Πέμπτη, Μαΐου 29, 2008

0/4 - Adopt, adapt & improve

- Λοιπόν, να πάω? Λέτε να παώ ε? Καλά θα πάω. Πάω

Ο Μπεν χτύπησε διστακτικά την πόρτα του γραφείου και δεν άνοιξε μέχρι να ακούσει από μέσα ένα ξερό «ναι, μπρος».

- Αφεντικό ήρθα να δω τι κάνεις, τόσες ώρες είσαι δω μέσα..

Κλεισμένος στο γραφείο της σουίτας με δεκάδες χαρτιά απλωμένα μπροστά του, ο Φώντας προσπαθούσε να καταστρώσει ένα σχέδιο για τη δράση της συμμορίας, όπως αυτή διαμορφώθηκε μετά τις πρωτοβουλίες του συνεργάτη του. Όχι στρατηγικό σχέδιο όμως δε μπορούσε να σκεφτεί, αλλά ούτε στοιχειωδώς μερικές σαφείς οδηγίες που θα πείθανε τους υπολοίπους για την ηγετική του ικανότητα και γιαυτό είχε προτιμήσει να απομονωθεί προσωρινά, μέχρι να βρει τη λύση. Με ένα βλέμμα γεμάτο δυσαρέσκεια, μεταβίβασε όλες τις ευθύνες για το μπλοκάρισμα του στον Μπεν.

-Ξέρεις αφεντικό τα παιδιά έξω αναρωτιούνται...

-Στα παιδιά βάζεις μέσα και τον 50άρη αλλαντοπώλη? Διέκοψε ειρωνευόμενος ο Φώντας
-Ε, σχήμα λόγου αφεντικό. Ξέρεις, τα παιδιά αναρωτιούνται τι θα γίνει. Είμαστε δυο μέρες εδώ και δεν κάνομε τίποτα. Μόνο τρώμε, τρώμε και πίνουμε. Δε λέω, ωραίοι και οι σολωμοί και τα τυριά και οι σαμπάνιες και το καταφχαριστηθήκαμε, όμως δε θέλουμε να σου γινόμαστε βάρος. Μέχρι πότε να μας φιλοξενείς..

Είχε προφανώς να κάνει με άβγαλτους ανθρώπους. Είχαν πιστέψει πως ο Φώντας ζούσε μονίμως τη ζωή του μέσα στη χλιδή, στη σουίτα ενός πανάκριβου ξενοδοχείου στο κέντρο της πόλης. Αυτό ήταν κάτι παρήγορο. Δεν τον υποπτεύονταν, αντιθέτως του δείχνανε αγνή επαρχιώτικη εμπιστοσύνη.

-Ο Οράτιος ας πούμε με ρωτάει τί θα γίνει με την ατζέντα. Θέλει να μας εξηγήσεις εσύ ο ίδιος. Του τά ‘πα δηλαδή κι εγώ ας πούμε περιληπτικά, αλλά εσύ τα λες πιο καλά..

-Οράτιο, εννοείς αυτόν τον 18άρη που το έσκασε απο το στρατόπεδο ε? Το λιποτάκτη που τον ψάχνει η στρατονομία...
Ο Μπεν δεν απάντησε, μονάχα απογοητεύτηκε και κατέβασε τα μούτρα, απο τότε που φτάσανε το αφεντικό τα είχε βάλει μαζί του. «Εντάξει εντάξει, έρχομαι σε λίγο. Όλα θα γίνουν, μην ανησυχείτε» τον καθησύχασε ο Φώντας, καταλαβαίνοντας πως δεν υπήρχε λόγος να μεταδίδει και στους άλλους την ανησυχία του. Άλλωστε όσο τους κρατούσε χορτάτους, κέρδιζε χρόνο.

Έμεινε μόνος του και πάλι στο δωμάτιο, όμως δε μπορούσε να συγκεντρωθεί στην οργάνωση της συμμορίας και όλο χάζευε τα χρυσά κηροπήγια και τους τεράστιους πολυελαίους του πολυτελούς ξενοδοχείου. Περπατούσε πάνω κάτω το γραφείο και κάπου κάπου στεκόταν και κοίταγε έξω απο το παράθυρο τη θέα στη μεγαλούπολη απο τον 14ο όροφο.

Πέρασε αρκετές φορές απ’ το μυαλό του να πάρει στα χέρια του την ατζέντα και ύστερα να τους παρατήσει. Ακόμα δεν είχε καταλήξει, ίσως και να το κανε, αλλά κι οι άλλοι δε θα τον άφηναν τόσο εύκολα να τους ξεφύγει, αφού είχαν καταλάβει πόσο σημαντική ήταν αυτή η ατζέντα - αντικείμενο του πόθου. Πάντως γνώριζε πως δεν ήταν αυτή η καλύτερη λύση. Τους χρειαζόταν και θα έπρεπε να τους περιλάβει όλους στο σχέδιο του και να εκμεταλλευτεί τις ικανότητες του καθενός.

Δίπλα, στο σαλόνι, τα ρουμ σέρβις δεν σταματούσαν να έρχονται. Ο αλλαντοπώλης όλο έλεγε πως τα κρέατα δεν ήταν τόσο καλά σε ποιότητα και γιαυτό τα πήζουν στις σάλτσες απο πάνω μα όλο παράγγελνε και έτρωγε ξαπλωμένος σε ανάκλιντρο. Ο πιτσιρικας ο Οράτιος δεν είχε ξαναρίξει τέτοιες μάσες στη ζωή του και συνέχιζε με ακόρεστη όρεξη χαμένος μπροστά στην τεράστια plasma τηλεόραση. Ο Μπεν έτρωγε μόνο τυριά και δάγκωνε πού και πού και κανα ακτινίδιο που ήταν μαλακά και δεν τον πειράζανε στα ευαίσθητα ούλα του.

Και τότε άνοιξε η πόρτα και βγήκε ο Φώντας, με ένα τεράστιο χαμόγελο και με τα χέρια του ανοιγμένα λες και ήθελε να τους χωρέσει όλους στην αγκαλιά του. «Βάλτε σαμπάνια να πιούμε!!» φώναξε εκπλήσσοντας τους με την αλλαγή στη διάθεση του.


- Είστε έτοιμοι για δράση λοιπόν? Οράτιε είσαι νέο παιδί και δυνατός. Ξέρω πως θες να γίνεις και τραγουδιστής. Εμείς θα σε βοηθήσουμε. Θα σε φτιάξουμε, θα σε καλουπώσουμε, θα βάψουμε και τα μαλλιά σου… όχι όχι, δεν έχω τίποτα με το κόκκινο χρώμα, αλλά βλέπεις, είναι έντονα και δίνουν στόχο. Μην ξεχνάμε πως σε ψάχνει κι η στρατονομία.. Εσύ θα είσαι η εικόνα μας. Αυτός που θα βγαίνει μπροστά. Η ωραία βιτρίνα της συμμορίας μας.

-Το φορτηγάκι που είχες στο μαγαζί, το ψυγείο για τη μεταφορά των κρεάτων, είναι σε καλή κατάσταση? Στράφηκε ο Φώντας στον αλλαντοπώλη

-Είναι σαν ολοκαίνουργο.

-Υπέροχα! Θα το βάψουμε. Θα το συμμορφώσουμε και θα το χρησιμοποιούμε. Είναι όχημα που μας χωράει όλους και θα φτιάξουμε και το ψυγείο, θα μας χρειαστεί - θα δείτε. Βέβαια θα μου πειτε και γιατί να μην πάρουμε ενα καινούργιο? Επειδή υπάρχει το συναισθηματικό δέσιμο για τον αλλαντοπώλη. Θα μας θυμίζει πως πρέπει να πάρουμε πίσω το μαγαζί του.

Μπεν, δέχεσαι να τρυπώνεις εκεί που θα σε στέλνω? Ξέρω πως ελίσσεσαι και χωράς παντού, οπότε θα μας βοηθήσεις να μπαίνουμε πίσω απο κλειστές πόρτες, να ανακαλύπτουμε μυστικά, θα είσαι τα μάτια της συμμορίας. Είσαι μέσα?

-Και το ρωτάς αφεντικό?

-Είμαστε έτοιμοι λοιπόν. Ξεκινάμε. Απο σήμερα είμαστε ομάδα και θα βοηθάμε ο ένας τον άλλον να πετύχει τους στόχους του. Θα ευτυχήσουμε. Πως θα το καταφέρουμε? Για αρχή έχουμε στα χέρια μας σημαντικά στοιχεία για την μυστική δράση ανώτατων αξιωματικών του στρατού. Ονόματα, τηλέφωνα, κινήσεις λογαριασμών και κρίσιμες ημερομηνίες. Πολλοί θα πλήρωναν τεράστια ποσά για αυτή την ατζέντα. Μην είμαστε βιαστικοί όμως. Όσο τους κρατάμε στα χέρια μας είμαστε σε θέση ισχύος και αυτό μπορούμε να το εκμεταλλευτούμε.

-Γιαυτό είχε τρελαθεί ο υπόδικας όταν την έχασε την ατζέντα. Έχει χιεστεί πάνω του.. παρατήρησε όλο κομψότητα ο αλλαντοπώλης

-Και θα αρχίσει να ανησυχεί και περισσότερο μόλις του στείλουμε και το λογαριασμό απο αυτό εδώ το ξενοδοχείο…

Ξέσπασαν και οι τέσσερις σε δυνατά γέλια. Και ύστερα ύψωσαν τα ποτήρια τους και κάνανε πρόποση

«στην υγειά του υποδιοικητή»

Η συμμορία τους είχε και επίσημα υπόσταση. Νιώθανε εκείνη τη στιγμή, περισσότερο από ποτέ, πως ήταν πιο κοντά στην εκπλήρωση των ονείρων τους. Δε ξέρανε φυσικά πως δε θα τα κατάφερνε κανείς από τους τέσσερις..



0/4

Παρασκευή, Μαΐου 23, 2008

0/4 - Όλα ξεκινάνε τώρα

Αυτό το τελευταίο βράδυ στο στρατόπεδο, ο Μπεν ο αρουραίος των μαγειρείων είχε μελαγχολική διάθεση. Στα 32 χρόνια που βρισκόταν στη μονάδα είχε δει αμέτρητους φαντάρους να απολύονται. Να σκίζουν τρελαμένοι τα παντελόνια τους, να πετάνε ψηλά τα κρεβάτια τους, να μεθοκοπάνε με φτηνό αλκοόλ και να τραγουδάνε μέχρι να αποκοιμηθούν σα μοσχάρια. Πάντοτε του φαίνονταν παράξενες αυτές οι αντιδράσεις, κάνανε τρέλες και ανυπομονούσαν για την ώρα που θα παίρνανε τα απολυτήρια στα χέρια τους, λες και η ζωή τους από κει και μπρος θα ήταν μόνο χαρές. Οι ανόητοι χαίρονται για ανόητα πράγματα συνήθιζε να λέει ο θυμόσοφος αρουραίος και τώρα που ήρθε κι αυτού η σειρά του, δεν είχε διάθεση για πανηγυρισμούς, αλλά για ψύχραιμη κρίση των συνθηκών. Γνώριζε πως για να διεκδικήσει την καλύτερη ζωή που ονειρευόταν θα έπρεπε να περάσει από το έγκλημα και την παρανομία.


Εκείνο το πρωί για πρώτη φορά μετά από χρόνια τον είχε φωνάξει ο ταχυδρόμος του στρατοπέδου. Είχε γράμμα για αυτόν. Ο Μπεν το παρέλαβε σα να ήταν κάτι συνηθισμένο, και το άνοιξε επιδεικτικά μπροστά σε όλους. Σα να ήθελε να δώσει μια προειδοποίηση, ένα σημάδι, ώστε όταν την επόμενη μέρα θα χανόταν για πάντα, να θυμηθούν πώς να, κάτι συνέβη, κάποιος του έστειλε ένα γράμμα και μετά παφ, εξαφανίστηκε μαγικά. Έτσι ήθελε τουλάχιστο να ελπίζει, πως η απουσία του θα γινόταν αισθητή..

Το γράμμα ηταν από το μελλοντικό συνεργάτη του το Φόντα και ήταν σύντομο και σαφες
«Όλα ξεκινάνε τώρα»
Το σύνθημα το περίμενε, του Μπεν όμως του έκανε εντύπωση το όνομα πάνω στο φάκελο. Έγραφε Φώντας. Περίεργο, πάντα πίστευε πως το όνομα αυτό γραφόταν με όμικρον, Φόντας…

Είχε επιτέλους έρθει η ώρα, απολυόταν η σειρά του Φώντα και πλέον δεν υπήρχε τίποτα να τους εμποδίζει να βάλουν μπρος τα σχέδια τους. Ο Μπεν θα έπαιρνε το τρένο και θα ταξίδευε στην Αθήνα. Θα έπρεπε όμως να βρει κι ένα τρόπο να προϊδεάσει το συνεργάτη του για τη μικρή έκπληξη που του ετοίμαζε.

«Εμ Φώντα, έχει προκύψει ένα θεματάκι….» όχι, οχι
«Εμ… Φώντα, όλα καλά μονο που…» μπα οχι
«Ναι Φώντα μου όλα έτοιμα, έρχομαστε …..
ποιοι είμαστε εμείς που ερχόμαστε? …»
Όταν προσκάλεσε το μάγειρα να συμμετέχει κι αυτός στη «συμμορία» τους, του είχε φανεί εξαιρετική ιδέα, όσο όμως το ξανασκεφτόταν φοβόταν πως αυτή του η πρωτοβουλία μπορεί να εξόργιζε το Φώντα. Γιαυτό θα πρεπε να τον κάνει να νομίζει πως ήταν εξαρχής δική του η ιδέα. Το φορτηγάκι – ψυγείο του πρώην αλλαντοπώλη θα βοηθούσε σ’ αυτό, ο αρουραίος θα επέμενε πως ο Φώντας είχε αναφέρει την αναγκαιότητα να έχουν ένα ευρύχωρο όχημα για τη δράση τους.

Προσπαθώντας να ηρεμήσει και να βεβαιωθεί πως έχει πάρει τις σωστές αποφάσεις, νωρίτερα το βράδυ είχε βγει στο χωριό και είχε βρει τους αρουραίους που κάποτε ήταν κολλητοί φίλοι του. Η πρόθεση του δεν ήταν να τους αποχαιρετήσει ή να τους αντικρύσει για τελευταία φορά και να νοσταλγήσει. Ήθελε μόνο να πάρει κουράγιο βλέποντας τους να μένουν κολλημένοι στην ίδια δυσωδία των υπονόμων και να νιώσει ανώτερος που αυτός υποτάσσει τη φύση του, παύει να είναι ένας κοινός αρουραίος και κυνηγάει κάτι καλύτερο. Ένα τρόπο ζωής που ακόμα και πολλοί άνθρωποι θα τον ζήλευαν.

Δεν ήξερε ακόμα πως ένας απο αυτούς τους ανθρώπους που ονειρευόταν τα ίδια με αυτόν, τον παρακολουθούσε όλη μέρα..

Καθώς είχε σκοτεινιάσει για τα καλά, ο αρουραίος γλύστρισε μέχρι το σημείο όπου είχε θάψει την ατζέντα. Άρχισε να σκάβει, στην αρχή προσεκτικά, μα καθώς δεν έβρισκε τίποτα οι κινήσεις του γίνονταν όλο και πιο νευρικές και έσκαβε όλο και πιο μακριά..«δε μπορεί εδώ την έθαψα, καλά ίσως και λίγο πιο πέρα» και πέταγε το χώμα ψηλά και έσκαβε όλο και πιο δυνατά και ήθελε να κλάψει γιατί χωρίς ατζέντα όλα τα σχέδια του ακυρώνονταν. Ένα χέρι τον ακούμπησε στην πλάτη. Ήταν ο Οράτιος ο πιτσιρικάς με τα κόκκινα μαλλιά.

«Ήρθε η ώρα λοιπόν? Παίρνω την ατζέντα και φεύγουμε?» είπε χαμηλόφωνα ο μικρός
«Μα…τι … τι λες.. που….»
«Σας άκουσα Μπεν. Τότε με το Φώντα. Ήμουν εκεί, θυμάσαι? Θα έρθω κι εγώ μαζί σας»

«δε γίνεται… είσαι….» ο Μπεν ίδρωνε και ξεΐδρωνε και αν το γλύτωνε σήμερα το εγκεφαλικό σίγουρα θα ζούσε άλλα 100 χρόνια. Η ξαφνική εμφάνιση του Οράτιου φάνταζε τώρα χειρότερη κι από την προηγούμενη λαχτάρα που πήρε με την εξαφάνισης της ατζέντας. Ο Μπεν πια δε μπορούσε να συγκροτήσει τη σκέψη του και να δει τι θα κάνει με τον μικρό παρα μόνο τραύλιζε και μουδιασμένος τον άκουγε να παίρνει εκείνος πάνω του το σχεδιασμό της επόμενης ημέρας.

Ο Οράτιος ήταν αποφασισμένος «Την ατζέντα την έχω εγώ όλο αυτό τον καιρό. Δε ξέρω γιατί είναι τόσο σημαντική, αλλά μέχρι να μάθω θα είμαι μαζί σας.»
«μα είσαι μικρός.. δεν πρέπει…εμείς ίσως μπλέξουμε... κάτι μπορεί να πάει στραβά.. εσύ έχεις τόσο μέλλον......»

και ο Μπεν πανικόβλητος καθώς δεν έβρισκε τις λέξεις για να μεταπίσει τον Οράτιο, συνειδητοποιούσε πως απέκτησε άλλον ένα συνταξιδιώτη για την Αθήνα.



Αναστατωμένος έφυγε τρέχοντας για το κοντινό χωριό. Στα παγκάκια της αλάνας συνήθως κάθονταν παρέες από γυναίκες και συζητούσαν μέχρι αργά το βράδυ. Ούτε καταλάβαινες τι διάολο λέγανε έτσι που φωνάζανε στην τοπική διάλεκτο τους και τα τα τσιριχτά γέλια τους καταστρέφανε την ησυχία της νύχτας. Όταν έφτασε, οι παρέες είχαν ήδη διαλυθεί και βρήκε μόνο μια νεαρή που είχε πάρει τη δημοσιά για το σπίτι της. Ο Μπεν προτιμούσε τις γριές αλλά δεν είχε κι άλλες επιλογές κι έτσι την ακολούθησε.

Φορούσε ένα γαλάζιο φόρεμα κι ήταν πολύ κοντή. Είχε πόδια χοντρά και τα κότσια της ήταν πρησμένα απο ορθοστασία. Έξω απ’ το σπίτι της στάθηκε να κλεισει την καγκελόπορτα, όχι για ασφάλεια αφού κανείς δε θα έφτανε εκεί στην ερημιά, αλλα πιθανότατα για να μη χτυπάει απο τον άνεμο. Μοιραίο λάθος αυτή της η καθυστέρηση. Ο αρουραίος την έβλεπε πλάτη να τραβάει την βαριά πόρτα που έτριζε καθώς σερνόταν στο τσιμέντο. Πλησίασε γρήγορα το πόδι της και το δάγκωσε χωρίς δεύτερη σκέψη. Η κοπέλα άρχισε να ουρλιάζει και να κλωτσάει, όμως ο αρουραίος είχε δαγκώσει το πόδι σφιχτά και δε θα το άφηνε. Έπεσε κάτω και χτυπιόταν κι ο αρουραίος για λίγο άφησε τα δόντια του να γλυστρίσουν απο το κρέας κι αμέσως της έκανε μια δεύτερη, πιο δυνατή δαγκωματιά. Το χρειαζόταν αυτό, του πρόσφερε ηδονή και ανακούφιση.

Είχε λουστεί από το αίμα της νεαρής. Την αφησε να σφαδαζει από πόνο στην είσοδο του σπιτιού της. Της εριξε μια τελευταία ματιά. Το πρόσωπο της είχε παραμορφωθεί από τον πόνο. Από την πληγή στο πόδι της ανάβλυζε το αίμα και σχημάτιζε ένα ποταμάκι που κατέληγε στον κήπο όπου πότιζε το χωμα βάφοντας το κόκκινο.

Αν ποτέ επιστρέψω εδώ στην παραμεθώριο, σκέφτηκε ο Μπεν, να έρθω σε αυτό τον κήπο και θα κόψω ένα απο αυτά τα λουλούδια, που θα χουν φυτρώσει από το αίμα της. Τόσο φτηνός και υποκριτικός ήταν ο συναισθηματισμός του αρουραίου, που τον ξέχασε πριν ακόμα φτάσει στο στρατόπεδο τρέχοντας μέσα στα σκοτάδια.

Πέμπτη, Μαΐου 15, 2008

0/4 - Απώλεια ατζέντας και ψυχικής ηρεμίας

Θα ήταν 6:25 όταν ο υποδιοικητής μπήκε στο μπακάλικο και αγόρασε δύο πακέτα τσιγάρα. Φυσικά, περιμένοντας τα ρέστα απο το 10ευρω ρώτησε το μπακάλη πότε γεννάει η γυναίκα του. «Έχουμε σίγουρα 3 μηνες ακόμα» είπε βαριεστημένος ο μπακάλης για να πάρει ως απάντηση το υποτιθέμενο αστείο των 6:27 όπως κάθε μερα:
«Κι εσύ απο την κοιλιά, μου φαίνεσαι περίπου 5 μηνών έγγυος ε?».

Στις 6:55 ο υποδιοικητής πέρασε την πύλη του στρατοπέδου με ένα τσιγάρο στο στόμα που δεν το είχε ανάψει ακόμα. Ρώτησε το σκοπό αν είναι καλά, τί ώρα πέρασε το περίπολο και πήρε φωτιά απο τον αξιωματικό πύλης.

7:02 στάθηκε μπροστά στο ιατρείο, έσκυψε και έδεσε σφιχτά τις αρβύλες του. Ένα λεπτό μετά, θα περίμενε μπροστά στο διοικητήριο ποιός φαντάρος θα περάσει για να του αναθέσει να του φέρει τον πρωινό του καφέ. Αν θα ήταν ο Μπουτσίδης ή ο Φαζάκης, ο υποδιοικητής πίστευε πως θα έκανε κάποια διαφορά, πως κάτι θα άλλαζε στην ημέρα και αυτό ήταν το ανησυχητικότερο όλων. Δεν αντιλαμβανόταν τη θλιβερη επαναληπτικότητα της ρουτίνας του.

Εκείνη τη μέρα όμως η καθημερινότητα του θα άλλαζε για τα καλά. Πίνοντας μια γουλιά απο τον καφέ του και ανάβοντας το δεύτερο τσιγάρο, έχωσε το χέρι στο συρτάρι να πιάσει την ατζέντα του. Εκείνο το κόκκινο τετράδιο με τις σημειώσεις του, τα τηλέφωνα και τις κωδικές ονομασίες όλων των ανώτατων αξιωματικών που συμμετέχουν στην κίνηση «ΣΠΙΘΑ». Το τσιγάρο του έπεσε απο τα χείλη, ο λαιμός του ξεράθηκε και άρχισε να βήχει νιώθωντας πως θα σπάσουν τα πνευμόνια του. Το τετράδιο έλειπε.

Όταν συνήλθε λίγη ώρα μετά, με δυο υπολοχαγούς να του ρίχνουνε νερό στα μούτρα, έκανε άνω κάτω όλο το διοικητήριο. Κατέβασε τη βιβλιοθήκη και φωνάζοντας «θα τους τσακίσω» πέταξε κάτω την οθόνη του υπολογιστή. Εσπασε τα windows ο τρελός. Οι φαντάροι στο θάλαμο δεκάδες μέτρα πιο κάτω που άκουγαν τη φασαρία, γελάγανε και κοροϊδεύανε, όμως όταν τους ανακοινώθηκε πως πρίν ακόμα να γίνει η πρωινή αναφορά θα περνούσαν όλοι απο το γραφείο του λυσσασμένου υποδιοικητή για “μια προσωπική συζήτηση”, μια ανησυχία την απέκτησαν όσο να ‘ναι.

Ποιοί είχαν υπηρεσία και τί ώρα ξυπνήσανε, ποιος σηκώθηκε το βράδυ αδικαιολογήτως για κατούρημα, ποιος ήταν εξοδούχος και δε βγήκε, ποιος πλησίασε το διοικητήριο, όλα τα έμαθε τρομοκρατώντας τους φαντάρους ο υποδιοικητής, όχι όμως πού ήταν η ατζέντα.

«Είναι τόσο σημαντικό αυτό το σημειωματάριον που να πρέπει να λάβομε όλα αυτά τα σκληρά μέτρα που προτείνεις» ρώτησε με συνοφρυωμένο και υποψιασμένο ύφος ο διοικητής.
«Είναι ζήτημα τιμής κύριε διοικητά. Αφήστε αυτό το θέμα πάνω μου, μόνο αυτή τη φορά».

Και ο διοικητής πείστηκε και παρακολούθησε όσα επακολούθησαν χωρίς να επέμβει. Η αναφορά εξελίχθηκε σε δίωρη ορθοστασία σε στάση προσοχής. Όποιος έκανε να δυσανασχετήσει εισέπρατε πενθήμερο φυλάκιση. Ακολούθησε παρέλαση τριών ωρών. Βάψιμο του στρατοπέδου. Αποψίλωση των τριγύρω χωραφιών. Στέρηση εξόδου για τους πάντες. Αυστηρές έφοδοι στους σκοπούς. Νυχτερινά εγερτήρια επιφυλακής. Οι φαντάροι άυπνοι και κατάκοποι κουτουλάγανε στους τοίχους και μαζέυανε τιμωρίες και μέρες φυλακής. Για το τετράδιο όμως κανένας δε φαινόταν να γνωρίζει. Ο υποδιοικητής συνέχιζε επι μέρες άυπνος και άκαπνος. Έκανε να ανάψει τσιγάρο μα κάθε φορά τον έπιανε βήχας και αηδίαζε. Αν το τετράδιο αυτό έπεφτε στα λάθος χέρια, μπορούσε να καταστραφεί όχι μονο η καριέρα του, αλλα και να ναυαγούσε ολοσχερώς η κίνηση «ΣΠΙΘΑ».

Η κατάσταση αυτή κράτησε μέρες. Τα πρώτα τηλέφωνα απο θείους βυσμάτων που παραπονιούνταν επειδή το ανηψάκι τους έχει πάθει κατάθλιψη και στη σκοπιά ανοίγει την τελαμώνα και μετράει τις σφαίρες, κουδουνίζανε και ζητάγανε το διοικητή.
«Τι θα γίνει, μήπως η αυξημένη πίεση στο στράτευμα μας οδηγήσει σε κάποια κατάσταση εκτός ελέγχου? Ένα τετράδιο είναι, ίσως να παράπεσε κάπου» προσπαθούσε να φανεί λογικός ο διοικητής, όμως ο υποδιοικητής ήταν αμετανόητος και ζήτησε μερικές ακόμα ημέρες. Δεσμεύτηκε για την ασφάλεια των στρατιωτών αποφασίζοντας να μένει ο ίδιος τις νύχτες στο στρατόπεδο.

Σε καμία περίπτωση δεν είπε οτιδήποτε στους άλλους αξιωματικούς απο την κίνηση «ΣΠΙΘΑ» για το χαμένο τετράδιο. Αν το μαθαίνανε πως εμπιστευτικά στοιχεία εκτέθηκαν σε τρίτους κινδύνευε κι η ζωή του, αφού όλα βασίζονταν στην απόλυτη μυστικότητα δράσης.

Σα σκιά μέσα στη νύχτα τριγυρνούσε στο στρατόπεδο ο υποδιοικητής εξαντλημένος και τα βήματα του τον φέρανε έξω απ τα μαγειρεία, οπου καθόταν και μασούλαγε ένα μήλο ο Μπεν, ο αρουραίος. Κάθισε δίπλα του και του πρόσφερε τσιγάρο

«Αφού ξέρεις αφεντικό πως το έχω κόψει απο το 84 το τσιγάρο τότε που έγινε το σκηνικό με τις καλόγριες και τον Πομάκο ταχυδρόμο»
«Ένα παράξενο πράμα Μπεν, εδω και μέρες ούτε εγώ δε μπορώ να τραβήξω τζούρα... και το χρειάζομαι τόσο πολύ»

«Προβλήματα αφεντικό? Τέτοια καψόνια δεν έχουν ξαναδεί τα μάτια μου στο στρατόπεδο. Θα σας μείνει κανένα παλικάρι στα χέρια και θα στο χρεώσουν και στο βιογραφικό σου. Άστους λίγο λάσκα γιατί είναι κωλομαθημένα κολεγιόπαιδα αυτά. Πού οι πραγματικοί άντρες που στίβανε την πέτρα κάποτε!! ..αυτοι δω θέλουνε γάντια για να καθαρίσουνε την πατάτα.»

«Ρε Μπεν, πες μου κάτι. Και απο μένα ότι θελεις.»
«Αφεντικό εγώ για σένα να γενώ χαλί να σκουπίζεις τα αρβύλια σου»
απάντησε με σοβαρό τόνο φωνής ο αρουραίος
«Ξέρεις πως έχω χάσει την ατζέντα μου? Εκεί μέσα είχα προσωπικές σημειώσεις πολύ προσωπικές..»
«γκόμενα κυρ υπόδικα μου?, (παύση) …..γκόμενα? »

«όχι, εμπιστευτικό στρατιωτικό υλικό, γιαυτό πρέπει να τη βρω οπωσδήποτε. Εσύ, που μιλάς με τους φαντάρους και σε εμπιστεύονται.. μήπως πήρε τίποτα το αυτί σου? Μήπως μπορείς να τους ρωτάς απ έξω απ έξω? Δε ξέρω, να κόψεις καμια κίνηση?» και εναπόθεσε τις τελευταίες ισχνές ελπίδες του στον αρουραίο χωρίς να υποψιάζεται ότι ήταν εκείνος που είχε τρυπώσει στο διοικητήριο και είχε κλέψει την ατζέντα με σκοπό να τη χρησιμοποιήσει εκβιαστικά. Και κρεμόταν και από τα χείλη του σοφού αρουραίου για δυο λόγια παρηγοριάς. Αυτός ο υποδιοικητής δεν είχε το θεό του!

«Κυρ υπόδικα μου, δεν τις είδες τις φάτσες των φαντάρων? Αν κάποιος από αυτούς είχε στα χέρια του την ατζέντα, θα την είχε καταστρέψει για να μην το μάθεις ποτέ. Θα σε συμβούλευα να τη ξεχάσεις και να ηρεμήσεις. Αν επιμένεις βέβαια, θα διαδώσω εγώ πως η παράδοση της ατζέντας στο διοικητήριο σημαίνει και 20ημερη άδεια. Να ξέρεις όμως αφεντικό, κανείς σε αυτό το στρατόπεδο δεν ενδιαφέρεται για στρατιωτικό υλικό. Ούτε καν οι καραβανάδες. Μη σε απασχολεί η ατζέντα. Εμένα να πιστεύεις»

Και ο υποδιοικητής τον πίστεψε ή μαλλον προσποιήθηκε πως η ζημιά δεν ήταν και τόσο μεγάλη και επέστρεψε στη ρουτίνα του. Φαινομενικά όλα ήταν όπως πριν.

6:25 το επόμενο πρωί ο υποδιοικητής μπήκε στο μπακάλικο και αγόρασε δύο πακέτα τσιγάρα. «Γέννησε η γυναίκα σου?»
«Έχουμε καιρό ακόμα, κανα τρίμηνο» απάντησε ο μπακάλης και περίμενε την ατάκα των 6:27 η οποία δεν εμφανίστηκε ποτέ
«Αντε καλή λεφτεριά»
Στις 6:55 ο υποδιοικητής πέρασε την πύλη του στρατοπέδου με ένα τσιγάρο στο στόμα του σβηστό. Ρώτησε το σκοπό αν είναι καλά και τί ώρα πέρασε το περίπολο.

7:02 στάθηκε μπροστά στο ιατρείο, έσκυψε και έδεσε σφιχτά τις αρβύλες του. Το τσιγάρο ακόμα κρεμότανε στο στόμα του σβηστό. Δε σκόπευε να το ανάψει. Από κει και μπρος μια οποιαδήποτε σπίθα ήταν ικανή να τον κάψει ζωντανό.

Πέμπτη, Μαΐου 08, 2008

Η αποκάλυψη ενός μεγάλου μυστικού

Αν κοιτάξεις προσεκτικά γύρω σου, θα βρεις ανθρώπους που θέλουν να σου εκμυστηρευτούν τα μεγάλα μυστικά τους.
Σε μια πολυπληθή παρέα
μια στιγμιαία έλλειψη αυτοσυγκέντρωσης,
ένα μοναχικό βλέμμα,
το τελετουργικό άναμα ενός τσιγάρου

είναι κραυγές για εξομολόγηση.


Μπορείς να μάθεις το μεγάλο μυστικό, αρκεί να θες.
Και να αντέχεις πραγματικά.

Αρκεί να κάνεις κλικ ΕΔΩ

τολμας?

Δευτέρα, Μαΐου 05, 2008

0/4 - Ο συμπαθής αλλαντοπώλης


«Ελα βρε νέο να ξεκουραστείς και να φας λίγο φαγάκι που περρίσσεψε μην το πετάξουμε..
ελα κι είσαι μια σταλιά πανάθεμά σε.. άντε τελειωνε το πλυσιμο κι ελα.. άιντε βράδιασε..
ΤΙ Ν’ ΑΥΤΟ?
Τρίψε γαμώ το φελέκι σου, όλα τα λαδια απάνω στο ταψι είναι, τρίψε μη σε παρει ο διαολος για κωλοφάνταρο..

...και μετά που θα τελειώσεις έρχεσαι και τρως και μια μερίδα που περρίσσεψε μη την πετάξουμε και είσαι και μισή μεριδα άθρωπος μήπως παρεις λίγο τα πανω σου και βρεις και καμιά γκόμενα να ξελαμπικάρεις λίγο
»

Αν επαιρνε φόρα ο μάγειρας της μονάδας δε σταμάταγε με τίποτα. Αν σου άρχιζε τη φλυαρία μπορούσε μέσα σε ένα μόνο λεπτο να σε βρίσει, να το μετανιώσει, να σε ψυχολογήσει με τον μπακάλικο τροπο του, να παινέψει τα προσόντα σου, να σου εξιστορήσει το παρελθόν του, να σου πει για τις εμμονές και τις φοβίες του και τόσο σύντομα, να σου δώσει με ακρίβεια το προφίλ ενος αυθεντικού ανθρώπου τον οποίο δε μπορείς παρά να συμπαθήσεις. Αγαπημένη του ιστορία, πώς τα φερε η ζωή και από επιτυχημένος αλλαντοπώλης σε προάστιο της Αθήνας κατέντησε μόνιμος μάγειρας σε ένα στρατόπεδο επάνω στην πινέζα.

«..να βλεπες τα λουκάνικα να κρέμονται από τα τσιγκέλια, να μύριζες τα αλλαντικά, να βλεπες τις κυράδες να φεύγουνε απο το μαγαζί με γεμάτες τσάντες και με λαμπερά χαμόγελα..
..αυτό το μαγαζί ήταν το καμάρι του Αιγαλέου.. απ’ όλη την Αθήνα έρχονταν γιατί είχαμε τα καλύτερα λουκάνικα και παστουρμά να θες να ιδρώνεις για να γλύφεις και τα δάχτυλα των ποδιών σου..
κι από λεφτά, ότι είχε ο καθένας έδινε, καλή καρδιά και έχει ο θεός έλεγα..
κι ο κοσμάκης το εκτιμούσε αυτό, ερχόντανε μετά από μια βδομάδα οι κυράδες όχι για να ψωνίσουνε, μόνο μου λέγανε - να πάρε αυτά και σβήσε με από το τεφτέρι και τι καλό ήταν το κρέας σου..
κι εγώ συγκινιόμουν και τους τύλιγα βιαστικά δυο τρεις μπριζόλες μοσχαρίσες να πάρουνε να φάνε κρεατάκι τα παιδάκια τους..

και μετά ήρθε αυτός ο διάολος, ο γαμπρός μου, που ανάθεμα την ώρα που του έδωσα την αδερφή μου και μου είπε - παρε ένα δάνειο να κάνουμε το μαγαζί πιο μοντέρνο και κάτι μου άρχισε με μάρκετινγκ και ανοησίες που δεν τα καταλάβαινα και όμως εγώ, εκεί, σαν το ζώον, ακολούθησα και πήρα το δάνειο..»


Σε αυτό το σημείο ο μάγειρας σταμάταγε και μουτζωνόταν με δύναμη και με τα δύο χέρια, κι ήταν ο φουκαράς τόσο αστεία εικόνα, έτσι παχουλός και καραφλός να παραδέχεται την ηλιθιότητα του και να παίρνει και την ανάλογη έκφραση, που όποιος τον έβλεπε κρατιότανε να μη γελάσει.

Εκτός από το Μπεν, τον αρουραίο των μαγειρείων που γέλαγε δυνατά και τον κορόιδευε και ο μάγειρας εξοργισμένος τον κυνηγούσε με τη σφουγγαρίστρα. Με όλους ανοιγόταν και μίλαγε ο μάγειρας, εκτός από το Μπεν, παρότι τον είχε όλη μέρα κοντά του. Κι αυτό γιατί ο θυμόσοφος αρουραίος ήταν αυτός που του έλεγε πως κανείς δεν καταστρέφεται από ξένο χέρι και πως ο μάγειρας ο ίδιος φταίει για την κατάντια του.

«Αηδίες, αν δεν ήταν αυτός ο διάολος θα είχα ακόμα το μαγαζάκι μου. Γιατί το χε σχεδιασμένο αυτός.. Και η αδερφή μου κακοχρονονάχει καλή ήταν και του λόγου της..
Και να πρέπει να πληρώνω στις τράπεζες και να μην έχω, γιατί τα πράγματα ακριβαίνανε και δεν πλήρωνε ο κόσμος.. κι εγώ δεν είχα καρδιά να ζητάω λεφτά από την γριούλα που μου λεγε για τα άρρωστα εγγονάκια της και όλο τους έδινα κρέατα βερεσέ και υγεία να χουμε..

Μα οι τράπεζες δεν με καταλαβαίνανε κι αυτές που τους έλεγα να φέρω τα λεφτά τον άλλο μήνα και έρχονταν από μια εισπρακτική εταιρία και με βρίζανε μέσα στο ίδιο μου το μαγαζί και μου λέγανε πως τα λεφτά που χρωστάω θα τους τα πληρώσω επι δέκα..
Και πλέρωνα κι ακόμα χρώσταγα κι έμενα επι βδομάδες άγρυπνος και χτυπάγανε τηλέφωνα μέσα στη νύχτα και απειλούσανε και με βρίζανε που κακό ψόφο να χουνε..

Και ξέρεις ποιο είναι το συμπέρασμα? Ο κερατάς ο γαμπρός μου πήρε το μαγαζί μου σε δημοπρασία και ξέρεις τι μου είπε?
Πως απέτυχα γιατι δεν ηταν βιώσιμο το μοντέλο διαχείρισης της επιχείρησης και δεν ανταπεξήλθα στις σύγχρονες απαιτήσεις του μάνατζμεντ.

Και τώρα είμαι εδώ εφτά χρόνια στο στρατόπεδο να παριστάνω το μάγειρα. Εφτά χρόνια που δεν είδα το μαγαζάκι μου στην Αθήνα Το αυτοκίνητο πάντως που κουβαλάγαμε τα κρέατα δεν του το δωσα του διαόλου. Το παράτησα εκεί κάτω κλειδωμένο. Καλύτερα άχρηστο, παρά στα χέρια του σατανά.

…κι έχω κι από πάνω έναν αρουραίο να μου λέει πως αυτο που κάνεις σε χαρακτηρίζει ως άνθρωπο. Πως είμαι πια ο καραβανάς και ο μάγειρας του γκοτζίλα κι όχι ο συμπαθής αλλαντοπώλης της γειτονιάς. Μέσα μου όμως ρωτας πως νιώθω? …»

Μέσα μου πως νιώθω…η τελευταία φράση χτύπησε το Μπεν σαν ηλεκτρικό ρεύμα. Για πρώτη του φορά κατάλαβε πως έκανε λάθος στην αντιμετώπιση του αλλαντοπώλη. Του έλεγε πως αυτός φταίει για όσα έκανε ή δεν έκανε στη ζωή του. Δεν είχε συνειδητοποιήσει όμως πως ποτέ δεν έκανε αυτή την ερώτηση στον εαυτό του. Κι αυτός τι ήταν? Ένας εξυπνάκιας αρουραίος που έτρωγε τα μήλα του στρατοπέδου. Δεν ήταν τίποτα κι αυτός από όλα αυτά που ονειρευόταν. Κι ο Μπεν παρότι την είχε ακούσει 500 φορές, για πρώτη φορά συγκινήθηκε από την ιστορία του αλλαντοπώλη.

«ελα δω βρε μπαγάσα.. με συγκίνησες» του είπε και τον αγκάλιασε και κλαίγανε κι οι δύο με λυγμούς «μαζί ρε, μαζί θα πάρουμε πίσω το μαγαζάκι σου, θα γίνεις πάλι αλλαντοπώλης»

Και καθόντουσαν και μυξοκλαίγανε στη μέση των μαγειρείων, ενας αρουραίος κι ένας 50αρης πρωην αλλαντοπώλης, κι αυτό κι αν ήταν θέμα για να χουν να συζητάνε και να γελάνε οι φαντάροι για αρκετό καιρό.