Και συνέχισε να κάνει τα πράγματα που την ευχαριστούσαν και τα πράγματα που την πνίγαν με την ίδια αυτόματη και καταπιεστική αδιαφορία.
Ένα από τα πράγματα που άλλαξαν ήταν ότι δεν έπρεπε πια να κατεβαίνει στον κάτω όροφο και να φροντίζει την άρρωστη γιαγιά της. Μια νεαρή Βουλγάρα είχε αναλάβει αυτό το δυσάρεστο έργο, δυσάρεστο καθώς η γιαγιά εκτός από τις ανάγκες που προέκυπταν από την αρρώστια και την ηλικία της, είχε και δεκάδες άλλες που ήταν αποτέλεσμα της ιδιοτροπίας της. Ήθελε συγκεκριμένη ποσότητα μελιού στο τσάι της αλλιώς το έχυνε όλο πάνω στα σκεπάσματα της, με αποτέλεσμα να πρέπει να την αλλάξουνε μετά, να αλλάξουν σεντόνια και να τα πλύνουν. Κι αυτό μπορούσε να το κάνει και 3 και 4 φορές συνεχόμενα κάτι που την καθιστά την πιο παράξενη γριά γυναίκα που θα συναντήσει κανείς σε αυτό το ποστ.
Βέβαια με τη Βουλγάρα η γιαγιά είχε αλλάξει πολύ συμπεριφορά. Στην αρχή η Βουλγάρα είτε επειδή δεν καταλάβαινε ελληνικά, είτε επειδή γνώριζε ότι οι παραξενιές της γιαγιάς ήταν μια έκκληση για προσοχή, πότε ήταν πολύ τρυφερή και υπομονετική και πότε αυστηρή και αδιάφορη για το αν θα μείνει η γιαγιά χωρίς τσάι και με βρεγμένα ρούχα. Το βουλγάρικο παιχνίδι ψυχολογίας είχε νικητή το γηπεδούχο, η γιαγιά συμμορφώθηκε και μόνο όταν ήταν κακοδιάθετη πια και είχε όρεξη για τσακωμό προσπαθούσε να εκνευρίσει τη Βουλγάρα, κάτι που έβαζε φωτιά στο κτίριο. Ουρλιαχτά και λογομαχίες σε δύο γλώσσες, μια υστερική και μάταιη φασαρία που έβρισκε στο τέλος τη γιαγιά με τη Βουλγάρα αγκαλιασμένες να κλαίνε και να απολογούνται.
Η Άννα ξύπνησε ένα τέτοιο πρωί τρομαγμένη από τις φωνές. Έκανε να σηκωθεί από το κρεβάτι μα ξαναγύρισε πλευρό και άρχισε να κλαίει και τα ζεστά της δάκρυα βουλιάζανε μέσα στο μαξιλάρι. Η βραχνή κραυγή απόγνωσης της πνιγόταν κάτω από τα σκεπάσματα. Δεν άντεχε άλλο αυτή την κατάσταση. Μέχρι αργά το βράδυ προσπαθούσε να λύσει τα προβλήματα της σχέσης της, που φαινόταν να βγαίνει εδώ και καιρό από το ένα αδιέξοδο για να τρέξει σε κάποιο άλλο. Ο φίλος της τη χτύπησε και την έβρισε για άλλη μια φορά κι ενώ αυτή φεύγοντας βιαστικά του ορκίστηκε ότι δε θέλει να τον ξαναδεί, μία ώρα αργότερα του έστειλε μήνυμα πως τον αγαπάει ότι και να της κάνει και περίμενε με αγωνία την αναφορά παράδοσης του μηνύματος.
Οι κραυγές από το κάτω όροφο είχαν σωπάσει μα το κλάμα της Άννας συνεχιζόταν χαμηλόφωνα, μα τόσο σπαρακτικά που αν κάποιος ήταν κοντά θα μπορούσε να τον ξεκουφάνει. Η πόρτα στο δωμάτιο της Άννας άνοιξε και η νεαρή Βουλγάρα πλησίασε στο κρεβάτι.
-Φύγε, άσε με μόνη,
φώναξε η Άννα μα η Βουλγάρα κάθισε δίπλα της και της αγκάλιασε το κεφάλι. Η Άννα ξέσπασε πάλι σε κλάμματα κι η Βουλγάρα άρχισε να της φυλάει τα μαλλιά τρυφερά και να τη χαϊδεύει. Στιγμές αργότερα χώθηκαν κάτω από το πάπλωμα και κάναν έρωτα γεμάτο σάλιο, δάκρυα και ηδονή.
Η Άννα είχε βρει λόγο να χαμογελάει ξαπλωμένη πάνω στο εφηβικό στήθος της Βουλγάρας. Κάτι ευχάριστο της είχε συμβεί, δεν την απασχολούσε αν ήταν σωστό ή λάθος, απλά ήταν όμορφο. Η Βουλγάρα κοιτούσε το ταβάνι ανέκφραστη όταν άκουσε τη γιαγιά να την καλεί από τον κάτω όροφο. Ντύθηκε και χωρίς να πει κουβέντα ή να κοιτάξει καν την Άννα κατέβηκε με ήρεμα βήματα στον κάτω όροφο. Η γιαγιά είχε σηκωθεί και με τη μαγκούρα της είχε φτάσει ως την κουζίνα. Τα χόρτα της ήταν ανάλατα και είχε αναποδογυρίσει την κατσαρόλα στο πάτωμα που είχε γεμίσει με το πράσινο νερό της βράσης.
-Καθάρισε τα γρήγορα και ξαναφτιάξε μου να φάω,
φώναξε η γριά κι η μικρή υπηρέτρια έπεσε με τα γόνατα να τρίβει το πάτωμα. Η φούστα της πότισε νερό που βρωμούσε και πάνω της κόλλησαν χόρτα κι αυτή σηκώθηκε να βάλει στην κατσαρόλα νερό να βράζει και έπιασε το μαχαίρι να καθαρίσει τα χόρτα.
Η Άννα παρακολούθησε από την πόρτα της κουζίνας το όλο σκηνικό, μα τίποτα δε θα της χάλαγε τη διάθεση αυτή τη στιγμή. Είχε σηκωθεί ανανεωμένη, είχε ντυθεί και θα πήγαινε να ξαναφτιάξει τη σχέση της.