Έβγαλε από την τσέπη του το χαρτί και το ξεδίπλωσε να επαληθεύσει πως είχε φτάσει στη σωστή διεύθυνση. Πλησίασε το κεφάλι του στο τζάμι και ξανακοίταξε μέσα από τη βιτρίνα να βεβαιωθεί πως στεκόταν όντως έξω από κομμωτήριο. Δεν έβλεπε καθαρά. Τον ενοχλούσε η ίδια η αντανάκλαση των κατακόκκινων μαλλιών του που καθρέφτιζαν στο τζάμι. Αυτό θα άλλαζε σε λίγο. Σε λίγη ώρα θα έβγαινε από ‘κει μέσα με κατάμαυρα, απολύτως βαρετά και κοινά μαλλιά. Άνοιξε διστακτικά την πόρτα. Μια όμορφη ξανθιά τον υποδέχτηκε
«καλημέρα σας έχετε ραντεβού?»
«στις 11. Οράτιος»
«καθίστε και θα σας ειδοποιήσουμε. Να σας προσφέρουμε καφέ?»
Αιφνιδιάστηκε από την πολυτέλεια του χώρου κι από τη μοναδική περιποίηση. Τον αφήσανε σε ένα αναπαυτικό σαλόνι με δερμάτινους καναπέδες, του σερβίρανε αχνιστό καφέ φίλτρου και του προσφέρανε ποικιλία ιλουστρασιόν περιοδικών να χαζεύει μέχρι να έρθει η ώρα του. «Μα για κοίτα! Αυτή να έχει γεννήσει πριν 10 μέρες και να έχει τέτοιο σώμα?»
Καμία σχέση με το κουρείο του κυρ Ανέστη στο χωριό. Πόσο άντρας όμως είχε νιώσει όταν άνοιξε πρώτη φορά την πόρτα του κουρείου και μπήκε μόνος του, χωρίς κανέναν να τον συνοδεύει, έκατσε αποφασιστικά στην καρέκλα και σχεδόν διέταξε τον κυρ Ανέστη να του κάνει ένα μονδέρνο κούρεμα. Και μετά στάθηκε όρθιος, τίναξε τις τρίχες από το γιακά του και έβγαλε το πορτοφόλι να πληρώσει από τα δικά του λεφτά κι η ικανοποίηση ήταν τεράστια κι ας μυρίζανε τα ρέστα του κυρ Ανέστη κομμένη τρίχα και φτηνή κολόνια. Είχε βρώμικο κουρείο και βρώμικο στόμα ο κυρ Ανέστης. «Πούστη κοκκινοτρίχη μου το γάμησες το πάτωμα. Γεμίσαμε κόκκινη τριχάρα δω μέσα. Κανόνισε ρε μαλακισμένο. Αύριο μεθαύριο το πολύ σε περιμένω να έρθεις και να μου πεις: κυρ Ανέστη με έφτιαξες! Με το κούρεμα που μου ‘κανες, γάμησα!» Ο Οράτιος όμως ούτε καν απ’ έξω δεν πέρασε, αφού η "κόμμωση κυρ Ανέστη" – παρότι η καλύτερη στο χωριό – ήταν βγαλμένη από προηγούμενη δεκαετία και δεν ήταν ακριβώς θελκτική για τα νέα κορίτσα .
Μια κοπέλα ντυμένη στα ροζ πλησίασε τον Οράτιο και τον κάλεσε να την ακολουθήσει. Τον τύλιξε με μια τεράστια μαλακή πετσέτα. Τον στριφογύρισε στην καρέκλα και με ένα μοχλό σχεδόν τον ξάπλωσε και τον έχωσε κάτω από μια βρύση με χλιαρό νερό. Του πέρασε σαμπουάν και άρχισε να του πλένει τα μαλλιά και τα χέρια της του κάνανε τόσο απαλό και ηδονικό μασάζ που ο Οράτιος χαλάρωσε απολύτως.
Μικρό παιδί όταν ήταν τον κούρευε η μάνα του. Αδέξια, απότομα και βιαστικά πολλές φορές, ήταν όμως το άγγιγμα της γεμάτο στοργή. Η μάνα που αρπάζει το γιο της και τον διατάζει να καθίσει ήσυχος στην καρέκλα και να μη της κάνει τη ζωή δύσκολη. Ύστερα χρατς χρούτς του καταστρέφει τα μαλλιά που είχαν μακρύνει τόσο όμορφα και του αφήνει ασύμμετρες τούφες απο κατακόκκινες τρίχες στο κεφάλι. Ύστερα σκύβει και τον αγκαλιάζει και τον φιλάει στο κούτελο.
Βέβαια εκείνη τη στιγμή το χλιαρό νερό και το μασάζ δεν το άλλαζε ούτε με χίλια μητρικά φιλιά ο Οράτιος. Μόλις η κοπέλα τον ανασήκωσε, τον σκούπισε και τον κάθισε μπροστά στον καθρέφτη, έτοιμο πλέον για το κούρεμα, ο Οράτιος αντίκρισε τον εαυτό του πιο ήρεμο απο ποτέ. Τα κόκκινα μαλλιά του είχαν λάμψει. Μια χαρούμενη κραυγή απο πίσω του ήρθε προς επιβεβαίωση «τι θαυμάσιο, τι έντονο, τι μοναδικό κόκκινο χρώμα!! Τι υπέροχο μαλλί έχεις αγάπη μου – μπράβο χίλια μπράβο»
Ένας περίεργος τύπος με τρία χρώματα στα μαλλιά του τον είχε πλησιάσει και εξέταζε απο κοντά το τις τρίχες του βγάζοντας κραυγές χαράς και ξεσπώντας πότε πότε σε ενθουσιώδες χειροκρότημα. Όλα αυτά σταμάτησαν όταν ο Οράτιος του αποκάλυψε το λόγο της επίσκεψης του «θέλω να τα βάψω μαύρα. Πολύ μαύρα. Ή όχι πολύ, δε ξέρω. Απλά να μην είναι κόκκινα. Καθόλου κόκκινα.»
Δε δυσκολευόταν πρώτη φορά με κουρέα ο Οράτιος, του είχε ξανατύχει στο παρελθόν . Στη δική του λογική όταν κάθεσαι στην καρέκλα, δεν αφήνεσαι στο έλεος του κουρέα – αντιθέτως αυτός πρέπει να φροντίσει να συμμορφωθεί με αυτά που εσύ επιθυμείς να έχεις πάνω στο κεφάλι σου. Αυτός οφείλει απλώς να εκτελέσει. Την πρώτη φορά ο κουρέας είχε κερδίσει. Ήταν όταν παρουσιάστηκε στο στρατό και έπρεπε να είναι όλοι καλοκουρεμένοι για την ορκωμοσία τους. Ο Οράτιος επέμενε πως χρειάζεται ελάχιστο κόψιμο με ψαλίδι, ίσα να φαίνονται καλά με το δίκοχο - άλλωστε την επόμενη μέρα θα παίρνανε την άδεια τους και θα γύρναγε στο χωριό, όμως ο κουρέας του στρατοπέδου επέμενε να περάσει το δικό του, τόσα κεφάλια είχε κουρέψει άλλωστε και να βάλει μηχανή. Αποτέλεσμα ήταν ο Οράτιος να τον εμπιστευτεί και ο κουρέας, που τελικά αποδείχθηκε πως δεν ήταν κουρέας, αλλά υπάλληλος σε βενζινάδικο που έβγαζε 1-2 μέρες παραπάνω άδεια, να του ξυρίσει όλα τα μαλλιά γουλί.
Αυτή τη φορά θα πέρναγε το δικό του. Καθόλου ψαλίδι, καθόλου μηχανή, μόνο βαφή και μάλιστα κατάμαυρη. Ο Οράτιος είχε μυστικά που έπρεπε να προστατευθούν. Τα κόκκινα μαλλιά όσο και να τα λάτρευε ο εκκεντρικός κομμωτής με το όνομα Μιγκαέλ που είχε πέσει στο πάτωμα και τον ικέτευε να μην τα «σκοτώσει», κάνανε τον Οράτιο αναγνωρίσιμο στόχο. Έπρεπε για λίγο καιρό να γίνει ένα με το πλήθος που ‘χει ομοιόμορφα μαλλιά.
Με βαριά καρδιά ο κομμωτής πήρε μια μαύρη βαφή και με το πινέλο άρχισε να την περνάει, πρώτα απο τις άκρες και καταλήγοντας στις ρίζες. «Τι δουλειά κάνεις νεαρέ αν επιτρέπεται» είπε ξεκινώντας συζήτηση ο μιγκαέλ
«Είμαι τραγουδιστής» απάντησε με θράσσος ο Οράτιος
«Καλέ θα σε σκοτώσω!! Τραγουδιστής και χαλάς τέτοια απόχρωση? Θεέ μου.. βρε, με τέτοιο χρώμα θα έκανες πάταγο»
Ο Οράτιος έβλεπε τα μαλλιά του να έχουν καλυφθεί απο μπογιά και είχε και τον τρικολόρε κομμωτή να του χαλάει περισσότερο την ψυχολογία. Έπρεπε πια να περιμένουν να δράσει η βαφή.
«Και που τραγουδάς κοκκινομάλλη μου?»
«Προσωρινά, δεν τραγουδάω κάπου. Πρόσφατα ήρθα στην Αθήνα.»
«Καλέ έχω εγώ φίλο μάνατζερ, πριν φύγεις να σου δώσω μια κάρτα του. Να πας να σε ακούσει. Πες του απ’ το μιγκαέλ. Και πες του πως έχεις και φανταστικά φυσικά μαλλιά και θα τα ξαναγυρίσουμε στο χρώμα τους, εντάξει? Να του το πεις αυτό, εντάξει?»
Ο κομμωτής τράβηξε απότομα τον μοχλό της καρέκλας κι ο Οράτιος βρέθηκε μισοξαπλωμένος. Τον πήγε με αστραπιαία κίνηση στο νιπτήρα και κάλεσε την ξανθιά να ξεπλύνει τη βαφή. Αυτός απλώς περίμενε ακίνητος με το βλέμμα στο ταβάνι. Ύστερα ανέλαβε πάλι πρωτοβουλία, με την πετσέτα σκούπισε τα μαλλιά και με το πιστολάκι τα στέγνωσε. Η αποκάλυψη ήταν πρωτόγνωρη. Η βαφή δεν είχε κανένα αποτέλεσμα. Τα μαλλιά του Οράτιου παρέμεναν κατακόκκινα και έλαμπαν περισσότερο μετά το δεύτερο λούσιμο.
Ο Μιγκαέλ σάστισε αλλά δεν θα το έβαζε κάτω. Αυτή τη μάχη με τις τρίχες θα την κέρδιζε. Άρπαξε μια πιο δυνατή βαφή με έξτρα αμμωνία και επανέλαβε τη διαδικασία. «δεν είναι τίποτα χρυσέ μου, συμβαίνει» Καθώς πασάλειβε την βαφή βρήκε έξυπνο να σιγοτραγουδήσει στον Οράτιο
«έλα τραγουδιστή πάμε μαζί...
Τραγουδάμε για το κόκκινό
Τραγουδάμε γα το κόκκινό
Κόκκινα τα μηλαράκια, στη μηλιά μες στην αυλή
Κι η ντοματα στο περβόλι, κόκκινη λαχταριστή
και στου οράτιου τις τρίχες πέρασα μαύρη βαφή...»
Αυτή τη φορά ο κομμωτής ανέλαβε ο ίδιος το ξέπλυμα της βαφής, γιατί είχε αγωνία να δει αν τα κατάφερε. Η καρδιά του άρχισε να χτυπάει πιο γρήγορα καθώς έβλεπε το κόκκινο να ξεπροβάλει ξανά. Το στέγνωμα ήρθε προς επιβεβαίωση. Ούτε μισό τόνο δεν είχαν σκουρύνει τα μαλλιά του Οράτιου.
«τώρα τί κάνουμε? Γιατί δεν πιάνουν οι βαφές?» ρώταγε ο Οράτιος μα ο κομμωτής είχε τρελαθεί. Δεν είχε ξαναδεί τέτοιο φαινόμενο και δεν ήξερε και να το εξηγήσει. Ξανατράβηξε το μοχλό και άρχισε πάλι την ίδια διαδικασία, αυτή τη φορά σιωπηλά και αγχωμένα. Το αποτέλεσμα κατακόκκινο.
«θες οπωσδήποτε να μην έχεις κόκκινα μαλλιά?» είπε φρικαρισμένος ο κομμωτής στον Οράτιο
«σίγουρα όχι κόκκινα. Οτιδήποτε άλλο»
«οτιδήποτε άλλο, έτσι? Απλά όχι κόκκινο. Οκ!»
Λίγη ώρα μετά ο Οράτιος έβγαινε απο το κομμωτήριο με το κεφάλι του ξυρισμένο γουλί. Τα κουρέματα, έπρεπε να το παραδεχτεί, δεν ήταν το φόρτε του.
Μέσα στο κομμωτήριο ο Μιγκαέλ είχε καθίσει στην καρέκλα και οι κοπέλες του κάνανε μασάζ να συνέλθει απο το σοκ καθώς έψαχνε ένα θετικό στο τραγικό αυτό φινάλε «Ευτυχώς που δεν του έδωσα και την κάρτα του φίλου μου του μάνατζερ, τούτο το ζαβό θα με ξεφτίλιζε εντελώς»
Αυτή τη φορά ο κομμωτής ανέλαβε ο ίδιος το ξέπλυμα της βαφής, γιατί είχε αγωνία να δει αν τα κατάφερε. Η καρδιά του άρχισε να χτυπάει πιο γρήγορα καθώς έβλεπε το κόκκινο να ξεπροβάλει ξανά. Το στέγνωμα ήρθε προς επιβεβαίωση. Ούτε μισό τόνο δεν είχαν σκουρύνει τα μαλλιά του Οράτιου.
«τώρα τί κάνουμε? Γιατί δεν πιάνουν οι βαφές?» ρώταγε ο Οράτιος μα ο κομμωτής είχε τρελαθεί. Δεν είχε ξαναδεί τέτοιο φαινόμενο και δεν ήξερε και να το εξηγήσει. Ξανατράβηξε το μοχλό και άρχισε πάλι την ίδια διαδικασία, αυτή τη φορά σιωπηλά και αγχωμένα. Το αποτέλεσμα κατακόκκινο.
«θες οπωσδήποτε να μην έχεις κόκκινα μαλλιά?» είπε φρικαρισμένος ο κομμωτής στον Οράτιο
«σίγουρα όχι κόκκινα. Οτιδήποτε άλλο»
«οτιδήποτε άλλο, έτσι? Απλά όχι κόκκινο. Οκ!»
Λίγη ώρα μετά ο Οράτιος έβγαινε απο το κομμωτήριο με το κεφάλι του ξυρισμένο γουλί. Τα κουρέματα, έπρεπε να το παραδεχτεί, δεν ήταν το φόρτε του.
Μέσα στο κομμωτήριο ο Μιγκαέλ είχε καθίσει στην καρέκλα και οι κοπέλες του κάνανε μασάζ να συνέλθει απο το σοκ καθώς έψαχνε ένα θετικό στο τραγικό αυτό φινάλε «Ευτυχώς που δεν του έδωσα και την κάρτα του φίλου μου του μάνατζερ, τούτο το ζαβό θα με ξεφτίλιζε εντελώς»