Παρασκευή, Ιανουαρίου 23, 2009

Μάθημα πραγματικότητας

αφιερωμενο στην Α.Ρ.

16 σκαλιά ανηφόρα
και μετα διάλειμμα.

16 σκαλιά ανηφόρα
και μετά διάλειμμα.

16 σκαλιά ανηφόρα,
και μετά προσωρινή παύση για ξεκούραση και βαθιές ανάσες.

17 σκαλιά ανηφόρα
και μετά παύση.

17 σκαλιά ανηφόρα
και μετά παύση.

17 σκαλιά ανηφόρα,
και μετά εκείνο το σκύρτημα φθοράς μιας ανάσας που παράγει βελτίωση.

18 σκαλιά ανηφόρα
και μετά φθορά,

18 σκαλιά ανηφόρα
και μετά ενα βήμα παραπάνω τη φορά,
μέχρι να πεις αρκετά.

19 σκαλιά ανηφόρα
και μετά σκύρτημα,

19 σκαλιά ανηφόρα
και μετά σκύρτημα,

19 σκαλιά ανηφόρα
και μετά σκύρτημα καρδιάς που παράγει φυσική κατάσταση.

23 σκαλιά ανηφόρα
και μετά εικοσιτέσσερα,

23 σκαλιά ανηφόρα
και μετά εικοσιτέσσερα,
και μετά εικοσιπέντε,
και μετά η ταράτσα.

η ταράτσα...

ρούχα κρεμασμένα,
εσώρουχα της αμαλίας Ρομέρο,
ενοικιάστριας του τρίτου ορόφου,
μια φορά μου ζήτησε αν έχω να της δανείσω σανδάλια - δεν είχα,
είχα όμως παντοφλάκια χειμωνιάτικα
και τα δέχτηκε η αμαλία ρομέρο.
γιατι δεν την ένοιαζε,
ήθελε μόνο να ανέβει 23 σκαλιά ανηφόρα
και να αυτοκτονήσει.
Πάνε 4 χρόνια απο τότε,
τι κάνουν τα εσώρουχα της ακόμα στην ταράτσα;
τι θλίψη προκαλεί η μόνιμη απόρριψη της πραγματικότητας!

ηλιακοί θερμοσίφωνες
στο σωλήνα έχει σχηματιστεί λίμνη,
κάποιος στον έκτο όροφο έχει διαρροή,
17 σκαλιά παρακάτω βουλώσανε τα λούκια
σήμερα διαβάζεις κύριε τρύφωνα την εφημερίδα σου,
με τα πόδια πάνω στο τραπέζι,
τρίβοντας τα χοντρά δάκτυλα των δύο ποδιών
το ένα με το άλλο,
αύριο η διαρροή θα έχει γίνει γιγάντια,
θα σε σοκάρει ο λογαριασμός
και θα σικτιρίζεις το άδικο της κοινωνίας
δε φταίει η κοινωνία κύριε τρύφωνα
φταίει η μόνιμη απόρριψη της πραγματικότητας.
Ο θερμοσίφωνας σου έχει διαρροή
και σχημάτισε λίμνη κάτω απο τα ρούχα της αμαλίας ρομέρο
της αμαλίας Ρομέρο καταραμένε
της αμαλίας Ρομέρο τα ρούχα
έχουν απο κάτω λίμνη
γιαυτό δεν ανησύχησε κανείς
γιατι θεώρησαν πως δεν έχουν στεγνώσει ακόμα
ίσως να την προλαβαίναμε κύριε τρύφωνα
έχωσες κι εσύ μια μαχαιριά στο κορμί της αμαλίας Ρομέρο
(τι μαχαιριά δηλαδή,
η κοπέλα αυτοκτόνησε για του απαγχονισμού).

Η ταράτσα,
τα κάγκελα
και το τεράστιο ύψος
φαντάζουν ελκυστικά.
Θα φορέσω τα εσώρουχα της αμαλίας
θα λουστώ τα νερά του τρύφωνα
θα γίνω εγώ λίγο απο όλους αυτούς
και θα φουντάρω απο την ταράτσα

θα πέσω στο τίποτα
δε θα υπάρχει πλέον τίποτα.

400 σκαλιά κατηφόρα
με τη μία.

Τετάρτη, Δεκεμβρίου 31, 2008

Μια παραμικρή διαφοροποίηση της καθημερινότητας

Δεν της το συγχώρησα που με παράτησε. Της παλιοβρώμας. Όχι εντάξει καλή κοπέλα ήταν. Και δεν ήταν βρώμα, καθαρή και νοικοκυρά και απ’ όλα ήτανε. Αλλά με παράτησε για τον άλλον η σκύλα επειδή είχε πιο πολλά λεφτά. Μόνο τα λεφτά αξίζουν? Δεν έβλεπε τα χίλια προβλήματα του?

Πρωτογνωριστήκαμε στην Ερμού, εκεί που είναι η δουλειά μου. Την εξυπηρέτησα τάχιστα και έμεινε απολύτως ικανοποιημένη από το προϊόν μου, όπως όλοι οι πελάτες μου άλλωστε.Αμέσως πίστεψα πως με αυτή τη γυναίκα θα ζούσα την υπόλοιπη ζωή μου. Όμορφη, αριστοκρατική, τρυφερή, φαινόταν να με καταλαβαίνει. Μάλλον είχα κάνει λάθος. Μετά από λίγα ραντεβού μου είπε απ έξω απ έξω ότι δεν της αρέσει το επάγγελμα μου κι ότι ντρέπεται να το αναφέρει όταν προκύπτει σε συζητήσεις. Της εξήγησα ότι δεν υπήρχε λόγος να ντρέπεται, είναι παραδοσιακή δουλειά. Μου είπε πως δεν άντεχε άλλο, ήθελε να τα παρατήσουμε όλα και να πάμε στην επαρχία να φτιάξουμε μια φάρμα. Το σκέφτηκα είναι η αλήθεια, θα καλλιεργούσαμε τα δικά μας αγαθά, θα ζούσαμε μακριά από όλη τη φασαρία και την αναστάτωση της πόλης. Φανταζόταν βέβαια ξένοιαστη ζωή γιαυτό της εξήγησα πως η φάρμα έχει καθημερινή κουραστική εργασία. Μου είπε θα το σκεφτεί. Κάτι μουρμούρισε για σύγχρονα μηχανήματα που τα κάνουν όλα μόνα τους κι εσύ κάθεσαι. Τι υποκριτικό τσουλάκι! Ξαφνικά εξαφανίστηκε. Δε μου έφτανε που είχαν ανοίξει λογής λογής σαντουιτσάδικα που πουλάγανε ζεστό καπουτσίνο και μου κόβανε πελατεία, έχασα και το μωράκι μου. Σκατά μωράκι δηλαδή, τέλος πάντων.

Μετά από λίγο καιρό την είδα στην αγκαλιά του υποδηματοποιού. Και τι θράσος! Καμαρωτοί καμαρωτοί περιέφεραν τον έρωτα τους μπροστά στα μούτρα μου, στο κατάστημα του. Τι διαφορά είχε αυτός από εμένα πέρα από το μεγαλύτερο εισόδημα? Εγώ πουλούσα σαλέπι στην Ερμού, αυτός πουλούσε υποδήματα ακριβώς απέναντι! Δε μετράει το παραδοσιακόν του επαγγέλματος? Επειδή φωνάζω δυνατά «σαλεπάκι παιδιά, ζεστό σαλέπι» σημαίνει οτι εντάσσομαι στην κατηγορία του λαχαναγορίτη? Το οτι επαναλαμβάνω συνέχεια την ίδια φράση δε πάει να πει οτι έχω εμμονές, είναι μέρος της δουλειάς, ο πελάτης πρέπει να ξέρει πως ο τύπος που λέει μoνάχα «σαλεπάκι, ζεστό σαλέπι» βρίσκεται πάντα εκεί.



Ο άλλος τι ανάγκη είχε, της έγραφε μια επιταγή την ημέρα κι αυτή βολικά αγνοούσε όλες τις παραξενιές και τις εμμονές του. Δεν είχα τίποτα μαζί του. Ανθρωπάκος ήταν κι αυτός. Αν μιλάμε όμως για προβλήματα, αυτός κι αν είχε ψυχαναγκαστικές εμμονές. Κάθε πρωί που έμπαινε στο μαγαζί απαραίτητα μέτραγε όλα τα καστόρινα παπούτσια της βιτρίνας ανα δεκάδες. Έπρεπε να τελειώσει αυτήν τη διαδικασία για να ανεβάσει το ρολό και να ανοίξει τα φώτα. Κι αφού ετοίμαζε το κατάστημα, χάιδευε το κεφάλι του βαλσαμωμένου κάστορα που είχε στον τοίχο επι 6 λεπτά, μετρημένα. Αν κάποιο μέρος αυτής της ιεροτελεστίας παραλειπόταν, ο άνθρωπος έβγαινε απ τα νερά του, σχεδόν έπεφτε σε κώμα και δε μπορούσε να απαντήσει ούτε στις πιο απλές ερωτήσεις. Κάποιος είπε πως και στο σπίτι του ξεσκονίζει όλα τα έπιπλα πριν κάτσει στον καναπέ του. Εγώ ξέρω μόνο όσα έβλεπα στο μαγαζί. Και έβλεπα πως η αγαπημένη μου, τι αγαπημένη δηλαδή - αυτό το πορνίδιο που με παράτησε, ήταν με τον μίστερ παράνοια.

Χώρια το επάγγελμα. Τι έχει δηλαδή ο σαλεπιτζής? Είναι έμπορος κατώτερης κατηγορίας? Ντρεπόταν για μένα που σέρβιρα ένα ζεστό ρόφημα και δε ντρεπόταν γιαυτόν που έχωνε τα χέρια του σε ξένες κάλτσες κάθε μέρα.

Μου ήταν αδύνατο να ξεπεράσω την απώλεια της. Γιατί την έβλεπα κάθε μέρα με άλλον άντρα μπροστά μου. Άλλος χαιρόταν τα χάδια της. Φυσικά δεν ήταν όλα ρόδινα. Είχαν και μεγάλους τσακωμούς. Η οικονομική κρίση είχε χτυπήσει όλη την Ερμού, ο κόσμος περνούσε αλλά δεν αγόραζε. Όχι εμένα όμως, εγώ ήμουν ο ευνοημένος της κρίσης. Οι περαστικοί όλο και λιγότερο κατέβαιναν το δρόμο με ζεστό καπουτσίνο στο χέρι και όλο και πιο θετικοί παρουσιάζονταν στην σκέψη ενός σαλεπιού, πιο φτηνή λύση, πιο παραδοσιακή και συμβατή με τα αντικαπιταλιστικά πρότυπα της εποχής. Ο υποδηματοποιός αντίθετα τα είχε βρει σκούρα, ποιος να αγοράσει καστόρινα παπούτσια όταν δε ξέρει τι του ξημερώνει την επόμενη ημέρα. Κι έτσι οι επιταγές προς την κοκότα αραίωσαν και άρχισε η γκρίνια. Όσο λιγόστευε το χρήμα, τα χέρια του υποδηματοποιού μύριζαν πιο έντονα βρώμικη ξένη κάλτσα, όταν τα βράδια ήθελε με αυτά να χαϊδέψει το δέρμα της πριγκηπέσσας.

Ο υποδηματοποιός ακόμα και στην κρίση παρότι συναντούσε μεγάλες δυσκολίες, ήταν συνεπής στα χρέη του και σωστός απέναντι στους συνεργάτες του. Δεν είχε διαφορές με κανέναν, ούτε οφειλές, ούτε κάποιον που να θέλει να τον καταστρέψει. Γιαυτό και όταν ένα πρωί βρήκαμε το μαγαζί του καμένο όλοι ξαφνιάστηκαν. Υπήρξε απλά άτυχος, κάποιοι ταραξίες μέσα στη γενικότερη αναστάτωση και διαμαρτυρία κατά της οικονομικής κατάστασης, κάψανε και βανδάλισαν το υποδηματοπωλείο. Μεγάλο πλήθος είχε μαζευτεί γύρω απ το καμένο μαγαζί κι εγώ ως όφειλα πλησίασα κοντά τους και τους πούλησα ζεστό σαλέπι. Τότε ξεπρόβαλε στον πεζόδρομο της Ερμού ο άμοιρος υποδηματοποιός. Καθώς πλησίαζε στο μαγαζί του και καθώς έβλεπε τη στάχτη και το φρέσκο ακόμα καπνό, ο άνθρωπος έχανε το χρώμα του. Όταν πια έφτασε απ έξω, είχε κολλήσει ακίνητος και αμίλητος. Οι δίπλα καταστηματάρχες τον παρηγορούσαν και τον ρωτούσαν αν είχε ασφαλίσει το μαγαζί, του λέγανε να μην ανησυχεί, πως όλα θα πάνε καλά και πως θα τον βοηθήσουν. Ο έμπορος όμως έπασχε. Πιο πολύ από την οικονομική του καταστροφή στο μυαλό του τον βασάνιζε πως δε μπορούσε να μετρήσει τα παπούτσια σε δεκάδες. Πως δεν είχε κεφάλι βαλσαμωμένου κάστορα να χαϊδέψει. Και άρχισε να περπατάει. Στην κατηφόρα.

Περπατούσε ανέκφραστος μέχρι που χάθηκε από το οπτικό μας πεδίο. Τον λυπήθηκα όμως έβρισκα πως ήταν και φυσιολογική η κατάληξη του. Όταν εγκλωβίζεσαι σε μια συνήθεια που δε σου αφήνει την παραμικρή ελευθερία, με την παραμικρή διαφοροποίηση της καθημερινότητας σου σοκάρεσαι και δε μπορείς να αντιμετωπίσεις το μελλον.

Ο υποδηματοποιός περπάτησε όλη τη μέρα, έφτασε μέχρι τα προάστια της Αθήνας όταν τον βρήκε η νύχτα. Ήθελε να συνεχίσει, το περπάτημα ηρεμούσε τον εκνευρισμό του μα είχε πια εξαντληθεί και ξάπλωσε στο χώμα. Δεν είχε κάστορα, δεν είχε παπούτσια. Βρήκε όμως τη λύση. Ξεκίνησε να μετράει τα αστέρια ανα δεκάδες, πολλές δεκάδες. Δεν τον ξαναείδαμε ποτέ, δε μάθαμε νέα του, αν ζει ή αν πέθανε. Θέλω να πιστεύω πως βρίσκεται κάπου σε ένα βουνό και περιμένει να νυχτώσει για να μετράει αστέρια. Πολλές δεκάδες από όμοια αστέρια.


Εκείνη κάποια μέρα εμφανίστηκε στον πεζόδρομο και ήταν εκθαμβωτικά όμορφη. Ζήτησε σαλέπι και περίμενα να μου πει μετανιωμένη να τη δεχτώ πίσω, να ανοίξουμε εκείνη τη φάρμα στην εξοχή και να μείνουμε για πάντα εκεί. Να μη μας ανησυχεί τίποτα, τα ζώα και τα χωράφια μας να τα δουλεύουν σύγχρονα μηχανήματα κι εμείς ξεκούραστοι να ζούμε τον έρωτα μας μέχρι να έρθει το πρώτο βραχυκύκλωμα των μηχανημάτων, η πρώτη πυρκαγιά της φάρμας για να με αφήσει για κάποιο γείτονα με στεγνό σπίτι και βρώμικα χέρια από το άρμεγμα ζώων. Δεν το είπε. Πήρε το ρόφημα και συνέχισε τη βόλτα της.

Δεν πειράζει εγώ εχω το σαλέπι μου. Κάθε μέρα στο ίδιο σημείο, στην Ερμού. Πάντα εδώ. Σαλεπάκι παιδιά, ζεστό σαλέπι.

Σαλεπάκι παιδιά, ζεστό σαλέπι.



Τετάρτη, Δεκεμβρίου 10, 2008

Είχε την καρδιά του δεξιά

Ο μπαρμπα Γρηγόρης, τι μπάρμπας δηλαδή, βια σαραντα πέντε χρονώ να ήτανε ο άνθρωπος, καυχιότανε συχνά πως είχε την καρδγιά του δεξιά.

Τον είχαν πάρει στο δούλεμα και οι συχωριανοί, τον αντιμετώπιζαν σα γραφικό, πού ξανακούστηκε καρδιά στο δεξί μέρος, γιατρός δεν υπήρχε στο χωριό να εξετάσει το μπαρμπα Γρηγόρη, παρά μόνο στην πιο κοντινή πόλη σαράντα χιλιόμετρα μακριά, όμως ο μπαρμπα Γρηγόρης δε ξεκούναγε από το χωριό και απέφευγε τους γιατρούς όπως ο διάολος το λιμάνι. Κάποιοι του κάνανε και καζούρα ότι η δεξιά καρδγιά εξηγείται γιατι είναι δεξός και τότε ο μπαρμπα γρηγόρης τους κυνηγούσε με το στυλιάρι γιατί δεν δεχότανε μεγαλύτερη προσβολή από αυτή.

Πήγαινε ο κόσμος στο παντοπωλείο και τους έλεγε αυτός μια μέρα όταν πεθάνω θα με μάθει όλος ο πλανήτης, θα πούνε πρωτοφανής ιατρική περίπτωση ένας Ελλην με τη καρδγιά του δεξιά. Και τους έβαζε να ακουμπήσουν το αυτί τους στο στήθος και να ακούσουν τον παλμό που χτυπάει δεξιά κι όλοι κοντοστέκονταν όμως μετά υπέθεταν ότι κάτι άλλο συμβαίνει, κάποια αντανάκλαση του ήχου.

Κι ένα ανοιξιάτικο πρωί ξημέρωσε με κλειστά ρολλά στο μαγαζί. Η αρχική δυσαρέσκεια για την καθυστέρηση των αγορών για το μεσημεριανό τραπέζι, αντικαταστάθηκε από ανησυχία για τον μπάρμπα Γρηγόρη. Θα ταν άρρωστος. Θα ρθει όπου να’ ναι. Θα ήπιε κανα δυο τσίπουρα παραπάνω στο καφενείο ψες. Κλειστά ρολλά.

Το απόγεμα ανοίξανε το σπίτι. Να τηρήσουμε λέει τα έθιμα. Να ξενυχτήσουμε το νεκρό και να μοιράσουμε τα ρούχα του. Μαζεύτηκαν μαύρες γριές και κλαίγανε γοερά και φωνάζανε μοιρολόγια γεμάτα υπερβολές και ανακρίβειες και χιλιοειπωμένες νεκρολογίες. Πέσανε τα λιγούρια και κάνανε πλιάτσικο στο σπίτι του μπαρμπα Γρηγόρη. Αρπάζανε τα ρούχα του και ανοίγανε τα συρτάρια του. Τα ρούχα δεν τους κάνανε παρόλαυτα τα φοράγανε. Τους έπεφτε στενό το σακάκι του μακαρίτη και ασφυκτιούσαν εκει μέσα κι όμως δεν το παραδέχονταν. Τις τρύπιες κάλτσες του τις βάλανε για γάντια.

Ένας νεκρός, γριές που μοιρολογούνε το ιδιο τροπάρι και ένα θλιβερό αποχαιρετιστήριο πλιάτσικο στη μνήμη του νεκρού.

Κάποιος πρότεινε να βάλουν το μπαρμπα Γρηγόρη σε ένα νοικιασμένο αμάξι να τον πάνε στην πόλη να τον εξετάσει ένας γιατρός, μήπως και τον δικαιώσει για τη δεξιά καργδιά. Ποιος να βάλει όμως τα έξοδα, ότι δραχμή υπήρχει στο σπίτι την κλέψανε. Να ανοίξουμε τα ρολά στο μαγαζί να βάλουμε χέρι στο ταμείο είπε κάποιος. Τα πήραν τα λεφτά και τον στείλανε. Ο γιατρός τρελάθηκε από την ανακάλυψη. Επικοινώνησαν με την πρωτεύουσα και με κονδύλι του υπουργείου ο μπαρμπα Γρηγόρης έγινε αντικείμενο πανεπιστημιακής έρευνας.

Ο πλανήτης έστρεψε τα φώτα του στο χωριό. Μόνο με τέτοιο γεγονός θα ήταν πιθανό να αποκτήσει έστω προσωρινή αξία αυτή η κουκίδα του χάρτη. Με τερατογένεση ή με απεχθές έγκλημα «αδιστακτη μητέρα έσφαξε τα δεκατέσσερα παιδιά της στην καλκούτα», «άντρας με τρια πόδια ασελγεί σε αγελάδες στη χιλή». «Ιδιόμορφη περίπτωση δεξιοκαρδίας ανακαλύφθηκε μετά θάνατον σε μεσήλικα σε επαρχία της ελλάδας». Ο γύρος του κόσμου σε 30 λέξεις.

Πίσω στο χωριό φουσκώναν από περηφάνεια και υποκρισία. Τα χα πει εγώ ή τον πίστευα το μπαρμπα Γρηγόρη ή εγω σας τα λεγα πως είχε δεξιά καρδιά αλλα δεν με πιστεύατε. Οι χωριάτες φάνταζαν πανάξιες μελλοντικές γριές μοιρολογίστρες. Στο παντοπωλείο του μπαρμπα Γρηγόρη δεν έμεινε τίποτα. Τα κλέψανε όλα. Κάποιος είχε τουλάχιστο την ευθιξία φεύγοντας με την τελευταία κονσέρβα να τραβήξει πίσω του τα ρολλά του μαγαζιού.

Κλειστά ρολλά στου μπαρμπα Γρηγόρη.

Κλειστά ανοιξιάτικα ρολλά με γλυκόπικρη σάλτσα συναισθημάτων

Δευτέρα, Δεκεμβρίου 08, 2008

Ο γιός μου πλατσουρίζει στο πεζοδρόμιο

Ο γιος μου πλατσουρίζει στο πεζοδρόμιο. Στα νερά. Να το ξεκαθαρίσω. Είναι νερά, πεντακάθαρα, το χρώμα τους διάφανο, η σύσταση τους ασφαλής για ένα ανήλικο που θέλει να παίξει. Δεν είναι ούτε λασπόνερο, ούτε τίποτα διαφορετικό άλλου χρώματος (για παράδειγμα κόκκινου), μόνο πεντακάθαρο νερό.

Εγώ τον παρότρυνα να βγει και να πλατσουρίζει. Εμείς οι ίδιοι διαμαρτυρόμαστε για τη χαμηλή ποιότητα ζωής. Λέμε πως δεν υπάρχει χώρος να παίξουνε και παραδεχόμαστε πως τους αγοράζουμε τόσα πολλά παιχνίδια, πως παρατάμε τα παιδιά μας μπροστά στις τηλεοράσεις για ώρες, πως γινόμαστε τόσο υπερπροστατευτικοί και πλέον δεν παίζουν, δε χαίρονται τις μέρες τους, δε ζούνε σαν παιδιά.

Κι έπειτα μήπως είμαστε ασφαλείς και στα σπίτια μας? Τις προάλλες κάτω απ το σπίτι ακούστηκαν φωνές, κάποιοι αλήτες τσακώθηκαν, έγινε φασαρία και κακό και πέσανε πυροβολισμοί. Η μία σφαίρα πέτυχε τον άη βασίλη που έχουμε τοποθετήσει να σκαρφαλώνει στο μπαλκόνι μας. Όλη η γειτονιά συγκλονίστηκε. Τα παιδιά της γειτονιάς αντίκρυσαν τον κομματιασμένο αη βασίλη και η ψυχούλα τους ταράχτηκε για πάντα. Ο αη βασίλης πέθανε, τι να προσφέρουμε πλέον σε αυτά τα παιδιά? Ποιος θα εκπληρώσει τις επιθυμίες τους, τι να απαντήσουμε στις αθώες ερωτήσεις τους: “Ποιος θα ταΐζει τώρα το ρούντολφ?”

Δεν πειράζει που είναι μέσα του χειμώνα, θα πέσει γυμνός στα νερά. Να σφίξει το δέρμα του, να σκληραγωγηθεί και λιγάκι. Δε θέλω να μου γίνει από αυτά τα σύγχρονα καλομαθημένα που κυκλοφορούν με μπλούζες sex pistols. Τι μανία και αυτή με τους sex pistols, η νέα μόδα των ‘00s .Όπου και να γυρίσεις, όπου και να ακούσεις

No future for you no future for me
No future no future for you


Ανήθικα μηνύματα για τα παιδιά μας. Βγες στο πεζοδρόμιο αγόρι μου. Πλατσούρισε στα πεντακάθαρα νερά της πόλης. Το πεζοδρόμιο είναι τεράστιο, αχανές. Υπάρχει πολύς χώρος εκει έξω για σένα, πολύς χρόνος να ανακαλύψεις τη ζωή.



Εικόνες απο το blog: Little People

Πέμπτη, Δεκεμβρίου 04, 2008

Το κόλπο με τα ακυρωμένα εισιτήρια


Δεν κρύβω πως είχα ενθουσιαστεί με την ιδέα των ακυρωμένων εισιτηρίων. Τα οικονομικά μου δεν πήγαιναν πολύ καλά αφού ήταν αισίως η τρίτη χρονιά που δεν είχα πάρει αύξηση. Έτσι θεωρούσα επιβεβλημένο να συμμετέχω σε κάθε μορφή αντίστασης στο καταπιεστικό για τον μέσοαστό σύστημα.

Δεν ήταν ιδιαίτερα πολύπλοκο, ούτε βέβαια εξοικονομούσε κανένα φοβερό ποσό χρημάτων. Δημιουργούσε όμως ένα είδος αλληλεγγύης μεταξύ των εργαζομένων που χρησιμοποιούν τα μέσα μαζικής μεταφοράς για να πάνε στις δουλειές τους. Και είχα βρει την ιδέα φοβερά εμπνευσμένη. Ακύρωνα το εισιτήριο μου, έκανα τη διαδρομή μου και πριν κατέβω το έχωνα κάτω από το ακυρωτικό μηχάνημα, στο κενό ανάμεσα στην κολώνα και στο πλαστικό κουτί. Ο επόμενος που θα έμπαινε δε θα χρειαζόταν να ακυρώσει, αφού το εισιτήριο ίσχυε για τουλάχιστο 40 λεπτά ακόμα.

Παρά τη συνέπεια μου στην τήρηση της μεθόδου, δε μου είχε τύχει να βρω ακυρωμένο εισιτήριο, δεν είχα επιβραβευθεί, δεν είχε κλείσει ο κύκλος ώστε να γνωρίζω με βεβαιότητα πως η τάση έχει βρει ανταπόκριση και πως είμαι μέρος μιας κοινωνικής ομάδας που συνεργάζεται για να αλληλοβοηθηθεί, έστω και σε κάτι τόσο απλό. Γιαυτό προσπαθούσα για τη διάδοση, σε κάθε ευκαιρία το έλεγα σε γνωστούς και έγινα και μέλος διαδικτυακής ομάδας με τίτλο «μην πετάτε τα εισιτήρια».

Κάποιες φορές κατεβαίνοντας από το λεωφορείο και έχοντας κρύψει το εισιτήριο κάτω από το μηχάνημα, στεκόμουν κοντά στην πόρτα και κρυφοκοιτούσα αν κάποιος παίρνει το απόκομμα μου. Είχε τύχει να δω κάποιους και ήταν άτομα σαν κι εμένα. Τριαντάρηδες με πιεστικό φτηνό κουστούμι και σφιχτή υποχρεωτική γραβάτα. Δε με πείραζαν οι σπρωξιές ή τα επιφωνήματα «τσογλάνι» και «αλητήριε» που μου φόρτωναν ηλικιωμένες κυρίες που προσπαθούσαν να επιβιβαστούν και τους έκλεινα το δρόμο, εγώ είχα αντικρύσει τους όμοιους μου και ήξερα πως η μέθοδος προχωράει σωστά.

Εκείνο το πρωι περίμενα στη στάση σχεδόν μόνος μου, πράγμα παράξενο και σπάνιο μιας και ήταν ώρα αιχμής. Το λεωφορείο έφτασε χωρίς αργοπορία και ούτε καν μισογεμάτο, είχε αρκετές ελεύθερες θέσεις. Πλησιάσα το ακυρωτικό μηχάνημα και έβαλα το χέρι μου από κάτω ελπίζοντας πως θα ανταμοιφθώ. Επιτέλους κάτι υπήρχε εκεί και με περίμενε. Τραβώντας όμως το χέρι μου, προς μεγάλη μου έκπληξη είδα πως δεν ήταν ακυρωμένο εισιτήριο, αλλά μια πιστωτική κάρτα. Μέσα σε μια μίνι κρίση πανικού την έκρυψα στο χέρι μου σφίγγοντας τη γροθιά, ενώ ταυτόχρονα έψαχνα στην τσέπη μου για αχρησιμοποίητο εισιτήριο. Σκέφτηκα να την τοποθετήσω ξανά στη θέση της. Κάποιος όμως την είχε βάλει εκεί εξαρχής για κάποιο λόγο. Κάποιος ήθελε να τη βρω. Το λεωφορείο ξεκίνησε και εγω γύρισα προς την πόρτα που έκλεινε μήπως έβλεπα κάποιον να κρυφοκοιτάει. Μάταια. Κάθισα αδέξια σε μια θέση και έλυσα τη γροθιά μου αφήνοντας την πιστωτική κάρτα να πέσει απαλά μέσα στην τσέπη του σακακιού μου.

Παρότι η περιέργεια με έκαιγε, έφτασε απόγευμα μέχρι να αποφασίσω να ξανακοιτάξω την κάρτα. Δεν ήθελα να με δει κανείς στη δουλειά μου να την κρατάω, δεν ήξερα τι θα απαντούσα σε πιθανές ερωτήσεις. Όταν επιτέλους με ανάμεικτη ανυπομονησία και ενοχή το αποφάσισα, είδα πως η κάρτα ήταν πλατινένια με μεγάλο πιστωτικό όριο. Πάνω της έγραφε Gordon James, όνομα που παρέπεμπε σε άγγλο πολίτη. Πόσο παράξενο ήταν που βρέθηκε στα χέρια μου με αυτό τον τρόπο. Το σύστημα υποτίθεται πως δημιουργούσε συνεκτικότητα ανάμεσα σε μια ομοιόμορφη ομάδα. Τι σχέση είχε ο άγγλος με την πλατινένια κάρτα με τους τριαντάρηδες υπάλληλους? Όσο κι αν το σκέφτηκα όλο το βράδυ δε μπόρεσα να λύσω το γρίφο. Αποφάσισα όμως πως αφου μπήκα σε αυτό το παιχνίδι έπρεπε να παίξω. Η κάρτα βρισκόταν στα χέρια μου και παρακαλούσε να την υπερχρεώσω.

Φυσικά έπρεπε να είμαι και προσεκτικός. Η κάρτα θα μπορούσε να ήταν και ήδη ακυρωμένη αν είχε δηλωθεί για απώλεια και δε θα ήταν δύσκολο να με εντοπίσουν αν τη χρησιμοποιούσα αλόγιστα και είχε δηλωθεί κλοπή. Θα είχα τεράστιο πρόβλημα σε τέτοια περίπτωση. Γιαυτό το λόγο και τη χρησιμοποίησα πρώτη φορά στο σούπερμάρκετ. Χωρίς να κοιτάξω στα μάτια την ταμία έδωσα την κάρτα καθώς γέμιζα τις σακούλες. Η κάρτα έγινε δεκτή χωρίς πρόβλημα, η ταμίας άλλαξε συμπεριφορά αντικρίζοντας την πλατινένια κάρτα και μου συνέστησε να τοποθετήσω τα ψώνια σε καρότσι, βοηθώντας με κιόλας να τα φορτώσουμε. Και να το επέστρεφα όποτε μπορούσα, δεν υπήρχε πρόβλημα.

Αφού η πρώτη απόπειρα πέτυχε, το επόμενο βήμα ήταν να ξεχυθώ στα μαγαζιά. Προφασίστηκα αρρώστια, πήρα μιας εβδομάδας άδεια από τη δουλειά και βγήκα στα ακριβότερα καταστήματα. Το αρχικό υπεροπτικό ύφος των πωλητών γινόταν κολακευτικό γλύψιμο όταν άφηνα πάνω στο ταμείο την κάρτα και τους έλεγα με στόμφο «θέλω κάποιον να με ακολουθεί κι ότι μου αρέσει θέλω να το χρεώνετε εδώ».
Τα ιταλικά υφάσματα πρέπει να φτιάχτηκαν για μένα, μου ταίριαζαν εξαιρετικά. Αγόρασα και γιλέκο που δεν είχα φορέσει ποτέ στη ζωή μου. Μεταξένιο. Το χέρι γλυστρούσε πάνω του ικανοποιώντας μοναδικά την υποτιμημένη αίσθηση της αφής. Η κάρτα του Gordon James φούσκωνε από αγορές ρούχων και υποδημάτων, ενώ θεώρησα σωστό να αποκτήσω κι ένα χρυσό ρολόι, κίνηση που θα εκτιμούσε ο φλεγματικός άγγλος αν με παρακολουθούσε.

Παρασυρμένος από τη δύναμη του πλαστικού χρήματος, μα και γνωριζοντας πως αυτή η χαριστική περίοδος πίστωσης δε θα διαρκέσει για πάντα κάλεσα όλους τους φίλους μου να γιορτάσουμε σε ένα μπαρ που πήγαινα όταν ήμουν φοιτητής. Από τότε που ξεκίνησα να δουλεύω είχα κόψει τις εξόδους και μόνο έπινα αραιά και πού ένα ποτό στο σπίτι μου. Για οικονομία είχα κόψει και το κάπνισμα και πολλές φορές ο οργανισμός μου αποζητούσε ένα τσιγάρο, που όμως ήταν ακριβή πολυτέλεια. Στο μπαρ όμως θα γινόταν χαμός. Κάλεσα όλους τους φίλους και ξεχασμένους γνωστούς μου προτρέποντας τους να φέρουν και δικούς τους φίλους. Χάρηκαν όλοι που με είδαν μετά από τόσο καιρό, διασκέδασαν όμως περισσότερο τη δυνατότητα να πάρουν 3 και 4 ποτά κερασμένα. Για να μην προκαλέσω υποψίες ισχυρίστηκα πως κέρδισα ένα ποσό στο λαχείο και αποφάσισα να το ξοδέψω με φίλους. Χρησιμοποίησα και έτοιμες ατάκες Η ζωή είναι μικρή, οι φίλοι είναι που αξίζουν πιο πολύ και τέτοια. Ήμουν το επίκεντρο της παρέας μετά από πάρα πολύ καιρό. Ο ξάδερφος μου είχε φέρει στο μπαρ και μια φίλη του την Αιμιλία Σπανού, ανερχόμενο μοντέλο. Μου άρεσε από την πρώτη στιγμή. Φάνηκε κι αυτή πως γοητεύτηκε από την απλοχεριά μου και το μοντέρνας γραμμής ντύσιμο μου. Της έκλεισα ραντεβού για το επόμενο βράδυ.

Έπρεπε να την εντυπωσιάσω. Με ένα ακριβό αυτοκίνητο ίσως. Η πιστωτική κάρτα δε μου επέτρεπε να αγοράσω αυτοκίνητο ή να κάνω κάποια αγορά που θα με εξασφάλιζε. Μου παρείχε μόνο προσωρινή καταναλωτική δύναμη. Νοίκιασα μια λιμουζίνα και την πήρα από το σπίτι της. Ήταν εκθαμβωτική, της άξιζαν τα καλύτερα. Καταλήξαμε σε κεντρικά μπουζούκια της πόλης όπου επιτρεπόταν το σπάσιμο πιάτων και κάθε λογής καφριλίκι. Όσο πιο ακραίος γινόσουν τόσο πιο πολύ σε εκτιμούσαν οι θαμώνες. Και οι θαμώνες ήταν επώνυμοι και γόνοι περίοπτων επιχειρηματιών. Σπάσαμε πολλά πιάτα. Πέταξα στην πίστα το καρότσι που είχα πάρει από το σουπερ μάρκετ. Στην περίσταση κόλλαγε και ένα πούρο, δεν είχα όμως μετρητά να αγοράσω.Η Αιμιλία το διασκέδαζε. Πότε χόρευε, πότε χωνόταν στην αγκαλιά μου και τριβόταν πάνω στο μεταξένιο μου γιλέκο. Ήμουν ερωτευμένος. Κάποιοι από το απέναντι τραπέζι πετάξανε ένα παλιό ποδήλατο στην πίστα. Άλλοι ταμειακή μηχανή. Δεν είχα πει την τελευταία μου κουβέντα.
Έβγαλα από κάτω από το τραπέζι που είχα κρυμμένα το σιφόνι και τα πλακάκια της μπανιέρας. Δε θα ειχα πια μπανιέρα στο σπίτι, αλλά αυτό ήταν το τίμημα της καταξίωσης στη νυχτερινή ζωή. Έγινε χαμός όταν τα πέταξα στην πίστα. Όλο το μαγαζί με αποθέωνε. Οι θαμώνες αναρωτιόνταν ποιος είμαι. Τα φλας των φωτογράφων στράφηκαν πάνω μου. Ήταν μια τέλεια βραδιά. Η Αιμιλία είχε εντυπωσιαστεί. Μου ζήτησε να φύγουμε και της υποσχέθηκα πως θα συνεχίσουμε στη σουίτα του ξενοδοχείου μου. Πλήρωσα με την πιστωτική κάρτα και περάσαμε τη νύχτα μαζί.

Το άλλο πρωί αφού επέστρεψα τη λιμουζίνα, γύρισα ευτυχισμένος στο σπίτι. Έβγαλα τα ρούχα μου να πλυθώ όμως δεν είχα πλέον μπανιέρα.. Αν ήμουν περισσότερο προνοητικός θα είχα κάνει ένα πρωινό ντους στο ξενοδοχείο. Θα είχαν περάσει μερικά λεπτά μόνο όταν χτύπησε το κουδούνι μου. Άνοιξα φορώντας μόνο ένα σώβρακο και το γιλέκο μου για να δω πως ήταν δύο αστυνομικοί που είχαν εντολή να με συλλάβουν. Δεν πρόλαβα καν να ντυθώ. Ο υποδιοικητής του τμήματος μου πέταξε ένα λαιφστάιλ περιοδικό στα μούτρα. Παντού φωτογραφίες μου από τα μπουζούκια με την Αιμιλία αγκαλιά και τη μπαταρία της μπανιέρας στο χέρι και λεζάντες «ο Βρετανός επίτροπος Γκορντον Τζέημς σε μεγάλα κέφια». Ο επίτροπος της Βρετανικής μυστικής υπηρεσίας είχε υποβάλει μήνυση, κάποιος με αναγνώρισε και με αυτόφωρη διαδικασια θα κατέληγα στη φυλακή. Είχα μπλέξει πολύ άσχημα.

Το κελί μου ήταν μικρό και σκοτεινό. Πέθαινα για ένα μπάνιο, μα όπως και το σπίτι μου, το κελί δεν είχε μπανιέρα. Πλησίασα το μικρό νιπτήρα για να ρίξω λίγο νερό πάνω μου. Το νερό που έβγαινε είχε καφέ απόχρωση. Πλύθηκα και ελλέιψει πετσέτας σκουπίστηκα με το γιλέκο μου.
Τότε είχα τη σκέψη να κοιτάξω.
Μπας και.
Ποτέ δε ξέρεις.
Έβαλα το χέρι μου κάτω από το νιπτήρα. Στερεωμένο στο σωλήνα βρισκόταν ένα πακέτο με 2-3 τσιγάρα και αρκετά σπίρτα. Τουλάχιστο εκεί μέσα η αλληλεγγύη λειτουργούσε.

Δευτέρα, Δεκεμβρίου 01, 2008

Η ντουλάπα (ακατάλληλο για κλειστοφοβικούς)

Δε ξεχνώ εκείνη τη μέρα που με έπιασε η φοβερή εμμονή να μπω μέσα στη ντουλάπα. Εκείνη τη στιγμή δεν καταλάβαινα τι θα εξυπηρετούσε κάτι τέτοιο, μου φαινόταν κι εμένα του ίδιου εντελώς παράλογο, παρόλαυτα υπέκυψα στην ανεξήγητη έλξη που μου προκαλούσε το μισάνοιχτο έπιπλο.

Λίγα λογια για τη ντουλάπα.

Ξύλινη. Στο χρώμα του ξύλου. Και με το άρωμα του ξύλου. Πιθανό σαράκι. Τοποθετημένη στον τοίχο δίπλα απο την μπαλκονόπορτα. Απέναντι απο το γραφείο με τον υπολογιστή. Ντουλάπα δίφυλλη. Σχετικά ευρύχωρη. Απ εξω που την κοίταζα φαινόταν πολυ στριμωγμένη, απο μέσα όμως ήταν ξεκάθαρο πως μπορούσε να φιλοξενήσει έναν εύσωμο ενήλικα χωρις πρόβλημα. Αν εξαιρέσεις την εισπνοή μικροποσότητας ναφθαλίνης, οι συνθήκες ήταν ιδανικές εκεί μέσα.

Έμεινα μέσα στη ντουλάπα για μία ώρα και 50 λεπτά. Στην αρχή η πρόθεση μου ήταν να στέκομαι όρθιος σε στάση προσοχής. Σύντομα όμως κατάλαβα πως κάτι τέτοιο δεν ήταν εφικτό. Υποχρεωνόμουν κάπως να καμπουριάζω και μερικές κρεμάστρες με πίεζαν ενοχλητικά στους ώμους και στον αυχένα. Κάθισα και ακούμπησα την πλάτη μου στο τοίχωμα της ντουλάπας. Τα πόδια μου ήταν λυγισμένα και κοντά στον κορμό μου. Έτσι ήταν ιδανικά. Δε θα ήταν υπερβολή να πω οτι μπορούσα να ζω εκεί μέσα. Η επιλογή μου αποδεικνυόταν πολύ σοφή και καθόλου παράλογη ή ανεξήγητη όπως είχα προεξοφλήσει. Σκοτάδι. Αφοσίωση. Ησυχία. Όλα αυτά που μου έλειπαν. Ναι σίγουρα. Μπορείς να αρκείσαι με τις σκιές, γιατί να το κάνεις όμως όταν μπορείς να έχεις απόλυτο σκοτάδι?

Σκοτάδι και ησυχία. Δίπλα απο τη ντουλάπα ήταν η μπαλκονόπορτα. Θα μπορούσα να είχα τραβήξει την κουρτίνα, να είχα ανοίξει και να είχα βγει στο μπαλκόνι, εκεί έξω στο φως. Να νιώσω τη βουή της πόλης, να με πνίξει το φως του μεσημεριού, να γίνω ένας απο τα εκατομμύρια που ενώνουν τους παλμούς τους δημιουργώντας ένα εκκωφαντικό θόρυβο. Στη ντουλάπα μου όμως ήμουν ένας. Άκουγα μόνο τον παλμό της καρδιάς μου. Υπήρχαν μόνο οι σκέψεις μου. Δικές μου σκέψεις αλλοιωμένες απο κανέναν, καθόλου διαστρεβλωμένες απο την επικρατούσα άποψη. Κάθε τόσο μονάχα ένα τρίξιμο ακουγόταν, το σαράκι έτρωγε το ξύλο αργά και μεθοδικά κι εγώ μέσα στη ντουλάπα έκανα κάτι παρόμοιο. Υπομονετικά έτρωγα την πεντακάθαρη ηρεμία της ντουλάπας.

Η έξοδος απο τη ντουλάπα ήταν αναγκαία. Για τροφή και νερό. Και αναπόφευκτες υποχρεώσεις. Φίλοι, οικογένεια, δουλειά φορτώνανε το κινητό μου και τον ηλεκτρονικό υπολογιστή με μηνύματα που μοιάζανε πρότυπα προαποθηκευμένα από τον κατασκευαστή.

«Καθυστέρησα, θα είμαι εκεί στις..

Θα αργησω 5 λεπτά

Έχω δουλειά, θα τηλεφωνήσω αργότερα

Κι εγώ σ’ αγαπώ»


Η επόμενη μέρα στη δουλειά ήταν απλά χρόνος που έτρεχε σε αντίστροφη μέτρηση μέχρι την επιστροφή στη ντουλάπα. Γύρισα στο σπίτι και χώθηκα αμέσως στο σκοτάδι της, σβήνοντας και τους τελευταίους ήχους της ημέρας. Το ουρλιαχτό του μετρό καθώς φρενάρει στις ράγες, τη σειρήνα του πυροσβεστικού που επιταχύνει προς την εστία καπνού της δίπλα γειτονιάς. Εκείνη τη μέρα έμεινα μέσα 2μιση ώρες. Ίσως να αποκοιμήθηκα για κάποιο διάστημα. Ο ύπνος ήταν τόσο ήσυχος και γλυκός. Για την ακρίβεια μέσα στο απόλυτο σκοτάδι της ντουλάπας και με το κενό σκέψεων που είχα επιτύχει, μπορούσα να ξυπνάω και να κοιμάμαι χωρίς να καταλαβαίνω τη διαφορά. Το σαράκι γεννούσε προνύμφες μέσα στο ξύλο. Φανταζόμουν πως άκουγα το κλάμα τους καθώς σπάγανε το αυγό τους. Θα μπορούσαν να είναι και χιλιάδες εκεί μέσα στη βάση του ξύλου. Με ένα μουρμουρητό μου, σταματούσα τα κλάματα τους. Οι προνύμφες είχαν νανουριστεί.

Κάθε μέρα που περνούσε με έβρισκε και πιο αποκομμένο από τους ανθρώπους. Οι αδιάφορες φλυαρίες τους, χτυπούσαν στην αόρατη ασπίδα προστασίας που είχα αναπτύξει. Στη δουλειά μου βαριόμουν και έκλεινα όλα τα ζητήματα διαδικαστικά. Ασφυκτιούσα. Στην κυριολεξία. Όσο βρισκόμουν έξω από τη ντουλάπα, είχα δύσπνοια και πόνους στο στήθος. Μέσα στη ντουλάπα μόνο έβρισκα την αναπνοή μου και την ψυχική γαλήνη. Ο υπολογιστής απέναντι από τη ντουλάπα είχε μείνει στην αχρηστία. Εκατοντάδες ημιγνωστοί μου πρότειναν τα ηλεκτρονικά δάχτυλα τους για να μου σκουντήξουν τον ώμο, μα εγώ απουσίαζα επι εβδομάδες.

Χτες πήγα στο γιατρό. Η καθημερινή εισπνοή ναφθαλίνης μου έχει καταστρέψει το πάγκρεας και μου έχει δημιουργήσει νεφρική ανεπάρκεια. Χρειάζομαι εντατική περίθαλψη. Οι μικροαστικές συμβουλές του γιατρού με βρήκαν αδιάφορο. Τι ξέρει αυτός από τη ζωή? Θα περάσει την ημέρα το συμβουλεύοντας μερικούς αγχωμένους ενήλικες να κόψουν το κάπνισμα και το κρέας, να περπατάνε μισή ώρα την ημέρα και θα γυρίσει στο σπίτι του να φάει λαχανικά και φτηνές τηλεοπτικές σούπες. Εγώ δε μπορώ να νοσηλευτώ. Οι χιλιάδες μικρές μου προνύμφες με έχουν ανάγκη. Παραιτήθηκα από τη δουλειά μου. Τράβηξα τον υπολογιστή από τη μπρίζα. Τη μπαταρία από το κινητό.


Θυμάμαι εκείνη τη μέρα που μου δημιουργήθηκε η εμμονή για τη ντουλάπα. Τη θυμάμαι σαν την ομορφότερη ημέρα της ζωής μου. Όπως άλλοι θυμούνται τη γνωριμία με την κοπέλα τους, τη γέννηση του πρώτου τους παιδιού. Θυμάμαι την ανεξήγητη μαγεία της μισάνοιχτης ντουλάπας που με καλούσε να μπω μέσα της και να ζήσω εκεί για πάντα.


Απέναντι από το τοίχωμα που είναι η θέση οπου κουλουριάζομαι, τοποθέτησα ένα καθρέφτη. Μέσα στο απόλυτο σκοτάδι της ντουλάπας δε θα είναι εφικτό να αντικρύσω το είδωλο μου, όμως θέλω να γνωρίζω πως βρίσκεται εκεί. Θα κλείνω τα μάτια και θα είμαι εδώ κι απέναντι. Θα είμαι παντού μέσα στη ντουλάπα. Θα είμαι ο εαυτός μου και τίποτα παραπάνω ούτε λιγότερο.

Πριν κάποια ώρα μπήκανε στο σπίτι να με ψάξουνε. Ενόχλησαν την ησυχία μου, ήταν όμως διασκεδαστικό να ακούω την απελπισία τους. Φυσικά δε ψάξανε στην ντουλάπα, είναι πολύ μικροί για να γνωρίζουν. Δε θα με βρούνε ποτέ εδώ μέσα.

Τετάρτη, Νοεμβρίου 19, 2008

Πείνα 2 - κάνοντας τα λιανά


Αντιπαράθεση δύο ομάδων ανθρώπων, δυο τρόπων ζωής, αυτοί κι εμείς.

Απο τη μία οι δρομείς. Μεταφορικά. Αυτοί που προχωράνε μπροστά. Δεν κουβαλάνε πάνω τους το παρελθόν. Τα αόρατα τερατάκια λανγκολίερς έχουν κατασπαράξει το παρελθόν τους, τους έχουν απαλλάξει απο αυτό. Δεν έχουν παρελθόν, τρέχουν και το προλαβαίνουν, πάντα ένα βήμα μπροστά. Έχουν επιλέξει το δύσκολο, τον επίπονο δρόμο. Την πείνα. Μεταφορικά. Με την ελπίδα πως στο τέλος του δρόμου υπάρχει η ανταμοιβή τους, η επιτυχία με όποια μορφή κι αν την ονειρεύονται. Η δόξα, η αναγνώριση ή το χρήμα ή η αιωνιότητα. Αδειάζουν το μυαλό τους απο σκέψεις, αφοσιώνονται στο δύσκολο δρόμο. Μα πάντα έχουν και κάποια αμφιβολία. Φοβούνται πως στο τέλος τίποτα απο αυτά δε θα τους περιμένει κι ίσως τότε πουνε πως δεν άξιζε η πείνα.

Απο την άλλη το αντίθετο. Εμείς. Πληθυντικός πρώτο πρόσωπο. Αφηγητής και αναγνώστης τοποθετούνται απο αυτή την πλευρά για μεγαλύτερη έμφαση στην ευθύνη. (παρότι την αποποιούμαστε και ισχυριζόμαστε πως φταίνε αυτοί) Εμείς. Γεμάτοι παρελθόν ενοχών και με το αντίστοιχο παρόν υπερβολών και αμαρτιών. Παρελθόν και παρόν το ίδιο πράγμα. Χλαπακιάζουμε θολωμένοι τα χοτ ντογκ χαζεύοντας τσόντες. Πετάμε τα αποφάγια μας στο χιόνι να τα τσιμπολογήσουν τα σπουργίτια. Καταναλωτισμός, εύκολες λύσεις γρήγορες και ανώδυνες, ηδονές, όλα αυτά που μας κρατάνε στάσιμους. Η ευτυχία όμως απούσα. Η ευτυχία μένει στον πάγκο και περιμένει. Και παραμονεύει ένα μέλλον δυσοίωνο. Το λένε τα μαύρα τραπουλόχαρτα στο μανίκι ενός φίλου. Άσπονδου. Του εαυτού μας. Που είναι απων/είμαστε απόντες, έμεινε μόνο το άδειο μας σακάκι. Εμείς οι ίδιοι βάλαμε τα μαύρα τραπουλόχαρτα. Φτιάξαμε τον κυρίαρχο σημερινό τρόπο ζωής. Καταναλωτισμός, Νέουτρο ρόμπερτς κι ομίνο μπιάνκο. Κενό. Το οποιό δημιουργεί απρόσμενες αντιδράσεις. Η μπάντα που μας περίμενε βαρέθηκε και πάτησε την ουρά ενος σκύλου.

Και τελικά θα υπάρχει στο τέλος του δρόμου χρυσός ή μόνο χρυσά τσιγαρόχαρτα απλά περιτυλίγματα του παρελθόντος. Θα περιμένει η μπάντα και τα φλας ή θα φύγουν και οι φωτογράφοι?

Οι δύο αντίθετοι τρόποι ζωής συναντίωνται στη ματαιότητα.

Τρίτη, Νοεμβρίου 18, 2008

Πείνα νο.2

βίντεο υψηλής ποιότητος

Φταίνε αυτοί,
oι δρομείς.
Όχι εμεις!

Καίνε τα γόνατα τους,
όπως χτυπάνε στην άσφαλτο
και λένε..
Άδεια τα βλέμματα τους
το μυαλό τους κενό απο σκέψεις
και λένε..

Πως πλησιάζουν στο τέρμα
και τρέχουν
δεν έχουν
της ύπαρξης το έρμα:
Το παρελθόν! τρέχουν
μπροστά
προς το τέρμα

Μια μπάντα θα παίζει εμβατήρια
πολλά φλας και συγχαρητήρια
μπορεί να τους σβήσουν τα λάθη
μπορεί να τους ντύσουν χρυσάφι

Και να τους θυμούνται για πάντα
θα παίζει για κείνους η μπάντα
(να πούνε πως άξιζε η πείνα)

Φταίνε αυτοί,
όχι εμείς
παρελθόν
ενοχών.
Αναζητάμε εμείς όλα εκείνα
που ανακουφίζουν την πείνα
την ηδονή στο τιμόνι
ενα γρήγορο γεύμα
τα αποφάγια στο χιόνι
ενα πιο γρήγορο γεύμα.
Νέουτρο ρόμπερτς ομίνο μπιάνκο,
η ευτυχία μένει στον πάγκο.
Ας τα χουν αυτοί όχι εμείς
χρυσά τσιγαρόχαρτα
περιτυλίγματα του παρελθόντος
οι αργοί μας ρυθμοί
τραπουλόχαρτα μαύρα
στο μανίκι ενος άσπονδου φίλου
απόντος
μα.. βαρέθηκε η μπάντα
δε θα περιμένει για πάντα εμάς.
Θα πατήσει την ουρά ενος σκύλου!

Μια μπάντα θα παίζει εμβατήρια
πολλά φλας και συγχαρητήρια
μπορεί να τους σβήσουν τα λάθη
μπορεί να τους ντύσουν χρυσάφι

Και να τους θυμούνται για πάντα
θα παίζει για κείνους η μπάντα
(να πούνε πως άξιζε η πείνα)

Φταίνε αυτοί,
οι δρομείς,
όχι εμεις.


Παρασκευή, Νοεμβρίου 14, 2008

Πρωινό στου Μπακάκου


Το τηλέφωνο χτυπούσε βίαια μέσα στη νύχτα.
Ο Βλάσσης ανασηκώθηκε από το κρεβάτι και άρχισε να το αναζητά. Κοίταξε πάνω στο κομοδίνο, δεν ήταν. Κοίταξε κάτω από το κρεβάτι, μήπως το είχε βάλει εκεί καθώς καθάριζε το δωμάτιο, σιγά μην ήταν εκεί, άλλωστε δεν είχε καθαρίσει το δωμάτιο εδώ και πάρα πολύ καιρό. Άρχισε να ανοίγει ένα ένα τα συρτάρια και να κοιτάζει μέσα, κάτω από τα ρούχα και ανάμεσα σε χαρτιά και βιβλία. Έχωσε το χέρι μέσα από το φούτερ του και έπιασε το κλειδί που είχε πάντα κρεμασμένο στο λαιμό του. Άνοιξε ακόμα και το συρτάρι με το σενάριο του. Σπανίως ξεκλειδωνε αυτό το συρτάρι και μόνο αυτός και ένα άτομο ακόμα γνώριζαν για αυτό το σενάριο. Όμως το είχε δουλέψει την προηγούμενη μέρα, οπότε δε θα ήταν απίθανο να βρίσκεται εκεί μέσα το τηλέφωνο. Τελικά όχι. Το κουδούνισμα του τηλεφώνου συνέχιζε κι ο Βλάσσης κατάλαβε επιτέλους πως ερχόταν από άλλο δωμάτιο. Μα τι χαζός είμαι σκέφτηκε, δεν είχε τηλέφωνο στο δωμάτιο του, η μοναδική συσκευή τηλεφώνου στο σπίτι βρισκόταν στο σαλόνι.

Είχε βέβαια μεγάλο καλώδιο για να μπορεί να κάνει βόλτες όταν μιλούσε, οπότε αν το δεις με βάση τις πιθανότητες, θα μπορούσε να είναι και στην κουζίνα. Χλωμό, αλλά θα μπορούσε, άξιζε μια προσπάθεια. Και που δεν κοίταξε. Αξίζει να αναφέρουμε αναλυτικά τα ντουλάπια και τις ηλεκτρικές συσκευές στις οποίες αναζήτησε το τηλέφωνο ο Βλάσσης, αγνοώντας επιδεικτικά την κατεύθυνση του ήχου ο οποίος προφανώς ερχόταν από το σαλόνι.
Ντουλάπι
Πάνω ντουλάπι
Φούρνος (κουζίνα)
Τροφιμοθήκη
Γωνιακό ντουλάπι
Φούρνος μικροκυμάτων
Ψυγείο
Πλυντήριο πιάτων.

Πηγαίνοντας προς το σαλόνι ο Βλάσσης συνειδητοποίησε πως πρέπει επιτέλους να μάθει να χρησιμοποιεί το πλυντήριο πιάτων, θα είναι πάνω από δυο χρόνια που το έχει αγοράσει. Το τηλέφωνο χτυπούσε και του δημιουργούσε σταδιακά έναν έντονο πονοκέφαλο. Δεν το έβρισκε πουθενά όμως. Μέσα στο τζάκι δεν ήταν σίγουρα. Ο Βλάσσης είχε σταθεί σε μια γωνία του σαλονιού και επεξεργαζόταν με το βλέμμα του το χώρο όμως το τηλέφωνο ήταν πολύ καλά κρυμμένο. Το βρήκε τελικά κλεισμένο σε μια βαλίτσα, όπου το είχε χώσει πριν μερικές ώρες για να αποφύγει ακριβώς αυτό το πράγμα. Να τον ξυπνήσουν για οποιοδήποτε λόγο μέσα στη νύχτα. Ήθελε να έχει ήρεμο ύπνο.

«Που είσαι ρε μαλάκα Βλάσση, με εμπαίζεις?»
Ήταν ο ατζέντης του, ποιος άλλος τέτοια ώρα.
«με εμπαίζεις ρε φίλε?
με εμπάιζεις?».
Ο ατζέντης του είχε εκνευριστεί επειδή ο Βλάσσης δεν πήγε στο δείπνο με τους ανθρώπους από την γερμανική εταιρεία παραγωγής. Σιγά μην έπαιζε ο Βλάσσης σε γερμανική κουλτουριάρικη ταινία. Τα λεφτά βέβαια ήταν καλά, κι ο ρόλος αντικειμενικά του ταίριαζε, όμως είχε αρχίσει να βαριέται τις παραγωγές στο εξωτερικό, ήθελε για λίγο καιρό να μείνει στην πατρίδα, και με την πρόφαση πως θα αφιερωνόταν σε ελληνικές ταινίες θα είχε χρόνο για το σενάριο του.
«Τσακίσου κι έλα εδώ, δε με νοιάζει αν είναι αργά, πάρε ένα ταξί και έλα να συζητήσουμε, βαρέθηκα να με εμπαίζεις. Έχεις τόσο σπουδαίο ταλέντο, αλλά βαριέσαι. Μην το αφήνεις να πάει χαμένο»

Ο Βλάσσης δεσμεύτηκε πως θα πάει. Χρειαζόταν ενα ξεκαθάρισμα με τον ατζέντη του να μη γίνεται τόσο πιεστικός και να κοιτάξει στην ελληνική αγορά. Τον ύπνο του τον είχε χάσει έτσι κι αλλιώς.


Το τηλέφωνο άρχισε πάλι να χτυπάει. Ο Βλάσσης πετάχτηκε από κάτω απ τα σκεπάσματα ταραγμένος. Πόση ώρα είχε αποκοιμηθεί στον καναπέ? Δε θα είχε άδικο ο ατζέντης του να τον κατηγορεί πως τον εμπαίζει. Σκαρφίστηκε μια πρόχειρη δικαιολογία και πήγε να σηκώσει το τηλέφωνο. Το οποίο όμως δεν ήταν πάνω στο τραπέζι ως όφειλε. Φαίνεται πως είχε προλάβει πριν αποκοιμηθεί και το είχε ξαναχώσει μέσα στη βαλίτσα, ο Βλάσσης εντυπωσιάστηκε από τους προστατευτικούς μηχανισμούς που είχε αρχίσει να αναπτύσει έστω και για τον ολιγόλεπτο ύπνο του.

«τη βρήκα τη βρήκα τη βρήκα» ούρλιαζε κάποιος μέσα από το ακουστικό του τηλεφώνου.
Ήταν ο αδερφός του Βλάσση. Επιστήμονας που είχε αφιερώσει τη ζωή του στην αναπτυξιακή βιολογία τόσο αποκλειστικά που μπορεί να τον έβρισκες χωμένο ακόμα και για συνεχόμενες εβδομάδες μέσα στο εργαστήριο του. Την είχε βρεί όμως μέσα στη νύχτα.

«τη βρήκα τη βρήκα τη βρήκα» ούρλιαζε και προφανώς αναφερόταν στη φυσική τοξίνη που αναζητούσε τα τελευταία χρόνια, την κυκλωπαμίνη. Ο Βλάσσης ενθουσιασμένος άρχισε κι αυτός να γελάει και να φωνάζει. Τα δύο αδέρφια συμφώνησαν να συναντηθούν μέσα στη νύχτα, αυτή η σημαντική ανακάλυψη δε μπορούσε να περιμένει μέχρι το πρωί.

Φυσικά θα έπρεπε να αφήσει ξεκρέμαστο τον ατζέντη του, όμως προείχε σίγουρα ο αδερφός του και η τεράστια ανακάλυψη του. Ο Βλάσσης πήρε ένα ταξί και του είπε να κάνουν μια στάση στην Ομόνοια. Πήρε ένα καφέ σε ζεστό πλαστικό ποτήρι και μία τυρόπιτα και έκανε νόημα στον ταξιτζή να βάλει την αναμονή να γράφει. Περπάτησε μερικά μέτρα μέχρι τη γωνία. Είχε αρχίσει να ξημερώνει. Στάθηκε έξω από τη βιτρίνα και κοίταζε προς τα μέσα. Εκείνη την ώρα της ευτυχίας και των ριζικών αλλαγών στη ζωή του, μονο εκεί ήθελε να βρίσκεται. Στο αγαπημένο του μέρος. Στου Μπακάκου. Εκεί τίποτα δε μπορούσε να σου συμβεί, όπως συνήθιζε ο Βλάσσης να λέει. Κοίταξε τις καρτέλες από τα χάπια, τις ενέσεις, τα ορθοπεδικά βοηθήματα, τα πολύχρωμα κουτάκια στοιβαγμένα όλα δίπλα δίπλα, ανάλογα με τη χρησιμότητα τους. Αλλού αυτά για τον πονοκέφαλο, αλλού αυτά για τη μαλάρια.

Κι ύστερα ξαναμπήκε στο ταξί και κατευθύνθηκαν προς το εργαστήριο του αδερφού του. Δεν ήταν σίγουρος για την οδό, είχε χρόνια να πάει. Την τελευταία φορά ήταν όταν αγόρασε και το πλυντήριο πιάτων. Συνεπώς μια καλή ιδέα θα ήταν να βρούνε το κατάστημα ηλεκτρικών δίπλα στο ινστιτούτο. Μάταια. Το κατάστημα είχε κλείσει, κάνανε αρκετούς γύρους στα στενά. Από την οδό Κωσταντή θυμόταν πως σίγουρα στρίβανε δεξιά. Τελικά όχι, στρίψανε και αριστερά, μήπως και είχε κάνει λάθος, αλλά δεν ήταν ούτε εκεί. Ο ταξιτζής παρότι έγραφε το ταξίμετρο, εκνευρίστηκε και άνοιξε χάρτη. Τελικά το βρήκανε. Καμία σχέση με οδό Κωσταντή και το κατάστημα δεν είχε κλείσει, ήταν κανονικά στη θέση του. Φυσικά ήταν κλειστό εκείνη τη στιγμή, αφού ήταν πολύ νωρίς το πρωί ακόμα.

«τη βρήκα τη βρήκα τη βρήκα» Είχε βρει την κυκλωπαμινη ο αδερφός του Βλάσση. Και αυτό σήμαινε πολλά. Και για τους δύο. Η ιστορία πάει πολλά χρόνια πίσω. Τους είχε διηγηθεί ο πατέρας τους την ιστορία για μονόφθαλμα πρόβατα που γεννήθηκαν στο Άινταχο τη δεκαετία του ’50. Από τότε τα δύο αδέρφια έβαλαν στόχο της ζωής τους την κυκλωπαμίνη. Για διαφορετικούς λόγους ο καθένας.

Ο Βλάσσης έγραφε ένα σενάριο. Θα το έκανε ταινία μια μέρα. Ο πρωταγωνιστής ήταν ένας κύκλωπας. Αγράμματος και περιφρονημένος από την κοινωνία, ο κύκλωπας γίνεται τιμωρός. Παίρνει τα λεφτά των τραπεζών και τα μετατρέπει σε ζωή. 5 ευρώ σώζουν ένα παιδί της Αφρικής από μαλάρια. Ο φρικιαστικός κύκλωπας γίνεται ήρωας. Θα πρωταγωνιστούσε ο ίδιος ο Βλάσσης. Ο ρόλος της ζωής του. Εξαρτώνταν κατά πολύ από τον αδερφό του βέβαια.

Ο αδερφός του ήταν βέβαιος από χρόνια πως είναι σε καλό δρόμο. Και τελικά τα είχε καταφέρει. Η ανακάλυψη της κυκλωπαμίνης είχε πολυδιάστατη σημασία για τον ίδιο. Εκπλήρωνε το παιδικό τους απωθημένο, τον έφερνε αγκαλιά με το νόμπελ και τη διεθνή καταξίωση, έδινε ελπίδες σε εκατομμύρια κόσμο που υποφέρει από διαφορετικά είδη καρκίνου. Θα νικούσε τον καρκίνο, αυτόν που είχε λυγίσει πριν χρόνια τον αγαπημένο τους πατέρα.

Ο αδερφός του Βλάσση, του εξήγησε πως έφτασε στην ανακάλυψη. Τα λουλούδια που τρώγανε τους χειμερινούς μήνες τα πρόβατα, όταν ανεβαίναν στα βουνά, περιείχαν ένα δηλητήριο. Αυτό σταματούσε την ανάπτυξη των εμβρίων με αποτέλεσμα τα πρόβατα να γεννιούνται με ένα μάτι. Στον άνθρωπο οι πιθανότητες ήταν πολύ μικρότερες να συμβεί κάτι τέτοιο, είχε αναφερθεί περιστατικό όμως γένησης μωρού με ένα μάτι και ατροφική προβοσκίδα. Η χρόνια μελέτη αυτών των λουλουδιών οδήγησε στην ανακάλυψη της κυκλωπαμίνης. Θα τον δόξαζαν όλα τα επιστημονικά περιοδικά. Δυστυχώς όμως δε μπορούσε να βοηθήσει το Βλάσση.

Η ουσία σε οποιαδήποτε ποσότητα δεν επηρέαζε το χρήστη της. Οι μητέρες των προβάτων δεν παρουσίασαν κανενός είδους γενετική μετάλλαξη. Μόνο τα έμβρυα τους ατροφούσαν. Ο Βλάσσης φώναζε. Του φαινόταν αδύνατο. Ο αδερφός του στα μάτια του είχε αποτύχει. Δεν τον ένοιαζε να θεραπευτεί ο καρκίνος, δεν τον ένοιαζαν οι εκατομμύρια ασθενείς, απ το τηλέφωνο του είχε πει πως τα κατάφερε και τώρα του τα έλεγε αλλιώς, το Βλάσση εκείνη τη στιγμή τον ένοιαζε να γίνει ο ίδιος κύκλωπας. Άρχισε να φωνάζει. «με εμπαίζεις ρε?» Τσακώθηκαν άσχημα.

Τον χτύπησε με γροθιά στο πρόσωπο. Μετά στην πλάτη και στα πλευρά, όπου να ναι, χτυπούσε στα τυφλά. Ο αδερφός του έριχνε κι αυτός. Ο Βλάσσης τον έσπρωξε και τον έριξε κάτω. Μετά του έριξε κλωτσιά στην κοιλιά. Και μετά κι άλλη στα πόδια, ο αδερφός του είχε κουλουριαστεί. Κατάφερε κι ανασηκώθηκε. Τότε ο Βλάσσης τον έσπρωξε κι ο αδερφός του έπεσε πάνω σε ράφια με μπουκάλια που σπάσανε και τον κόψανε. Ένα μεγάλο κομμάτι γυαλί του είχε καρφωθεί στο λαιμό. Ο Βλάσσης πανικοβλήθηκε. Έτρεξε να φύγει. Άρπαξε το μεγάλο φυαλίδιο με την κυκλωπαμίνη και το ήπιε απελπισμένος. Βγήκε στο δρόμο και άρχισε να τρέχει. Ήξερε που ήθελε να πάει. Δεν ήταν σίγουρος πως θυμόταν όμως μέσα στην ταραχή του.
Στην Ομόνοια. Στου Μπακάκου. Εκεί θα πήγαινε. Εκεί είναι όλα ωραία. Τίποτα άσχημο δε μπορεί να σου συμβεί εκεί μέσα. Μετά από μεγάλη περιπλάνηση έφτασε.

«το ήξερα πως θα έρθεις εδώ. Γιατί δεν ήρθες, σταμάτα να με εμπαίζεις»
Ο ατζέντης του τον κυνηγούσε. Ήταν ο τελευταίος που ήθελε να δει εκείνη τη στιγμή ο Βλάσσης. Έτρεξε προς τη Σταδίου μα ο ατζέντης τον ακολουθούσε φωνάζοντας. Έστριψε στην Αιόλου. Βγήκε στην Αθηνάς. Ξανά στην Ομόνοια. Μπήκε στην Αγίου Κωνσταντίνου και μετά σε ένα στενάκι που ούτε ήξερε πως λεγόταν. Του είχε ξεφύγει. Βρέθηκε πάλι στου Μπακάκου. Η βιτρίνα του. Τόσο επιβλητική και όμορφη. Η μεγάλη δόση της τοξίνης μέσα στο αίμα του τον είχε τρελάνει. Ο Βλάσσης έγινε ο ήρωας του σεναρίου του. Μπήκε μέσα στο φαρμακείο χωρις να πολυκαταλαβαίνει, χωρίς να ακούει, έκανε εκκωφαντική κατάληψη στα αυτιά του ένα σταθερό βουητό. Πήγε στο ράφι με τα χάπια για τη μαλάρια. Πρέπει να σώσω τα παιδιά στην Αφρική. Γέμισε την αγκαλιά του με χάπια και παραπατώντας έτρεξε προς την έξοδο.

Ένας πυροβολισμός τον έριξε στο έδαφος. Ο Βλάσσης πνιγόταν. Βυθιζόταν σε ένα σκοτεινό σύννεφο που δεν ήξερε αν ήταν θάνατος ή μια ανώδυνη παρενέργεια τοξίνης. Παρόλαυτα ο πυροβολισμός ηταν άμυνα. Απέναντι στους τοξικομανείς και τους κλέφτες. Σίγουρα, δεν είναι σωστό μέτρο, αλλά κάπως πρέπει κι οι καταστηματάρχες να προστατέψουν την περιουσία τους. Η εγκληματικότητα στο κέντρο έχει ξεφύγει. Ένα όπλο δεν είναι τίποτα παραπάνω από προστασία. Μετά από κυνηγητό γύρω από την ομόνοια, ο τοξικομανής μπαίνει στο φαρμακειο και πάει να αρπάξει μια αγκαλιά κουτιά με χάπια. Τι πρέπει να κάνει εκεί ο καταστηματάρχης? Να το πεις σύμπτωση? Την ώρα εκείνη στο φαρμακείο βρισκόταν το αφεντικό. Τη σφαίρα την έριξε ο ίδιος ο Μπακάκος.

Τετάρτη, Οκτωβρίου 29, 2008

Το μονόπρακτο του Κιούμπρικ

Αργά το απόγευμα στη στάση του μετρό, άντρας και γυναίκα περιμένουν κουρασμένοι.

Επόμενος συρμός σε 7 λεπτά


Ξεφυσάνε. Δε μιλάει κανείς


Επόμενος συρμός σε 4 λεπτά

Αυτός: Έχεις σκεφτεί ποτέ πόσο διαφορετικός θα ήταν ο κόσμος αν ο Ρούμπικ έφτιαχνε ταινίες και ο Κιούμπρικ κύβους?

Αυτή: Οι ταινίες θα είχαν καρέ χωρισμένα σε 9 κομμάτια και ο κύβος θα παρέμενε τόσο δυσνόητος όσο είναι τώρα

Αυτός: Ναι αλλά και πάλι..

..Θα υπήρχαν διαγωνισμοί ποιος θα λύσει πιο γρήγορα τον κύβο του Κιούμπρικ?
Αυτή: Ποιος θα τον λύσει με μάτια ερμητικά κλειστά

Αυτός: Αν και το κουρδιστό πορτοκάλι τώρα που το σκέφτομαι ήταν απλώς ένα ανεπιτυχές βήμα προς την κατασκευή του κύβου..

.. δηλαδή πήρε το πορτοκάλι και το κούρδισε..

Θέλω να πω, ...το είχε στο μυαλό του!


..το παίδευε


..τι κριμα που μας αφησε νωρις και δεν ολοκληρωσε το εργο του
Αυτή: εκοιμήθει υπο τους ήχους γραναζιών

Επόμενος συρμός σε 2 λεπτά

Αυτός: Εγώ προσωπικά δε μπορώ να κοιμηθώ αν δεν έχει απόλυτη ησυχία
..ή αν δεν υπάρχει μια αντιλόπη μέσα στο κτίριο.

Ακούγεται παράξενο ίσως αλλά η φυσική παρουσία μια αντιλόπης με ηρεμεί.

Αυτή: Εγώ αν έχω φάει την αντιλόπη προηγουμένως δε μπορώ να κλείσω μάτι

..

Αυτή: Κοίτα .... οξύμωρον ε?

Αμα «κλείσεις τα μάτια» της αντιλόπης και μετά τη φας δε μπορείς εσύ μετά να κλείσεις μάτι


..Ουάου, ε?

Αυτός: Δεν το είχα σκεφτεί ποτέ έτσι.

Εγώ απλά μαχαιρώνω την αντιλόπη και την τρώω.
Έτσι απλά, χωρις συναισθηματισμους

Ο συρμός φτάνει. Επιβιβάζονται. Πιάνονται από τις χειρολαβές.

Αυτή: Δεν έχεις αναρωτηθεί ποτέ πού είναι ο Θεός όταν χώνεις τα δάχτυλα σου ανάμεσα σε μυς και φλέβες?

Όταν πιπιλίζεις το μυελό των οστών δεν ακούς τη μουσική των αγγέλων?

Αυτός: Αν υπαρχει θεος, ΑΝ λεω, τοτε σιγουρα δεν ειναι μεσα στο παγκρεας της αντιλοπης

(κάποιος επιβάτης δίπλα τους βήχει διακριτικά)

Αυτός: εχω ψαξει, γιαυτο το λεω

Αυτή: είναι καλή κρυψώνα πάντως
για εμάς δηλαδή

αμα έρθουν οι Γερμανοί ξανά

Αυτός: ναι, εγω πχ δε θα εψαχνα

Επόμενη στάση Πανεπιστήμιο - επιβιβάζεται πολύς κόσμος

Αυτή: να, είδες?

Αν η Αννα Φρανκ είχε σκεφτεί καλύτερα τις επιλογές της τώρα θα ήταν στο Ακαπούλκο να τρώει τη σύνταξη του Εβραίου τραπεζίτη συζύγου της

Αυτός:
του Stein λες.

Ωραιο ζευγάρι! Frank& Stein

Αυτή:
..και το παιδί τους frank & stein junior

Η στάση μου. Κατεβαίνω, τα λέμε αύριο.

Αυτός:
Αντίο.

Ναι, αλλα προκύπτει ένα παράδοξο ..
(φτάνει σπρώχνοντας και ανοίγει το παράθυρο καθώς ο συρμός ξεκινάει. Φωνάζει)

αν υπήρχε στο κτίριο αντιλόπη τότε η Αννα Φρανκ θα είχε αποκοιμηθεί και άρα δε θα μπορούσε να κρυφτεί στο πάγκρεας του ζώου για να γλυτώσει από τους Γερμανούς και να κάνει στο μέλλον τον Φράνκενστάιν Τζούνιορ

Αυτή (φωνάζει):Μπορεί να κατάφερνε να μείνει ξύπνια αν απασχολούσε τον εαυτό της με λίγο κύβο του Κιούμπρικ

(το τρένο αφηνει την αποβάθρα)

Αυτός: (μονολογεί χαμηλόφωνα)

Μα πώς θα μπορούσε να αποκοιμηθεί όμως όταν γνώριζε πως οι αντιλόπες του κόσμου εκει έξω παράγουν τεράστια νούμερα διοξειδίου του άνθρακα και η εκτροφή τους σε μεγάλες ποσότητες για κατανάλωση κρέατος, έχει φτάσει τον πλανήτη στα όρια του και πλέον μας απειλεί το φαινόμενο του θερμοκηπίου.

(Κοιτάζει τριγύρω του, τον κοιτούν περίεργα. Σωπαίνει)

Αυτός: (αρχίζει και γελάει)
Τώρα έβαλα στο μυαλό μου ένα θερμοκήπιο που καλλιεργεί μικρους εκκολαπτόμενους grow-your-own Ronaldo για να κατακλυσει την ποδοσφαιρική αγορά από φαινόμενα του θερμοκηπίου με γρήγορη τρίπλα και αραιά δόντια.

(Δε γελάει κανείς άλλος. Ξανασωπαίνει και βυθίζεται στο κάθισμα του)

Πέμπτη, Οκτωβρίου 02, 2008

2 χρόνια Fight Back

Νότια Ιταλία. Φθινόπωρο 2008. Η πιο πολυτελής δεξίωση που έχω πάει ποτέ. Κτήμα που εκτείνεται όσο φτάνει το μάτι σου, τραπέζια στρωμένα με κατάλευκα σεντόνια. Κόσμος περιφέρεται με ένα κοκτέιλ στο χέρι. Ντυμένοι με πανάκριβα φορέματα και κουστούμια. Ακραία επίδειξη πλούτου. Περιδέραια κρατιούνται απο καλοσχηματισμένους ώμους. Λεμονιές δημιουργούν ιδανικό ίσκιο, πλακόστρωτο παρεμβάλεται ανάμεσα στο καταπράσινο χορτάρι, για να μη βουλιάζουν τα τακούνια των κυριών και τους δημιουργούν άβολες καταστάσεις κατα το περπάτημα τους.

Εγώ με το ριγέ κουστούμι μου νομίζω πως δείχνω μυστηριώδης και γοητευτικός έτσι που έχω ακουμπήσει στο μπαρ και διατάζω με ένα νεύμα μου τον μπάρμαν να ανανεώνει το μαρτίνι μου. Δίπλα μου στέκεται ένας κουβανός κακοντυμένος, παράταιρο θέαμα. Γυναίκες με χρωματιστά μακριά φορέματα μου χαμογελάνε που και που. Μια μπάντα αρχίζει και παίζει. Εμφανίζεται εκείνη. Δεν περίμενα οτι θα την έβλεπα ποτέ απο τόσο κοντά. Συνηθισμένη, μα εξωτική και λαμπερή. Η Σακίρα τραγουδάει με τη μπάντα των Κουβανών. Όλοι γυρνούν το βλέμμα και χειροκροτούν ελαφρά, μετά γυρνάνε πάλι στις παρέες του και χάνονται στις χλιαρές συζητήσεις τους. Δεν εκπλήσεται κανείς, λες και ζουν έτσι κάθε μέρα. Καθιστοί σε κάποια πολυθρόνα με σερβιτόρους να τους φέρνουν οτιδήποτε θέλουν πριν ακόμα το ζητήσουν κι όλα αυτά ενώ παραδίπλα τραγουδάει αισθαντικά μόνο για την πάρτη τους η Σακίρα. Συνηθισμένα πράγματα.

Αποφασίζω να σφίξω τη γραβάτα μου λίγο. Βγάζω απο την τσέπη τα μανικετόκουμπα και τα ξαναφοράω. Αν είναι να με προσέξει η Σακίρα, ας με δει στα καλύτερα μου. Τελειώνει το τραγούδι της, χαμογελάει και χάνεται μέσα στον κόσμο. Έτσι κοντή που είναι κιόλας, άντε να την εντοπίσεις. Η μπάντα διαλύεται ησύχως. Ο κουβανός μένει πάλι μόνος και πλησιάζει στο μπαρ. Μαζική μετατόπιση των καλεσμένων προς το μπουφέ. Τεραστίων διαστάσεων. Για όλες τις προτιμήσεις, οι καλεσμένοι προέρχονται απο όλο τον κόσμο πρέπει όλοι να μείνουν ικανοποιημένοι. Δε μπαίνω στην ουρά. Θα μείνω εδώ άλλο λίγο στο μπαρ που έχω πάρει την καλή μου ποζα και φαίνεται το ωραίο μου προφίλ. Φωτίζεται καλά και το ριγε κουστούμι μου που ακριβοπλήρωσα για την περίσταση. Κοιτάζω τους άντρες. Σφιχτά σώματα, ζυγωματικά έτοιμα να εκραγούν και να σχίσουν το πρόσωπο. Ακριβά παπούτσια. Αυτά λέει προσέχουν πρώτα οι γυναίκες.

Σφιχτοί κώλοι. Αυτούς προσέχουν πρώτα οι άντρες. Κοσμήματα εκατομμυρίων. Χρώματα. Αρώματα. Διακριτικό ντου στο μπουφέ. Φαίνεται όσα εκατομμύρια και να έχεις στο λογαριασμό, όσο και να έχεις χορτάσει την πολυτέλεια, δε μπορείς να αντισταθείς να τσακίσεις ένα προσεγμένο μπουφέ. Εγώ παρατηρώ. Απο το μπαρ. Είμαι πάνω απο όλα αυτά. Η πείνα βέβαια με έχει τσακίσει, όταν αραιώσει ο κόσμος θα κάνω μια βόλτα πάνω απο τα φαγητά και με ύφος αποδοκιμασίας θα ρημαδοβάλω 2-3 γιγάντιες γαρίδες για να μη προσβάλω τον οικοδεσπότη. Η Σακίρα στο μπουφέ! Θα μετρήσω μέχρι το 5 και είμαι βέβαιος πως θα γυρίσει να με κοιτάξει. Πέρασαν τα πέντε. Δε γύρισε. Έφτιαξε ένα πιάτο απο μικροσκοπικές ντομάτες και αβοκάντο. Η δίαιτα των στάρ του χόλιγουντ.

Ποτά, χαμόγελα, μουσική, συζητήσεις απο αυτές που κάνουν οι πλούσιοι μεταξύ τους και στο τέλος κάποιος λέει κάτι και γελάνε όλοι μαζί βροντερά και δήθεν λυτρωτικά.

Περάστε στα γλυκά. Ποιο το νόημα αυτής της γιορτής; Φάγαμε ήπιαμε, μας είδαν, στριφογυρίσαμε μέσα στο φόρεμα μας και επιστρέψαμε στις βίλες μας για να οργανώσουμε δύο φορές καλύτερη δεξίωση. Πολλά γλυκά πάντως. Αν με αφήναν σε μια τεράστια αίθουσα με όλα αυτά τα γλυκά μόνο μου, θα τα έτρωγα όλα κι ας έμενα μετά στον τόπο απο χοληστερίνη ή γλυκερίδια ή τελος πάντων ότι παθαίνει αυτος που τρώει πολλά γλυκά. Ξέρω γω, ζάχαρο? Τι περιμένετε ρε μαλάκες να σας πω, που να ξέρω γιατρός είμαι?


Και τότε τον βλέπω. Τότε καταλαβαίνω. Έρχονται στο μυαλό μου εικόνες. Αυτός ο κουβανός όλο το βράδυ. Η ίδια εικόνα. Το είδωλο μου. Αυτός που θα ήθελα να είμαι. Ο κουβανός μέσα σε μία παρέα, με τζινακι και μαύρο γιλέκο, κι ένα κουτάκι Heineken στο χέρι. Όλο το βράδυ με heineken στο χέρι. Είχε δίπλα του τους αστακούς, τα ακριβότερα ουίσκια, όλη τη χλιδή του κόσμου και έπινε heineken και μάλιστα κουτάκι αυτό το ασημί με πράσινες λωρίδες.

Ακόμα κι όταν η ζωή τον έφερε στην πιο πλούσια δεξίωση του κόσμου αυτός αρκέστηκε σε ένα δυο κουτάκια heineken. Περιφρονεί τα πάντα. Και πίνει μπύρα.
----

Ξύπνησα απότομα. Ήμουν ιδρωμένος, το δωμάτιο είχε υπερβολική υγρασία. Ανασηκώθηκα στο κρεβάτι. Το σπίτι ήταν δυάρι και έξω ούρλιαζαν σειρήνες περιπολικών. Το νέον του απέναντι ξενοδοχείου αναβόσβηνε ρίχνοντας μου μπλε φως. Ακαταστασία παντού. Πεταμένα ρούχα και παρατημένα κουτιά από προχθεσινα delivery. Κοιτάχτηκα στον καθρέφτη. Καμία έκπληξη. Ήμουν ο κουβανός. Στο κρεβάτι δίπλα μου κοιμόταν γυμνή η Σακίρα.
Παλιοζωή, σκέφτηκα. Έπνιξα τους καημούς μου σε μια παγωμένη heineken.

Τρίτη, Σεπτεμβρίου 23, 2008

0/4 - Η μαλακή σκανδάλη

Ξεκλείδωσε και τον οδήγησε σε μια σκάλα. Άρχισαν να ανεβαίνουν, ο Φώντας μπροστά, ο Οράτιος πίσω. Ο Οράτιος παρατηρούσε το χώρο τριγύρω του. Κάθε καινούργιο αντικείμενο, τα πάντα, στη μέση της σκάλας βρισκόταν ένας καθρέφτης. Ο Οράτιος έριξε μια ματιά στην αντανάκλαση του. Τρόμαξε. Του φαινόταν τόσο διαφορετικός ο εαυτός του, δε μπορούσε να καταλάβει όμως γιατί. Θα το σκεφτόταν αργότερα, ο Φώντας είχε ήδη προχωρίσει αρκετά σκαλοπάτια πιο πάνω και βιάστηκε να τον προλάβει.

Ήταν ο εαυτός του κι όμως δεν ήταν. Σαν κάποιος άλλος να ζούσε μέσα του. Σαν ξένος άνθρωπος σε γνώριμο σώμα. Ο Οράτιος κατέβηκε πάλι τα σκαλιά και γυρισε να σταθεί μπροστά στον καθρέφτη. Ίσως να ήταν τα μάτια του. Το βλέμμα είχε κάπως αλλάξει. Δεν ήταν πια αθώο.
Δε ξύρισε τα μαλλιά του για δυο μέρες και είχαν αρχίσει να ξεπροβάλλουν οι κόκκινες τρίχες Ήταν πολύ κοντές ακόμα αλλά μοιάζαν να φυτρώνουν αγριεμένες και ανεξέλεγκτες.


Ο Φώντας άρχισε να τον φωνάζει. Έτρεξε να ανέβει μέχρι το δεύτερο όροφο κι εκεί είδε το αφεντικό του να τον περιμένει παραξενεμένο από την αργοπορία του. Το κτίριο ήταν όλο ξενοίκιαστο. Παλιά γραφεία, σε αρκετά καλή κατάσταση, φαίνονταν να έχουν πρόσφατα εγκαταλειφθεί. Στην επαρχιακή πόλη όλα ήταν άδεια, όλοι οι δρόμοι έρημοι, τα πρόσωπα βαριεστημένα, το σκηνικό ήταν ιδανικό για ύποπτες δοσοληψίες. Ο Φώντας είχε ακουμπήσει μια λάμπα πάνω στο τραπέζι. Υπήρχε ακόμα ρεύμα. Έσκυψε κι απο την τσάντα στο πάτωμα τράβηξε μια καραμπίνα.

«Πάρτη και αν γινει κάτι ρίξε μια δυο φορές προς τα πάνω. Θα τρομάξει και θα φύγει. Γυναίκα είναι.» διέταξε ο Φώντας

«μα.. Κι αν εμφανιστεί κάποιος άλλος αντι για αυτή? Αν φέρει κι άλλους?»

«Δε θα φέρει. Ο Μπεν θα μας ειδοποιήσει αν δει καποιον. Θα κάνουμε πολύ γρήγορα. Εσύ απλά παρακολούθα κι αν γίνει κάτι ρίξε προς τα πάνω. Αυτό μονο. Και σε λίγο θα φύγουμε για Αθήνα.»

Το σπίτι είχε και τηλέφωνο παρατημένο στο πάτωμα. Ο Οράτιος έκλεισε τη λάμπα μη τυχόν και τον δει κάποιος απο γύρω και έμεινε στο σκοτάδι. Στάθηκε δίπλα στο παράθυρο. Με την καραμπίνα στο χέρι. Ο Φώντας είχε κατέβει και περίμενε δίπλα σε μια κολώνα στο απέναντι κτίριο. Καθόλου νευρικός. Εξοργισμένος, ναι. Αλλά έκρυβε τη σύγχιση του και εξέπεμπε μια ηρεμία σχεδόν ανατριχιαστική. Ο αλλαντοπώλης είχε εξαφανιστεί, ποιος ξέρει που θα βρισκόταν και τί τρέλα θα είχε βάλει στο μυαλό του. Τα πάντα ήταν στον αέρα. Κανείς τους στην πραγματικότητα δεν είχε σκεφτεί την ημέρα μετά. Μετά απο τις ληστείες, τους φόνους, τις βαλίτσες με τα μετρητά, μετά τις αποδράσεις και τις στιγμές της ξέφρενης αλητείας. Κανείς τους δεν είχε υπολογίσει οτι το μετά θα ήταν πιο δύσκολο. Γιατί η ομάδα βρίσκει τον τρόπο και συντηρείται, τρώει απο τις σάρκες της και επιβιώνει. Αλλά όταν η ομάδα χωριστεί... Όταν ο ένας θα αφήσει τον άλλον θα έχει την υποψία μήπως και κάτι συμβεί, μήπως και ο άλλος μιλήσει. Αν κάτι πήγαινε στραβά ο ένας θα έστελνε τον κίνδυνο στους άλλους. Δεν θα ηταν γραφτό να ηρεμήσουν ποτε. Και τωρα πια δεν υπήρχε πισωγύρισμα.

Ο Μπεν έτρεχε αδιάκοπα σε μια ακτίνα 200 μέτρων γύρω απο το σημείο συνάντησης. Ο αρουραίος θα παρατηρούσε αν κάποιος πλησίαζε και θα ειδοποιούσε για να εξαφανιστούν πριν κινδυνεύσουν. Ο Φώντας περίμενε. Ποιος ξέρει τι είχε στο μυαλό του. Ο Οράτιος τον φοβόταν. Δεν είχε υπολογίσει εξαρχής στη συμμορία ούτε τον Οράτιο ούτε τον αλλαντοπώλη. Πιθανό και τον αρουραίο να τον είχε χρησιμοποιήσει για να πάρει την ατζέντα και μόνο. Ο Φώντας είχε τον τρόπο να βρίσκει όπλα και να τους τα βάζει στα χέρια. Να κανονίζει ραντεβού με ανώτατους αξιωματικούς. Ήταν ο αρχηγός, το μυαλό. Αυτοί απλά βρίσκονταν εκεί, παίζαν το ρόλο τους σα μαριονέτες και μετά γιόρταζαν για ένα υποτιθέμενο μερίδιο θησαυρού που δε μπορούσαν να το αγγίξουν. Τουλάχιστο όχι πριν τελειώσει η δράση της συμμορίας. Πότε όμως θα τελείωνε? Και πώς?

Το δωμάτιο είχε τηλέφωνο. Ο Οράτιος το τράβηξε κοντά του. Σήκωσε το ακουστικό και άρχισε να καλεί νούμερα. Μια γυναικεία φωνή απάντησε

Αυτός δίστασε στην αρχή όμως τελικά μίλησε « εγώ είμαι. Ο Οράτιος»
η γυναικεία φωνή άρχισε να μιλάει γρήγορα αναστατωμένη και ενθουσιασμένη.
«μίλα πιο σιγά σοφάκι. Πιο σιγά. Τι κάνεις? Ναι, στην αθήνα. Δηλαδή τώρα δεν είμαι, αλλά γύρω απο την Αθήνα γυρνάω

..μην λες το όνομα μου. Μη πεις σε κανέναν οτι κάλεσα. Οι γονείς μου τι κανουν.

..με ψάχνουν? Τι είπανε που δεν γύρισα? Που δε τους κάλεσα?

Σοφάκι.

Σοφάκι άκου με. Όχι δε μπορώ να γυρίσω. Ακου με. Θέλω να μαζέψεις μερικά απο τα χρήματα σου και να έρθεις αύριο στην αθήνα. Πάρε το λεωφορείο αν είναι να το σκασεις. Αν βρεις μια δικαιολογία πάρε ταξί, θα σου πληρώσω εγώ το ταξίδι και σου έχω κλείσει ξενοδοχείο. Αυριο θα παω σε μια οντισιον να τραγουδήσω. Είναι μεγάλη ευκαιρία. Θέλω να είναι κάποιος δικός μου μαζι. Σε παρακαλώ σοφάκι έλα.


Σε κλείνω τώρα. Θα σε περιμένω. Μου λείπεις. Θα σε συναντήσω στο ξενοδοχείο.»

Ο μπεν έτρεχε. Ο Φώντας περίμενε. Η γυναίκα του συνταγματάρχη ήρθε απο το βάθος του δρόμου κρατώντας μια βαλίτσα. Ο Φώντας φόρεσε την κουκούλα του. Ο αλλαντοπώλης έλειπε. Η απουσία του είχε γεμίσει ένταση τη συναλλαγή. Τίποτα δεν ήταν όπως προγραμματίστηκε. Για να δουλέψει η μηχανή πρέπει να έχει όλα τα γρανάζια της.

Ο Οράτιος πήρε την καραμπίνα και στόχευσε. Ηταν έτοιμος για όλα. Η γυναίκα άφησε την τσάντα και έκανε μερικά βήματα πίσω. Ο Φώντας την άνοιξε και την περιεργάστηκε. Η γυναίκα κάτι ρώτησε. Δε θα άνοιγαν κουβέντα, ο Φώντας τη διέταξε να φύγει. Αυτή συνέχισε να ρωτάει. Φώναζε. Ο Οράτιος όπλισε. Η σκανδάλη ήταν μαλακή. Το βλέμμα του στον καθρέφτη. Οι κόκκινες τρίχες άρχισαν να ξεπροβάλουν. Τίποτα δε θα ήταν ποτέ όπως πριν. Ο αλλαντοπώλης εξαφανίστηκε. Ο μπεν τρέχει σε κύκλους. Κυκλώνει το έγκλημα μα δεν τολμάει να το πλησιάσει. Ο Οράτιος κρατάει το έγκλημα στα χέρια του. Το διαβάζει στον αντικατοπτρισμό του στον καθρέφτη. Ο Οράτιος στοχεύει το Φώντα. Απο τέτοια απόσταση μπορεί να του ρίξει στο κεφάλι. Η σκανδάλη είναι τόσο μαλακή. Πολλά προβλήματα θα προκύψουν, πολλά προβλήματα όμως θα λυθούν. Ο οράτιος είναι έτοιμος για όλα.

Η γυναίκα αποφασίζει να μην επιμείνει, γυρνάει την πλάτη και φεύγει βιαστικά. Ο Φώντας στέκεται για λίγο. Σα να περιμένει τη σκανδάλη του Οράτιου να πατηθεί. Ο Οράτιος κατεβάζει το όπλο. Οχι σήμερα.

Δεν ήρθε ακόμα η ώρα.

Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 15, 2008

Ο χωρισμός όπως θα έπρεπε να είναι

Είχα παραγγείλει μιλκσέηκ βανίλια και πάνκεηκς να μου κρατάνε παρέα όσο την περίμενα στο μαγαζί που πηγαίναμε στα πρώτα μας ραντεβού. Ήμασταν μαζί πολλά χρόνια και περνούσαμε καλά όμως η τέλεια σχέση μας είχε αρχίσει και μου ασκούσε τεράστια ψυχική πίεση, ένιωθα πως με έσφιγγε ο αόρατος κλοιός της ισόβιας δέσμευσης.

Θα ερχόταν σε λίγο. Της έιχα πει να περάσει να συζητήσουμε. Πού να φανταζόταν τι θα της έλεγα.

Είχε αρχίσει και με πίεζε πάρα πολύ. Μου έδειχνε μια υπερβολική αγάπη που δε μπορούσα να την αντέξω. Αν υπήρχε συναισθηματική ζυγαριά θα έδειχνε πως κι εγώ δεν την αγαπούσα λιγότερο, απλώς εγώ της άφηνα το χώρο της, της έδινα το περιθώριο να κάνει τα πράγματα που την ευχαριστούν. Αυτή αντιθέτως όλο μου έκοβε αυτά που μου άρεσαν για να μένει περισσότερος χρόνος να περνάμε μαζί. Αναγκαζόμουν να μη βλέπω Τριτη Τετάρτη τσαμπιονς λίγκ και Σάββατο Κυριακή πρωτάθλημα. Έπρεπε να διαλέξω μόνο 3 απο τα ματς που μου άρεσαν, πως να διαλέξεις όμως. Τόση πολλή και καλή μπάλα.. Ή που όλα μας τα ταξίδια στο εξωτερικό ήταν σε εξωτικά μέρη που ήθελε αυτή κι όλο αναβάλλαμε για το μέλλον το ταξίδι στην πόλη του φωτός που ονειρευόμουν εγώ.

Το πάνκεηκ κρύωνε. Δεν είχα όρεξη και δεν κατέβαινε μπουκιά, είχα πιεστεί κιόλας, δεν ήταν εύκολο αυτό που θα της ανακοίνωνα. Είχε πάει για ψώνια με τις φίλες της και θα ερχόταν απευθείας να με βρει. Άλλο κι αυτό. Κάθε βδομάδα ήταν για ψώνια, έπαιρνε νέα ρούχα, ακριβά παπούτσια και αρώματα, υπήρχε ένας συνεχής καλλοπισμός και εμφανίζονταν διαρκώς καινούργια σέξι εσώρουχα και το πιο εξοργιστικό ήταν οτι για όλα αυτά δεν μου είχε ζητηθεί ποτέ να πληρώσω ούτε σεντς. Αυτή η ανεξαρτησία και αυτάρκεια ήταν μεγάλο πλήγμα για τον ανδρισμό μου.

Νατη, έρχεται. Εμφανίστηκε φορτωμένη με τσάντες απο ψώνια παρέα με τις φίλες της καλοχτενισμένες και ντυμένες στην τρίχα. Αυτές με χαιρέτισαν και αποσύρθηκαν σε διπλανό τραπέζι για να μας αφήσουν λίγο μόνους. Μύριζαν πάλι όλες πανέμορφα. Ξεκίνησα κομπιάζοντας να της εξηγώ. Τα λόγια έβγαιναν μπερδεμένα και ίδρωνα απο το άγχος μου να την ξεφορτωθώ όσο πιο ανώδυνα γινόταν. Με κοίταγε αρχικά παραξενεμένη, μετά όμως πήρε ένα καθησυχαστικό βλέμμα. Κάλεσε τις φίλες της να έρθουν κοντά μας και αυτές βολεύτηκαν δίπλα μου. Φοβήθηκα πως θα καταφύγει σε κάποια τρελή πράξη εκδίκησης, όπως να μου ρίξει το μιλκσέηκ μέσα στο παντελόνι ή να μου φορέσει το τακούνι μανόλο μπλάνικ στο κούτελο. Με ένα νόημα της όμως οι φίλες της άρχισαν να με χαιδεύουν.

«Καταλαβαίνω, θέλεις να μείνεις μόνος σου. Φοβάσαι τις δεσμεύσεις. Τηλεφώνησε μου αν θες να περάσουμε καλά.»

--------------------------------------

Και της τηλεφώνησα. Δεν είχαν περάσει 10 μέρες και είχε αρχίσει να με καίει η απορία πως να περνάει χωρίς εμένα, πόσο να της στοίχισε η απουσία μου και κυρίως πόσο επώδυνος ήταν για αυτή ο ξαφνικός χωρισμός μας. Μου είχε λείψει και το σπιτικό φαγητό της, με τα τζανκ φουντ είχα πάρει και μερικά κιλά. Οκ, το παραδέχομαι. Πολύ σημαντικό ρόλο στο τηλεφώνημα έπαιξε και η πολλαπλή φαντασίωση μου με τις φίλες της, δεν είναι κακό, κάθε άντρας θα ενέδιδε σε αυτή την πρόκληση. Μου είπε να περάσω απ το εξοχικό της. Δίστασα να τη ρωτήσω αλλά κρατούσα μέσα μου την ελπίδα πως θα είναι και οι φίλες της και πήρα μια καρτέλα με 30 προφυλακτικά.

Έφτασα στο σπίτι στην ώρα μου. Μου άνοιξε και ήταν μαγευτικά όμορφη, φρέσκια όσο ποτέ και χαμογελαστή. Πέρασα μέσα και μου πρόσφερε ένα ποτό. Στο σαλόνι κάθονταν οι φίλες της που μου ρίχναν ματιές γεμάτες υποσχέσεις καθώς συζητούσαν χαμηλόφονα. Αυτή ήταν ήρεμη και χαλαρή. Μιλήσαμε γενικά περι ανέμων και υδάτων. Μέσα μου υπήρχε σύγκρουση ενστίκτου και αξιοπρέπειας. Απο τη μία ήθελα όσο τίποτα το ξέφρενο σεξουαλικό όργιο απο την άλλη με πρόσβαλε η άνεση της απέναντι στο χωρισμό, το γεγονός πως δεν είχε στεναχωρηθεί καθόλου ούτε με είχε παρακαλέσει για επανασύνδεση. Ήταν αυτή επιδεικτικά κουλ και ήταν κι οι φίλες της προκλητικά σέξι.

Και κέρδισε η λογική.

Σκέφτηκα: αν ενδώσω στο σεξουαλικό όργιο, τότε θα επιβεβαιώσω πως οι άντρες είναι ζώα που ακολουθούν μόνο τα ένστικτά τους, θα στιγματίσω τον ανδρικό πληθυσμό, αλλά ποιος νοιάζεται στην τελική. Εγω θα εχω να καυχιέμαι πως πήδηξα αβέρτα!

Πέρασα στο σαλόνι. Χαριεντιζόμασταν με αστειάκια αρκετή ώρα αυξάνοντας την ένταση, δήθεν αδιαφορώντας για αυτά που θα γίνονταν μεταξύ μας απο ώρα σε ώρα.

Σύντομα άρχισαν τα χάδια κι ύστερα τα πρώτα παθιασμένα φιλιά. Αφέθηκα στις φροντίδες τους. Με δέσανε στο καλοριφέρ με χειροπέδες. Το καλύτερο δεν είχε αρχίσει ακόμα σκέφτηκα. Τραβήχτηκαν λίγο πιο πέρα και επιδώθηκαν σε μεταξύ τους ερωτικά παιχνίδια. Εγώ κοιτούσα και φούντωνα. Ήθελα να συμμετάσχω αλλά ήμουν δεμένος στο καλοριφέρ κι αυτό αύξανε την επιθυμία μου. Και μετά ντύθηκαν. Και έφυγαν.


Έμεινα μόνος μου να συνειδητοποιώ το φτηνό και ύπουλο σχέδιο της. Ήθελε να με εκδικηθεί ξεφτιλίζοντας με και κάνοντας μου μια επίδειξη οτι δήθεν της ήμουν ερωτικά περιττός. Όλη εκείνη η αγάπη που μου έδειχνε τελικά ήταν αγάπη για τη σχέση μας κι όχι για μένα τον ίδιο? Πως αλλιώς θα ήταν δυνατό να αφήσει δεμένο στο καλοριφέρ για ώρες κάποιον που είχε αγαπήσει τόσο δυνατά?
.
..
Ξύπνησα και είχε αρχίσει να μπαίνει το φως απο τα παράθυρα. Ήταν πρωι κι αυτή δεν είχε επιστρέψει. Το αστείο είχε γίνει υπερβολικά κακόγουστο. Θα με αναζητούσαν ήδη απο τη δουλειά μου.

.
..
...

Πέρασε μια μέρα. Τα κόκκαλα μου πονούσαν αφού δε μπορούσα να τεντωθώ έτσι που ήμουν δεμένος. Καθόμουν διψασμένος μέσα σε μια λίμνη απο τα περιττώματα μου.
.
..

Φώναξα πολλές φορές αλλά δε με άκουσε κανείς. Ίσως αν κάποιος είχε δηλώσει την εξαφανισή μου στην αστυνομία να είχαν φτάσει σε αυτή και να είχαν διακρίνει στις ανακρίσεις τον εγκληματικό της εαυτό.
.
..

Δε θα επέστρεφε ποτέ. Θα με άφηνε εκεί μέσα να πεθάνω αβοήθητος.

.
..
...

Έφερα στο μυαλό μου τις φίλες της και τα πράγματα που κάνανε μεταξύ τους. Αυνανίστηκα μια τελευταία φορά.

.
..

Αυτό ήταν πεθαίνω, σκέφτηκα. Και βυθίστηκα σε ένα βαθύ σκοτάδι.

.
..
...

Μετά απο λίγο ξαναξύπνησα. Ήμουν ζωντανός. Για πόσο ακόμα?

.
..

Λίγο πριν ξεψυχήσω παραδέχτηκα πως πρέπει να εκτιμάμε αυτά που έχουμε, όταν τα έχουμε.
Εκείνο το μιλκσέηκ και το πανκεηκ τότε δεν τα ήθελα, όμως τώρα αν τα είχα μπροστά μου θα τα είχα τσακίσει.

.

Κοιμήθηκα.

Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 11, 2008

0/4- Εξω απο το κέλυφος

Τέτοια εποχή όταν ήταν πιο νέος έβγαινε και μάζευε σαλιγκάρια. Αυτή ήταν η καλύτερη ώρα. Βράδι, που είχε υγρασία, βγαίνανε ξελιγωμένα και μπορούσε να τα ξετρυπώσει. Με ένα φακό στο χέρι και μια σακούλα, μέσα σε λίγες ώρες άνετα μάζευε μέχρι και τρια κιλά. Διάλεγε τα χοντρά, που είχαν πολύ σάρκα, αυτά που με δυσκολία χωράνε στον κύκλο που σχηματίζει ο αντίχειρας, νύχι νύχι με το δείκτη.

Είχε κρύο και πολύ υγρασία και τα παπούτσια του Παντελή χώνονταν βαθιά μέσα στα νοτισμένα χώματα των χωραφιών. Ο αλλαντοπώλης διέσχισε την απόσταση μέχρι το σταθμό των ΚΤΕΛ μέσα απο τους αγρούς, αποφεύγοντας τους δρόμους. Δεν υπήρχε ιδιαίτερος λόγος, απλώς έκανε πιο περιπετειώδη και πιο κινηματογραφική την απόδραση του απο την υπόλοιπη συμμορία. Την ώρα που είχε ήδη μπει στο λεωφορείο για την Αθήνα, ξεφυσώντας ακόμα και προλαβαίνοντας την ανάσα του από το τρέξιμο (που δεν ήταν ακριβώς τρεξιμο, αλλά γρήγορο περπάτημα, με μεγάλα διαστήματα όπου είχε διπλώσει στα δύο και κράταγε τη σπλήνα του και η φλέβα στο κούτελο του πεταγόταν εκατοστά έξω από το κεφάλι του – όχι δηλαδή ότι πιο κινηματογραφικό), σκεφτόταν τις αντιδράσεις των υπολοίπων και τον έπιανε η ψυχή του. Πρώτος θα ξύπναγε ο Φώντας με τον ανήσυχο ύπνο και βλέποντας άδειο το κρεβάτι του, θα έτρεχε να δει αν υπάρχει ακόμα η ατζέντα ή αν την είχε πάρει μαζί του ο δραπέτης. Οι άλλοι δυο θα απογοητεύονταν. Ο Μπεν ο αρουραίος μόνο, με την ψύχραιμη σκέψη του ίσως αναγνώριζε πως αυτός θα ήταν ο μόνος σίγουρος τρόπος να πάρει πίσω το μαγαζί του ο Παντελής, αλλά δε θα εκδήλωνε αυτή του τη συμπάθεια. Θα τον έβριζε αισχρά και θα τον καταριόταν, όμως μέσα του θα ευχόταν καλή επιτυχία και καλή αντάμωση.

Τον Οράτιο δεν είχε καταφέρει να τον ψυχολογήσει. Κλειστός άνθρωπος που αν βοηθούσε τους αλλους, φαινόταν να το κάνει για να εξυπηρετήσει σε βάθος χρόνου το δικο του στόχο. «Ανοησίες. Όλοι αυτό κάναμε σε αυτή τη συμμορία», σκέφτηκε ο αλλαντοπώλης. Πιθανόν ο Οράτιος να ζήταγε το μερίδιο του απο τα χρήματα. Να χωρίσουν δια του τρια το ποσόν που μαζέψανε από τους στρατιωτικούς και να τελειώνουν όσο ακόμα κέρδιζαν το παιχνίδι. Ο Φώντας δε θα το δεχόταν αυτό. Μπορεί και να αποφάζιζε να τρέξει πίσω από τον αλλαντοπώλη. Γιαυτό και αυτός έπρεπε να τα κανονίσει όλα γρήγορα.

Το ραντεβού με το γαμπρό του ήταν σε απόμερο σημείο. Έξω απο την πόλη. Είχαν μιλήσει συνολικά 5-6 φορές για να το κανονίσουν. Αρκετά γεγονότα είχαν μεσολαβήσει και η συνάντηση τους χρειάστηκε να πάρει μερικές παρατάσεις. Θα υπέγραφαν συμβόλαιο και το μαγαζί θα ήταν πάλι στην ιδιοκτησία του Παντελή. Μόνο που όλα γινόντουσαν χωρίς να έχει ενημερωθεί ούτε ο Φώντας ούτε κανείς άλλος. Ο Παντελής φοβόταν πως αν άφηνε το ζήτημα του μαγαζιού του στους χειρισμούς της συμμορίας, θα το λύνανε, όμως θα κατέληγε με κάποιον από τους εμπλεκόμενους νεκρό. Και δεν ήθελε να πεθάνει ακόμα. Ούτε ήθελε να αφήσει την αδερφή του χήρα. Γιαυτό το ανέλαβε μόνος του. Τα συμβόλαια ήταν πλέον έτοιμα. Μιλήσανε την προηγούμενη μέρα. Ραντεβού έδωσε αρκετά χιλιόμετρα έξω απο την πόλη. Στην ερημιά.

Όχι και τόσο ερημιά τελικά. Ο Παντελής έφτασε στην ώρα του για να διαπιστώσει πως το μέρος είχε αλλάξει αρκετά απ όταν το θυμόταν. Έλειπε απο την πολη χρόνια αλλά δεν φανταζόταν πως το άγριο τσιμεντένιο θηρίο θα είχε επεκταθεί μέχρι εκεί. Αρκετά σπίτια είχαν ξεφυτρώσει μέσα στο δάσος. Ο Παντελής προχώρησε κάποιο χιλιόμετρο πιο έξω απο τον μικρό οικισμό όπου επικρατούσε ησυχία. Πήρε τηλέφωνο απο ένα καρτοκινητό στο τηλέφωνο του γαμπρού του. Ήταν κοφτός και σύντομος στις εντολές του. Δεν ήθελε να φανεί το υπερβολικό άγχος του. Η φωνή του ακόμα και στην πιο μικρή λέξη, το πιο απλό «ναι», ήταν έτοιμη να σπάσει απο αγωνία.

Να έμπαινε ξανά στο μαγαζί του. Πίσω στα γνώριμα λιμέρια. Ε ρε χαρές που θα έκανε η γειτονιά. Για 2 βδομάδες δε θα έπαιρνε λεφτά απο κανέναν. Κρέας τσάμπα για όλους. Ποσότητες, όχι αστεία. Δε θα ζητούσε δεκάρα απο όσα χρήματα πήρανε με τη συμμορία. Εξαρχής για το μαγαζί μπήκε. Θα τους βοηθούσε αν τον χρειάζονταν, ομως θεωρούσε πως ήδη ήταν βάρος και καθυστέρηση για τους υπόλοιπους. Ούτε θράσσος είχε, ούτε τίποτα ικανότητες, ούτε σωματικά προσόντα για να βοηθήσει. Πιο πολλά προβλήματα δημιουργούσε παρά έλυνε. Γιαυτό έλπιζε πως θα τον συγχωρήσουν και θα τον αφήσουν να δουλέψει στο μαγαζάκι του.

- - -

Το σαλιγκάρι όταν το τραβήξεις από το κέλυφος του δεν αντιδράει. Δε φαίνεται να αντιστέκεται, να ενοχλείται που έχασε την ασφάλεια που του προσέφερε το καβούκι. Ίσως νομίζει πως ελευθερώνεται. Είναι όμως θέμα χρόνου να ξεψυχήσει.

- - -

Ο Μπιστωτής φάνηκε 10 λεπτά πριν το ραντεβού του, με ταξί, όπως του είχε πει ο αλλαντοπώλης. Πλήρωσε τον οδηγό και βγήκε κρατώντας στο χέρι ένα χαρτοφύλακα. Φορούσε κουστούμι, χωρίς γραβάτα. Έτσι πήγαινε και στο μαγαζί. Τον είχε δει ο Παντελής και είχε φρίξει, ήταν υπερβολικά καλοντυμένος για αυτή τη δουλειά. Δεν έμπλεκε βέβαια με τα κρέατα, είχε προσωπικό για αυτές τις δουλειές. Αυτός μόνο έκανε τα κουμάντα, το παιζε αφεντικό με ψεύτικα χαμόγελα και νέες τεχνοτροπίες που εγκυμονούσαν εξωφρενικές τιμές.

Ο Παντελής τον πλησίασε. Κι ο γαμπρός του έκανε κι αυτός μερικά βήματα. Μοιράσανε τη διαδρομή, φαινομενικά κι οι δύο ανυπομονούσαν για αυτή τη μεταβίβαση. Στα σύντομα τηλεφωνήματα τους, ο γαμπρός επαναλάμβανε πως θέλει να ξεφορτωθεί το μαγαζί, πως δεν του ταίριαζε εξαρχής αυτή η δουλειά, πως έχει βάλει πρώτη στην ιεραρχία την οικογένεια του και πως αν το θέλει κι ο Παντελής θα τα ξεχάσουν όλα και θα γίνουν πάλι όλοι μια οικογένεια. Δεν ήταν εύκολο αυτό, αλλά ο Παντελής είχε φιλότιμο και κάτι τέτοια τα πίστευε.

«Έφερες τα χαρτιά»
«Όλα εδώ είναι Παντελή»
«Δεν πιστεύω να έχεις φωνάξει τίποτα μπάτσους»
«Όχι παντελή έκανα ότι μου είπες»
«Να υπογράψεις τότε να τελειώνουμε. Και να το αφήσεις από αύριο κιολας το μαγαζί»
«Εντάξει παντελή, δε θα σου φέρω αντίσταση σε οτιδήποτε πεις. Φοβάμαι για την οικογένεια μου»
«..κάτσε να διαβάσω το συμβόλαιο»


«Η αδερφή σου με ρωτάει τι συμβαίνει. Δε της είπα τίποτα για σένα όμως»
«Αυτό σου έλειπε. Είπαμε, ακολουθείς ότι σου λέω εγώ»
«Με βρήκε σε κακά χάλια. Το συκώτι μου έχει πρόβλημα από το ξύλο παντελή»
«Ας πρόσεχες. Σκάσε να διαβάσω, φέγγε μου το φακό»
«Με τσακίσατε στο ξύλο ρε άνθρωπε. Εσύ κι η συμμορία σου»
«Καλά σου κάναμε. Μου πήρες το μαγαζί με μπινιές, θα στο πάρω κι εγώ με ξύλο»
«Ναι αλλά να μου ρίξετε τόσο ξύλο? Και να με εκβιάζεις για να πάρεις πίσω το μαγαζί ενώ
μπορούσαμε να τα μιλήσουμε?»
«..είναι φορές που οι κουβέντες δε βοηθάνε. Όπως τώρα. Σκάσε να διαβάσω το συμβόλαιο γιατί σε φοβάμαι πως δε θα είναι όπως τα συμφωνήσαμε»
«Γιατί μου ρίξατε τόσο ξύλο ρε? Το συκώτι μου, έπαθα εσωτερική αιμορραγία..»
«Ήθελα πίσω το μαγαζί μου. Καλά σου κάναμε και σε δείραμε και αν σε εκβίασα είναι γιατί το μαγαζί μου ανήκει, κατάλαβες…. ? είναι ΔΙΚΟ ΜΟΥ, είναι…»


Ο γαμπρός του αλλαντοπώλη χαμογελώντας ύπουλα είχε τραβήξει το σακάκι του και είχε στρέψει το μαγνητοφωνάκι προς τον Παντελή για να ακούγεται ευκρινέστερα η παραδοχή των εγκληματικών ενεργειών του. Μια σειρήνα περιπολικού άρχισε να ουρλιάζει και την πλαισίωναν ποδοβολητά και η επανάληψη της επιτακτικής διαταγής «Ακίνητος».


Ο Παντελής παγιδευμένος χωρίς να το πολυσκεφτεί άρχισε να τρέχει προς τα χωράφια. Δεν έκανε πολλά μέτρα όταν στραβοπάτησε και το σώμα του σωριάστηκε αδέξια στο χώμα. Σύρθηκε ενστικτωδώς για λίγο καθώς τα χέρια του γδέρνονταν στα αγκάθια των θάμνων. Οι αστυνομικοί τον περικύκλωσαν και έστρεψαν τους προβολείς πάνω του.


Ο αλλαντοπώλης ήταν σαλιγκάρι. Τον μάζεψαν με φακό και σακούλα κάτω από τους θάμνους. Και χοντρό σαλιγκάρι μάλιστα. Από τα ζουμερά, αν σκεφτείς τις πληροφορίες που μπορούσε να δώσει στην αστυνομία. Το χέρι του ίσα που χώρεσε στον κύκλο που σχηματίζουν οι χειροπέδες για να κουμπώσουν.


( Οι πληροφορίες για τα σαλιγκάρια από παλιότερο κείμενο του Πετεφρή )

Κυριακή, Σεπτεμβρίου 07, 2008

Στο δέλτα του Οκαβάνγκο

Σπάνια διηγούμαι την ιστορία μου. Είναι που δεν πιστεύω οτι θα με πιστέψει κανεις. Όταν αυτό που φαίνεσαι έχει τεράστια απόκλιση απο αυτό το ένδοξο που κάποτε ήσουν, είναι εύκολο να γίνεις αντικείμενο ειρωνίας και αμφισβήτησης. Αυτό θέλω να αποφύγω και γιαυτό δε μιλάω για τον εαυτό μου συχνά. Μόνο καμμιά φορά όπως τώρα, που νοσταλγικά αναπολώ τις εποχές της δόξας μου, φέρνω ξανά στο μυαλό μου εκείνες τις μέρες όταν βρήκα το θάρρος να αλλάξω τρόπο ζωής.




Την απόφαση την είχα πάρει. Με είχαν αναγκάσει οι συνθήκες δηλαδή να ακολουθήσω αυτή τη μεγάλη αλλαγή. Όμως η κρίσιμη φάση ήταν όταν έκανα πράξη αυτά που είχα αποφασίσει. Οπότε μάλλον όλα ξεκίνησαν απο τη Ναμίμπια. Εκεί ήταν που άφησα τους υπόλοιπους. Δεν άνηκα σε αυτή την ομάδα των ταξιδευτών με τα λεξικά, τους χάρτες και τις φωτογραφικές μηχανές, ήμουν ήδη αρκετά παράταιρο θέαμα δίπλα τους και γιαυτό όταν βρήκα την ευκαιρία ξεγλύστρισα απο το γκρούπ και χάραξα τη μοναχική πορεία μου. Απο εκεί, τη Ναμίμπια. Παρότι είχα ήδη τεράστια φήμη παγκοσμίως και ο κόσμος μίλαγε συχνά για τα κατορθώματα μου, σε αυτή την άκρη της γης δε ξεχώριζα απο τους υπόλοιπους. Δε με αναγνώριζαν. Ήμουν ένας ακόμα ανάμεσα στους εκατοντάδες παρόμοιους μου. Έπρεπε όμως να φύγω ακόμα πιο μακριά.

Ακολούθησα παράλληλα τον ποταμό του Οκαβάνγκο. Κάποια μέρα έφαγα μόνο το πηχτό υγρό που βγάζουν τα νούφαρα. Υπήρξαν και άλλες μέρες που έμεινα χωρίς καθόλου τροφή. Μόνο απομακρυνόμουν απο τις πόλεις και τα χωριά. Έφευγα απο τους ανθρώπους και χωνόμουν όλο και πιο βαθιά στην άγρια φύση. Στους ιπποπόταμους. Εκεί είχα αποφασίσει να ζήσω το υπόλοιπο της ζωής μου.

Σύντομα έγινα μάρτυρας ενός φριχτού εγκλήματος. Μια αγέλη απο ζέβρες είχε διασχίσει λίγο πριν τον ποταμό δημιουργώντας μια πανδαισία χρωμάτων ανασηκώνοντας στον καλπασμό της το χώμα και το νερό που φωτίζονταν απο τον ήλιο του απογεύματος. Δυο ζέβρες έμειναν πιο πίσω. Τις περιτριγύρισαν λιοντάρια και δεν άργησαν να τους επιτεθούν. Τα ουρλιαχτά τους με έκαναν να κατατρομάξω και έμεινα κρυμμένος μέσα στις πυκνές καλαμιές. Δεν κουνήθηκα καθόλου. Ο θάνατος παραμονεύει το ίδιο κι εδώ, σκέφτηκα.

Πίσω στην Ευρώπη και μερικά χρόνια πιο πριν όταν ήμουν σύμβολο για τον ηρωισμό μου, θα είχα μπει στη μέση, θα είχα πατάξει το έγκλημα με κίνδυνο της ζωής μου και θα είχα σώσει τον ανίσχυρο. Θα είχα τιμωρήσει τον δυνατό. Θα είχα δώσει το παράδειγμα που πρέπει να ακολουθεί ο κάθε πολίτης, να επαναστατεί απέναντι στην αδικία. Όμως εδώ το ένστικτο της αυτοσυντήρησης με κράτησε κοκκαλωμένο στο ίδιο σημείο να βλέπω τα δόντια των λεόντων να ξεσκίζουν τα κουφάρια απο τις ζέβρες.

Σύντομα συνήθισα αυτά τα περιστατικά σαν φυσιολογικά συμβάντα της καθημερινότητας. Περήφανες αντιλόπες, λεοπαρδάλεις, πυγμαίες χήνες, ύαινες τη μια στιγμή στέκονταν καμαρωτές την άλλη γίνονταν γεύμα κάποιου δυνατότερου ζώου. Και δε μπορούσα να κάνω τίποτα για όλους αυτούς. Κοίταγα μόνο να σώζω το τομάρι μου. Κάποτε είχα ορμήξει σε μια συμμορία απο 20 άντρες οπλισμένους με ημιαυτόματα που απειλούσαν αθώους πολίτες. Τους αφόπλισα όλους πριν προλάβει κανεις να πατήσει τη σκανδάλη του. Ήμουν σύμβολο τότε, όμως με τον καιρό καταλάβαινα πως το τρανό μου παράδειγμα έμενε στη θεωρία. Δεν ενέπνεα κανέναν, αποτελούσα μόνο ένα φαινόμενο της εποχής. Και καθώς ο υπερήρωας δρα κυρίως με την ψυχολογία, με την εμπιστοσύνη που ξέρεις πως έχει απο την κοινωνία παρά με τις δυνάμεις του, άρχιζα να γίνομαι πιο αργός, πιο επιρρεπής στο λάθος. Λιγότερο ικανός.


Γιαυτό βρέθηκα εδώ στο δέλτα του Οκαβάνγκο οπου τα πράγματα θα ήταν αλλιώς. Παρατηρούσα έναν ελέφαντα να χτυπάει τα φοινικόδεντρα για να φάει τους καρπούς του όταν άκουσα ένα βουητό. Σύντομα πλησιασε ένα μηχανοκίνητο κανό και στην αρχή νόμισα πως ήταν τουρίστες που θα βγάζαν φωτογραφίες για να έχουν να δείχνουν στους συναδέλφους στη δουλειά. Τότε έπεσε μια τουφεκιά. Τα ζώα πανικοβλήθηκαν. Εγώ ενστικτωδώς χώθηκα μέσα στο νερό με μόνο τα ρουθούνια μου απο έξω. Το δέρμα μου άρχισε να εκκρίνει ιδρώτα αίματος. Κολύμπησα έτσι κάτω απο το νερό όσο πιο γρήγορα μπορούσα. Απομακρύνθηκα. Ξέφυγα.

Μετά όλα ήταν πιο ήσυχα. Κάτι κροκόδειλοι λίγο πιο πέρα έδειχναν πεινασμένοι όμως κρατούσαν στάση αναμονής. Ένιωθαν κι αυτοί το ίδιο απειλημένοι όσο εγώ. Ήμουν ήδη αρκετές μέρες μακριά απο τον πολιτισμένο τεχνοκρατικό κόσμο. Υποτίθεται πως θα έπρεπε η ψυχή μου να είναι ήρεμη μέσα στη φύση. Κι όμως δεν ήταν. Μου έλειπε ο παλιός εαυτός μου. Και τότε το πήρα απόφαση πως θα πρέπει να συμβιβαστώ και κάπως έτσι πορεύομαι όλα τα χρόνια απο τότε. Δεν ήμουν πια ήρωας. Αλλά δε θα ξεπεράσω και ποτέ το γεγονός οτι κάποτε υπήρξα. Σιωπηλά θα θυμάμαι τα παλιά χωρίς να καυχιέμαι. Μελαγχολικά θα παραδέχομαι την αδυναμία μου να υπερασπιστώ οποιονδήποτε παρά μόνο το τομάρι μου στην άγρια αυτή ζούγκλα. Και όταν θα πλησιάζει κάποιο καραβάκι με τουρίστες, θα ορθώνω το ανάστημα μου και θα χαμογελάω για να τους προσφέρω μια καλή φωτογραφία. Και θα ελπίζω κάποιος απο αυτούς να μου ξανατραγουδήσει εκείνο το τραγούδι της απομυθοποίησης μου που έμαθα πως έβγαλαν πίσω στην Ευρώπη μετά την ξαφνική εξαφάνιση μου.





Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ - ΙΠΠΟΠΟΤΑΜΟΣ


Οι μέρες σου περάσανε χωρίς επιστροφή
Άνθρωπε - Ιπποπόταμε
το έγκλημα διαφεύγει στη στροφή
Άνθρωπε - Ιπποπόταμε
τα χρώματα σου ξεθωριάζουν
οι μικροί αντιήρωες σε τρομάζουν.

Και βαφτίζεσαι πάλι από την αρχή
να αρχίσεις μια καινούργια ζωή
γίνεσαι ιπποπόταμος κοινός
ο ηρωισμός σου ο παλιός
κι η μάσκα του τιμωρού στο συρτάρι
κι εσύ είσαι ο στόχος των φλας στο σαφάρι.


Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 03, 2008

0/4 - Ο πόνος μεταφέρεται

Ο αέρας τον χτυπούσε ανελέητα στα μούτρα κι όμως αυτό δεν ήταν αρκετό για να τον βοηθήσει να ξεκαθαρίσει το χάος των σκέψεων που περιστρέφονταν μέσα στο μυαλό του. Έπρεπε να αποφασίσει γρήγορα. Η δύνη του ανέμου δεν έλεγε να συμπαρασύρει τον πανικό του. Έστρεψε το κεφάλι του πάλι μέσα στο στρατιωτικό αεροπλάνο. Ήταν γεμάτο καπνούς που όλο πύκνωναν κι ανάμεσα τους ίσα που ξεχώριζαν πρόσωπα με έκδηλη έκφραση αγωνίας που περίμεναν αυτόν να πάρει την κρίσιμη απόφαση. Εγκαταλείπω τον κίνδυνο για μεγαλύτερο κίνδυνο μουρμούρησε. Κι ύστερα ο Φώντας έδωσε τη διαταγή. Δέστε το βρέφος στο αλεξίπτωτο. Η αθώωση είναι το κυκλικό βάλσαμο που..


Πετάχτηκε απο τον ύπνο του και κοίταξε τριγύρω. Κανένα αεροπλάνο, κανένα βρέφος σε κίνδυνο. Τα φοβόταν ο Φώντας τα βρέφη, έτσι ευαίσθητα και αβοήθητα που περιμένουν τους άλλους να τα καθοδηγήσουν στη ζωή. Ίσως γιαυτό είδε πως δένει ένα απο αυτά σε αλεξίπτωτο, εκτίμησε ο Φώντας κάνοντας έτσι μια πρόχειρη αυτο-ονειρο-κριτική. Άλλοι βλέπουν φίδια, άλλοι οτι σκοντάφτουν και πέφτουν καθώς τρέχουν. Αυτοί μάλλον φοβούνται την πτώση, την αποκαθήλωση. Τα όνειρα περιλαμβάνουν τους υποσυνείδητους φόβους μας. Σε αυτή την περίπτωση ο Φώντας φοβόταν τη φροντίδα των νεογέννητων.
Ή μήπως την λήψη αποφάσεων?

Καθώς άρχισε να συνηθίζει το σκοτάδι, άρχισε να επεξεργάζεται το χώρο γύρω του και να καταλαβαίνει που βρίσκεται. Μα φυσικά.. Όλη η παλιοπαρέα μαζεμένη. Ο Μπεν ο αρουραίος, ο Οράτιος κι ο αλλαντοπώλης. Κοιμόνταν όλοι σαν τα μοσχάρια. Συνοπτικά η εικόνα περιέγραφε τη λειτουργία της ομάδας. Οι άλλοι κοιμούνται κι αυτός έχει τα μάτια του ανοιχτά. Εχει και εφιάλτες όμως, αυτό ίσως είναι το τίμημα.

Η απόφαση να κοιμούνται όλοι στον ίδιο χώρο ήταν δική του και την υπερασπιζόταν με επιμονή, όμως κάθε που βράδιαζε τη μετάνιωνε. Είπαμε, συμμορία, όλοι για έναν κλπ κλπ, αλλά είχε αρχίσει να τον κουράζει το κοινόβιο. Ο αλλαντοπώλης στριφογυρνούσε και αεριζόταν, ο Μπεν όλο έκανε ένα εκνευριστικό ήχο καθώς έγλυφε τα ούλα του κι ο Οράτιος, εντάξει ο Οράτιος δεν έκανε κάτι ενοχλητικό απλά είχε ένα ηλίθιο χαμόγελο όλη την ώρα που κοιμόταν.

Αυτό το βράδυ τους είχε βρει στη δυτική πελοππόνησο. Ακολουθούσαν τη γνωστή συνταγή. Μια διανυκτέρευση, μεσαίας κατηγορίας ξενοδοχείο, τετράκλινο δωμάτιο, λίγες εμφανίσεις στην πόλη. Η εικόνα τριών ανδρών κι ενός αρουραίου που βγαίνουν από ένα βαν-ψυγείο και μπαίνουν σε ένα δωμάτιο όλοι μαζί ήταν ολίγον ιδιαίτερη γιαυτό και έπρεπε να τους δουν ελάχιστα άτομα κατά τη διαμονή τους.

Το πρωί θα συναντούσαν τη γυναίκα του συνταγματάρχη Μπόσικου, σημαντικού στελέχους της κίνησης ΣΠΙΘΑ. Θα κρατούσε στα χέρια της μια βαλίτσα με χαρτονομίσματα. Κανείς δε χρειαζόταν να πάθει τίποτα, μόνο μερικά χρήματα θα άλλαζαν χέρια, ένα μυστικό μιας ομάδας στρατιωτικών θα παρέμενε μυστικό και όλα θα συνεχίζονταν φυσιολογικά. Ο συνταγματάρχης όταν δέχτηκε το τηλεφώνημα δε σοκαρίστηκε που κάποιοι γνωρίζουν για τη δράση της ομάδας ΣΠΙΘΑ και απαιτούν ανταλλάγματα. Και δε δίστασε καθόλου να συμφωνήσει σα να περίμενε ήδη το τηλεφώνημα. Γιαυτό και ο Φώντας απαίτησε να παραδώσει τα χρήματα η γυναίκα του συνταγματάρχη. Αυτή η εξέλιξη τον έκανε να κομπιάζει και να μπερδεύει τα λόγια του. Δε θα σκόπευε να βάλει την οικογένεια του σε κίνδυνο, όταν μάλιστα είχε ακουστά πως οι εκβιαστές είναι αδίστακτοι.

Ο Φώντας έφερε στα χέρια του τη φωτογραφία του συνταγματάρχη. Όπως όλες οι φωτογραφίες στρατιωτικών που είχαν στη διάθεση τους είχαν τραβηχτεί στην κηδεία του στρατηγού. Ήταν η μοναδική φορά που όλα τα μεγάλα στελέχη της κίνησης σπίθα βρέθηκαν στον ίδιο χώρο. Ξεφύλισσε πρόχειρα όλες τις φωτογραφίες. Ο υπολοχαγός. Ο αντισυνταγματάρχης. Μερικοί υπολοχαγοί, νέοι και χαμηλόβαθμοι όμως μεγάλα μυαλά και οργανωτές της κίνησης. Λοχαγοί και ταγματάρχες, στολές με αστέρια, φωτιές και παράσημα. Η κόρη του στρατηγού..

Η κόρη του στρατηγού. Μπήκε καταλάθος στο πλάνο μιας φωτογραφίας απο στρατιωτικούς. Η ζωή της διαταράχτηκε καταλάθος μπαίνοντας στο πλάνο της απαγωγής απο μια συμμορία. Η φωτογραφία είχε αποτυπώσει ένα σπασμό στο πρόσωπο της, ένα βουβό λυγμό. Καθιστή σε μια καρέκλα στο βάθος του καρέ με το κεφάλι μισοσκυφτό, τα χέρια σταυρωμένα αμήχανα και τα γόνατα ενωμένα. Φορούσε ένα μαύρο φόρεμα και ήταν λεπτή. Όχι ιδιαίτερα όμορφη, αλλά εξέπεμπε μέσα στο πένθος της μια γοητευτική αθωότητα. Θλιμένη σαν κόρη ενός μακαρίτη. Ο Φώντας συγκλονίστηκε. Δεν είχε δώσει σημασία σε τίποτα άλλο εκείνη τη μέρα εκτός απο ονόματα στρατιωτικών και το ταίριασμα τους με μια φωτογραφία. Έβλεπε μόνο στολές και άκουγε μόνο συζητήσεις για τη ΣΠΙΘΑ. Είχε αγνοήσει πως κάποιοι άνθρωποι πενθούσαν για τον πατέρα, το σύζυγο τους. Ξεφύλλισε βιαστικά και τις υπόλοιπες φωτογραφίες. Να, η κόρη του στρατηγού και σε μια άλλη. Σε αυτή έχει αγκαλιάσει μια άλλη γυναίκα της οποιας φαίνεται μόνο η πλάτη. Την παρηγορεί. Ήταν αρκετά δυνατή ώστε σε τέτοια στιγμή να δίνει κουράγιο σε άλλους. Κομψή και σπαρακτικά ανέκφραστη. Όρθια ενώ ο κόσμος την έχει κλονίσει απο την γαλήνη των βεβαιοτήτων της.

"Κλαις αφεντικό?"
Ρώτησε ο μπεν που είχε ξυπνήσει, ποιος ξέρει πόση ώρα και είχε δει τον Φώντα να κοιτάει τις φωτογραφίες.

"Μπεν, γιατί δε βγάζουμε αρκετές φωτογραφίες στις κηδείες?"

"Αρχηγέ μου τι εννοείς δε βγάλαμε αρκετές? Απο 4 φίλμ ο καθένας αδειάσαμε στην κηδεία του στρατηγου, πόσο παραπάνω ήθελες?"

"Αστο ρε Μπεν. Κοιμήσου και τα λέμε το πρωι."


Γιατί δε βγάζουμε αρκετές φωτογραφίες στις κηδείες? Αναρωτήθηκε μόνος του αυτή τη φορά ο Φώντας. Γιατί δεν αποτυπώνουμε τη θλίψη μας όπως κρατάμε ζωντανή τη χαρά μας? Γιατί μας αρέσουν οι εικόνες μας που γελάμε κι όχι αυτές οπου κλαίμε? Γιατί φωτογραφίζουμε τη γέννηση, τη βάφτιση, τα γενέθλια, γιατί πληρώνουμε ολόκληρα πανάκριβα άλμπουμ, γιατί σε κάθε σπίτι υπάρχει μια φωτογραφία γάμου και όχι κηδείας?

Γιατί θέλουμε να ξεχάσουμε? Γιατί να μην είναι εκεί ο φωτογράφος την ώρα του μεγαλύτερου πένθους μας να μας κρατήσει μια υπενθύμιση του πόνου. Γιατί αγνοούμε το θάνατο σα να μην είναι τριγύρω μας? Είμαστε το χαμόγελο και το λαμπερό βλέμμα μας όσο είμαστε και τα κόκκαλα μας ή η τελευταία μας ανάσα.


Ο Φώντας έγειρε στο κρεβάτι και έκλεισε τα μάτια του. Σκέφτηκε τη συναλλαγή της επόμενης ημέρας. Θα έπρεπε να είναι πολύ προσεκτικοί, να μην πληγώσουν κι άλλη οικογένεια. Στην ανάγκη, για πρώτη φορά, να εγκαταλείψουν και το σχέδιο ακόμα. Αποκοιμήθηκε αμέσως. Χωρίς όνειρα. Χωρίς εφιάλτες.

Μόλις άνοιξε τα μάτια του είχε ξημερώσει και μια έκπληξη τον περίμενε. Ο αλλαντοπώλης είχε εξαφανιστεί.

Τρίτη, Αυγούστου 26, 2008

Το άκομψο φινάλε των καλοκαιρινών μεταγραφών

Όταν η αναμενόμενη άφιξη του Ντιόγο γίνεται πολυήμερο σίριαλ και η αθλητική ενημέρωση γίνεται εμμονή, υπάρχουν κάποιοι που θα αντιδράσουν..

Πέμπτη, Ιουλίου 31, 2008

Πώς εκδικήθηκα το Ρώσο τουρίστα

Λοιπον, ο ρώσος τουρίστας επρόκειτο να πληρώσει συσσωρευτικά για όλην την οργή που είχα για τους Ρώσους τον τελευταίο καιρό. Είχα εξαρχής υποπτευθεί πως ο δολοφόνος του Σεργιανόπουλου ήτανε Ρώσος, προέκυπτε δηλαδή από την ανάλυση που είχα κάνει στα στοιχεία που βγαίνανε από το ρεπορτάζ, ήταν προφανές. Η κατάληξη της υπόθεσης δε με διέψευσε. Εντάξει, ήταν Γεωργιανός so what, ιτς ολ δε σέημ του μι ναουμ.

Τσάμπα βλέπω τόσο καιρό CSI, στα ίχνη του εγκλήματος και τα σχετικά? Έχω εκπαιδευτεί να διαβάζω το έγκλημα καλύτερα απ τον οποιονδήποτε. Τώρα που είπα CSI, θα καταγγείλω την στεγνή αντιγραφή/καταφανή περίπτωση κλοπής του AVPD κοινώς "Ανω Βυζίκι Police Department" από τη νέα σειρά του Mega Λ.Α.P.D (Λεκανοπέδιο Αττικής Police Department) με Ιεροκλή Μιχαηλίδη

Δηλαδή ποιο είναι το επόμενο βήμα?
Ευ ζην για παράφρονες με Παρτσαλάκη?
Θεατρική παράσταση Ήσυχες μέρες στο κλισέ με Κιμούλη, Καρυοφιλλιά Καραμπέτη, Τσιβιλίκα και αυτό το νάνο που παίζει με το Σεφερλή?
Ο Χάρης Ρώμας στο ρόλο του Οράτιου?
Κουφέτα με κατσαρίδες ως νέο trend στους γάμους?

Εν πάσει περιπτώσει θα τους τη χαρίσουμε αυτή τη φορά στο mega, μόνο και μόνο επειδή δεν είναι Ρώσοι. Αν όμως κάποιος Ρώσος τολμήσει και ακουμπήσει την πνευματική μας ιδιοκτησία ουέ κι αλίμονο του.

Στο θέμα μας.
Αφού είχα ατιμαστεί όταν κατανάλωσα την ζωοτροφή πέφτοντας ντροπιαστικά στην επιδέξια παγίδα που μου έστησε ο τουρίστας σε μία στιγμή που με βρήκε μπόσικο και με ξεγέλασε, ζητούσα την εκδίκηση μου. Το έγκλημα θα γνωρίζεις πως έχει και τιμωρία αγαπητέ διάδοχε του Ρασκόλνικοφ. Σκέφτηκα ποια ήταν τα πιθανά επόμενα βήματα του μυστηριώδους δράστη.

-Μεθοκόπημα με τσίπουρο και βότκα
-Πιθανός βασανισμός και/ή ακρωτηριασμός σκύλου
-Διαγωνισμός σεξουαλικών οργίων σε παραλία
-Ξύλο στους βάζελους σε συναυλία Χατζηγιάννη
-Αγορά γούνας.

Την έστησα έξω από ένα κατάστημα που πουλούσε γούνες. Τι διάολο, γιατί οι Ρώσοι αγοράζουν γούνες από την ελλάδα? Δεν έχει στη χώρα τους? Είναι πιο φτηνά εδώ? Ας μου λύσει κάποιος την απορία! Κατέφθαναν σαν υπνωτισμένοι σε δεκάδες και αγόραζαν γουναρικά παζαρεύοντας προς τα πάνω (Πόσο έχει? εκατο, σου δίνω διακόσα και κράτα και τα ρέστα).

Την έστησα εκεί έξω και περίμενα διακριτικά στη μέση του δρόμου ινκόγκνιτο – δηλαδή πάνω σε ξυλοποδαρα ενάμιση μέτρο, βαμένος στα χρώματα μπρεήβχαρντ και κρατώντας 6 ξεπουπουλιασμένα κοτόπουλα σφαγμένα προ μηνός ( πάντα φροντίζω να έχω μερικά στο υπόγειο γιατί μπορεί να χρειαστούν σε τέτοιες περιστάσεις ).
Μόλις ο Ρώσος θα εμφανιζόταν και θα διάλεγε τη γούνα που θα τον κράταγε ζεστό τον προσεχή παγωμένο χειμώνα, θα έμπαινα εγώ, θα επαινούσα τη γούνα του και θα ζητούσα να την δω λιγάκι και χωρίς να το καταλάβει θα του έτριβα τα κοτόπουλα στο εσωτερικό της γούνας. Είναι γνωστό ότι η σαλμονέλλωση έλκεται σε μεγάλες συγκεντρώσεις από το απαλό τρίχωμα της γούνας καστοριάς. Καστοριάς, όχι κάστορα. Ο Ρώσος θα φόραγε τη γούνα, θα τον τύλιγε ολούθε η σαλμονέλλα και θα γνώριζε αργό και επίπονο θάνατο με εξανθήματα, εκρήξεις στο έντερο και οριζοντίωση.

Τελικά όμως και για να μην τα πολυλογώ δεν έδειξα την απαραίτητη αυτοσυγκράτηση.
Με το που τον είδα του επιτέθηκα και τον έσφαξα στο γόνατο μπροστά στο έκπληκτο πλήθος που μούδιασε αρχικά, αλλά με χειροκρότησε και με σήκωσε στα χέρια στη συνέχεια. Αυτή ηταν η ιστορία. Στην αστυνομία είπαμε πως έπαθε καρδιακό επεισόδιο από το πολύ αλκοόλ. Ένας μάρτυρας (μπατζανάκι μου) ειπε πως η τρύπα ήταν από το τσίπουρο που του τρύπησε το λαρύγγι και ανάβλυζε σαν τα πορφυρά συντριβάνια που συναντά κανεις στο Κάιρο και η υπόθεση έκλεισε.

Κλείνοντας να τονίσω πως η ζωοτροφή γάτας δεν ήταν καθόλου άσχημη, θα τη δοκίμαζα δηλαδή ξανά σε οποιαδήποτε ευκαιρία και θα σας την πρότεινα σαν ιδανικό εναλλακτικό μεζέ για αγώνες τσάμπιονς λιγκ. Δε με πείραξε δηλαδή αυτό. Η εξαπάτηση με ενόχλησε. Τέλος πάντων. Καλή καρδια. Ότι έγινε έγινε.