα καλά»
Το έργο στο σινεμά ήταν γουέστερν και το Σοφάκι όλο αναστέναζε λοξοκοιτάζοντας τον Οράτιο κι εκείνος βαριόταν αφόρητα όλο το σκηνικό μα το ανεχόταν όπως όλα τα υπόλοιπα θλιβερά σκηνικά στη ζωή του. Όλο το βράδυ το σοφάκι φλυαρούσε πως ονειρεύεται να μάθει την τέχνη της μάνας της, να ράβει κι αυτή ρούχα και μια μέρα να ανοίξει μαγαζί στο χωριό και να φέρνει υφάσματα απο την πόλη. « Εσένα οράτιε ποιά είναι τα όνειρα σου? Τι θέλεις να κάνεις πιο πολύ»
«Τίποτα. Εδώ, στο χωριό» ξέκοψε ο οράτιος και καληνύχτησε το Σοφάκι χωρίς το φιλί που τόσο ήλπιζε αυτή να της δώσει. Ο Οράτιος κρατούσε το μυστικό του σφιχτά και αν ποτέ αποκάλυπτε πως ονειρεύεται μια μέρα να πάει στην Αθήνα να τραγουδήσει, θα το έκανε σε άτομο που θα επέλεγε αυτός.
Αυτό έγινε ενα απόγευμα μετά τη δουλειά. Ο πατέρας του φόρτωσε τα εργαλεία και τα σακιά στο αυτοκίνητο και έτσι δεν έμενε χώρος για το γιο του. «εσύ τράβα μέχρι το σπίτι με τα πόδια, όπως πάνε κι οι εργάτες». Καθώς ο Οράτιος προχωρούσε στη δημοσιά και οι εργάτες είχανε σχηματίσει ομάδες, ένας Αλβανός πλησίασε τον κοκκινομάλλη νεαρό που σιγοτραγουδούσε Μαζωνάκη. «σε έχω ακούσει να τραγουδάς στο χωράφι. Έχεις πολύ καλή φωνή» Ο οράτιος είχε παγώσει. «θέλω να σε ακούσω να τραγουδάς χωρίς να κάνουν φασαρία τα μηχανήματα. Έλα το βράδυ στο σπίτι μου. Πιστεύω έχεις πολύ καλή φωνή» Ο Οράτιος δεν αποκρίθηκε μα ο Αλβανός συνέχιζε «σε περιμένω το βράδυ»
Το βράδυ ο Οράτιος προτίμησε να δει τηλεόραση, μα σύντομα ο πατέρας που είχε μεθύσει απο νωρίς τον διέταξε να τσακιστεί να πάει για ύπνο. Χωρίς να αντιμιλήσει ο μικρός ξάπλωσε στο κρεβάτι του και άκουγε τους τσακωμούς απο το διπλανό δωμάτιο. Η μάνα του ούρλιαζε, όχι τόσο γιατι την ενοχλούσε ο μεθυσμένος άντρας της, αλλά περισσότερο επειδή λάτρευε τις νυχτερινές αυτές μάχες. Ήταν η μοναδική έντονη στιγμή που της πρόσφερε η ημέρα. Και τότε ο Οράτιος αποφασιστικά τράβηξε την κουβέρτα απο πάνω του. Ντύθηκε και βγήκε κανονικά απο την πόρτα του σαλονιού. Ούτε που το κατάλαβαν οι γονείς του μέσα στο χάος του τσακωμού τους. Σε λίγη ώρα ήταν στο σπίτι του Αλβανού. Αυτός του άνοιξε φορώντας μόνο ένα τζην παντελόνι.
«Ήρθα να σου τραγουδήσω»
Λίγη ώρα μετά ο Οράτιος είχε τραγουδήσει για πρώτη φορά τόσο δυνατά και απελευθερωμένα και είχε κάνει για πρώτη φορά έρωτα στη ζωή του με τον Αλβανό.
«Λοιπόν, σου άρεσα?» ρώτησε διστακτικά ο μικρός
«είσαι πολύ γκαβλωτικό αγόρι»
«εννοώ το τραγούδι μου σου άρεσε»
«πως? Ναι καλός είσαι. Το χεις. Πως σε λένε?»
«Οράτιο»
«χαχα, οράτιο? Ελπίζω να μη σκοπεύεις να γίνεις γνωστός με αυτό το όνομα»
«γιατί τι εχει το όνομα μου»
«χαχα τι λες αγορι μου χαχα. Ποιος θα πηγαινε να ακούσει κάποιον που το λένε οράτιο.. κι αυτό το μαλλί. Μάλλον θα έπρεπε να το βάψεις κάποιο χρώμα που να υπάρχει.. γιατί με το κόκκινο και το όνομα οράτιος θα γίνεις ανέκδοτο»
Ο οράτιος καθόταν αμίλητος, γυμνός και ντροπιασμένος
«αν και με τέτοιο κωλαράκι δεν το αποκλείω να κάνεις καριέρα» είπε ο Αλβανός και χούφτωσε το εν λόγω κωλαράκι ελπίζοντας σε δεύτερο γύρο.
Ο Οράτιος άρπαξε ένα βαρύ τασάκι απο το κομοδίνο και το έφερε στο κεφάλι του Αλβανού. Πριν αυτός προλάβει να καταλάβει τι συμβαίνει, ο Οράτιος τον είχε καβαλήσει και τον χτυπούσε δυνατά με το τασάκι τραγουδώντας. Σταμάτησε μόνο όταν ο Αλβανός πια δεν αντιστεκόταν και το κεφάλι του είχε γεμίσει αίματα. «χα, και τα δικά σου μαλλιά είναι κόκκινα τώρα» σκέφτηκε ο Οράτιος και ντύθηκε να γυρίσει στο σπίτι.
Συνέχισε να δουλεύει στο χωράφι μέχρι τα 17 που ήρθε η ώρα να πάει στο στρατό. Δεν αντιμιλούσε ποτέ στους γονείς του. Βγήκε μερικές φορές με το Σοφάκι και πάντα τη γυρνούσε σπίτι χωρίς φιλί. Σπανίως τραγουδούσε πια όταν δούλευε. Θα το έκανε μια και καλή όταν απολυόταν απ το στρατό. Για όσους τον γνώριζαν τίποτα δεν άλλαξε στον Οράτιο. Παρέμενε το ίδιο σιωπηλό και άβουλο παιδί.
Ο Οράτιος μεγάλωσε σε χωριό και οι παρέες του ήταν λιγοστές. Πριν τελειώσει το σχολείο ο πατέρας του τον πήρε να δουλεύει στα χωράφια απο το πρωί ως το χάραμα. Αυτός δεν έφερε καμιά αντίρρηση, έτσι κι αλλιώς δεν του πρόσφεραν τίποτα τα γράμματα, μέσα του ένιωθε πως άλλο ήταν το ταλέντο του. Ήξερε πως είναι γεννημένος για να τραγουδάει.
Στο χωράφι, την ώρα που όλα τα εργαλεία δούλευαν και κανείς δεν άκουγε τίποτα άλλο παρά το βουητό της μηχανής, ο Οράτιος τραγουδούσε δυνατά με την ψυχή του. Παρότι δεν άκουγε ούτε ο ίδιος τη φωνή του, τα έδινε όλα για το αόρατο ακροατήριο του. Με το τραγούδι ενιωθε θεός και καμιά φορά ξεχνιόταν και παρατούσε τη δουλειά και άρχιζε τα χορευτικά μέχρι να τον προσγειώσει στην πραγματικότητα μια γερή σφαλιάρα απο τον πατέρα του.
Το βράδυ στο σπίτι τα άκουγε ένα χεράκι απο όλη την οικογένεια.
«πανάθεμα τονε γυναίκα τον κοκκινοτρίχη, αντί να δουλεύει αρχίζει και χορεύει και τονε γελάνε όλοι οι εργάτες, έλα δω βρε αχαΐρευτε, τι σε χει πιάσει και μας κάνεις ρεζίλι έτσι» φώναζε μασουλώντας κρέας σαν αγροίκος ο πατέρας
«οράτιε, δεν πιστεύω να μας βγεις τοιούτος.. τι χοροί και ρεζίλια ακούω μέσα στα χωράφια.. γιαυτό βρε δεν πας στον σινεμά με την σοφία της κυρα όλγας? Για πάμε να πλυθείς και να πας στον σινεμά, θα σε κάνω εγώ άντρα με το ζόρι» επέμενε η μάνα του
μόνο ο παππούς δεν ανησυχούσε «η δουλειά θα τον στρώσει το μικρό. Βάλτον να δουλεύει 14 ώρες τη μέρα και θα σου πω εγώ αν αντέχει μετά τραγούδια και πανηγύρια. Δε θα ρθεί κι η ώρα του να πάει φαντάρος? Εκεί θα στρώσει για τα καλά»
Το έργο στο σινεμά ήταν γουέστερν και το Σοφάκι όλο αναστέναζε λοξοκοιτάζοντας τον Οράτιο κι εκείνος βαριόταν αφόρητα όλο το σκηνικό μα το ανεχόταν όπως όλα τα υπόλοιπα θλιβερά σκηνικά στη ζωή του. Όλο το βράδυ το σοφάκι φλυαρούσε πως ονειρεύεται να μάθει την τέχνη της μάνας της, να ράβει κι αυτή ρούχα και μια μέρα να ανοίξει μαγαζί στο χωριό και να φέρνει υφάσματα απο την πόλη. « Εσένα οράτιε ποιά είναι τα όνειρα σου? Τι θέλεις να κάνεις πιο πολύ»
«Τίποτα. Εδώ, στο χωριό» ξέκοψε ο οράτιος και καληνύχτησε το Σοφάκι χωρίς το φιλί που τόσο ήλπιζε αυτή να της δώσει. Ο Οράτιος κρατούσε το μυστικό του σφιχτά και αν ποτέ αποκάλυπτε πως ονειρεύεται μια μέρα να πάει στην Αθήνα να τραγουδήσει, θα το έκανε σε άτομο που θα επέλεγε αυτός.
Αυτό έγινε ενα απόγευμα μετά τη δουλειά. Ο πατέρας του φόρτωσε τα εργαλεία και τα σακιά στο αυτοκίνητο και έτσι δεν έμενε χώρος για το γιο του. «εσύ τράβα μέχρι το σπίτι με τα πόδια, όπως πάνε κι οι εργάτες». Καθώς ο Οράτιος προχωρούσε στη δημοσιά και οι εργάτες είχανε σχηματίσει ομάδες, ένας Αλβανός πλησίασε τον κοκκινομάλλη νεαρό που σιγοτραγουδούσε Μαζωνάκη. «σε έχω ακούσει να τραγουδάς στο χωράφι. Έχεις πολύ καλή φωνή» Ο οράτιος είχε παγώσει. «θέλω να σε ακούσω να τραγουδάς χωρίς να κάνουν φασαρία τα μηχανήματα. Έλα το βράδυ στο σπίτι μου. Πιστεύω έχεις πολύ καλή φωνή» Ο Οράτιος δεν αποκρίθηκε μα ο Αλβανός συνέχιζε «σε περιμένω το βράδυ»
Το βράδυ ο Οράτιος προτίμησε να δει τηλεόραση, μα σύντομα ο πατέρας που είχε μεθύσει απο νωρίς τον διέταξε να τσακιστεί να πάει για ύπνο. Χωρίς να αντιμιλήσει ο μικρός ξάπλωσε στο κρεβάτι του και άκουγε τους τσακωμούς απο το διπλανό δωμάτιο. Η μάνα του ούρλιαζε, όχι τόσο γιατι την ενοχλούσε ο μεθυσμένος άντρας της, αλλά περισσότερο επειδή λάτρευε τις νυχτερινές αυτές μάχες. Ήταν η μοναδική έντονη στιγμή που της πρόσφερε η ημέρα. Και τότε ο Οράτιος αποφασιστικά τράβηξε την κουβέρτα απο πάνω του. Ντύθηκε και βγήκε κανονικά απο την πόρτα του σαλονιού. Ούτε που το κατάλαβαν οι γονείς του μέσα στο χάος του τσακωμού τους. Σε λίγη ώρα ήταν στο σπίτι του Αλβανού. Αυτός του άνοιξε φορώντας μόνο ένα τζην παντελόνι.
«Ήρθα να σου τραγουδήσω»
Λίγη ώρα μετά ο Οράτιος είχε τραγουδήσει για πρώτη φορά τόσο δυνατά και απελευθερωμένα και είχε κάνει για πρώτη φορά έρωτα στη ζωή του με τον Αλβανό.
«Λοιπόν, σου άρεσα?» ρώτησε διστακτικά ο μικρός
«είσαι πολύ γκαβλωτικό αγόρι»
«εννοώ το τραγούδι μου σου άρεσε»
«πως? Ναι καλός είσαι. Το χεις. Πως σε λένε?»
«Οράτιο»
«χαχα, οράτιο? Ελπίζω να μη σκοπεύεις να γίνεις γνωστός με αυτό το όνομα»
«γιατί τι εχει το όνομα μου»
«χαχα τι λες αγορι μου χαχα. Ποιος θα πηγαινε να ακούσει κάποιον που το λένε οράτιο.. κι αυτό το μαλλί. Μάλλον θα έπρεπε να το βάψεις κάποιο χρώμα που να υπάρχει.. γιατί με το κόκκινο και το όνομα οράτιος θα γίνεις ανέκδοτο»
Ο οράτιος καθόταν αμίλητος, γυμνός και ντροπιασμένος
«αν και με τέτοιο κωλαράκι δεν το αποκλείω να κάνεις καριέρα» είπε ο Αλβανός και χούφτωσε το εν λόγω κωλαράκι ελπίζοντας σε δεύτερο γύρο.
Ο Οράτιος άρπαξε ένα βαρύ τασάκι απο το κομοδίνο και το έφερε στο κεφάλι του Αλβανού. Πριν αυτός προλάβει να καταλάβει τι συμβαίνει, ο Οράτιος τον είχε καβαλήσει και τον χτυπούσε δυνατά με το τασάκι τραγουδώντας. Σταμάτησε μόνο όταν ο Αλβανός πια δεν αντιστεκόταν και το κεφάλι του είχε γεμίσει αίματα. «χα, και τα δικά σου μαλλιά είναι κόκκινα τώρα» σκέφτηκε ο Οράτιος και ντύθηκε να γυρίσει στο σπίτι.
Συνέχισε να δουλεύει στο χωράφι μέχρι τα 17 που ήρθε η ώρα να πάει στο στρατό. Δεν αντιμιλούσε ποτέ στους γονείς του. Βγήκε μερικές φορές με το Σοφάκι και πάντα τη γυρνούσε σπίτι χωρίς φιλί. Σπανίως τραγουδούσε πια όταν δούλευε. Θα το έκανε μια και καλή όταν απολυόταν απ το στρατό. Για όσους τον γνώριζαν τίποτα δεν άλλαξε στον Οράτιο. Παρέμενε το ίδιο σιωπηλό και άβουλο παιδί.
Παρότι δεν ήταν για κανένα ορατή, η μεταμόρφωση του Οράτιου είχε συντελεστεί.