Η καινούργια φίλη της απο το σχολείο θα είχε φύγει περίπου 15 λεπτά απο το σπίτι όταν ακούστηκε το κουδούνι της πόρτας. Είχε επιστρέψει και με κατακόκκινα απο ντροπή μάγουλα είπε
"συγγνώμη, νομίζω οτι ξέχασα το μολύβι μου εδώ περα, μπορείς να μου το δώσεις?"
Η Φλώρα το έδωσε φυσικά τότε αλλά δεν το χώραγε το μυαλό της οτι επέστρεψε να το ζητήσει. Η μαμά της, της εξήγησε πως υπάρχουν και παιδάκια με φτωχούς γονείς που δε μπορούν να αγοράζουν στα παιδιά τους αυτά που θέλουν. Να γυρίσει πίσω για ένα απλό μισοξυσμένο μολύβι? Δηλαδή θα της έλεγε η μαμά της, δε σου αγοράζω άλλο, αν έλεγε οτι το έχασε?
Την άλλη μέρα στο σχολείο δεν της μίλησε. Και την επόμενη το ίδιο. Την απέφευγε, όχι επειδή είχε ενοχές απέναντι της που αυτή μπορεί να αγοράζει καθημερινά τόσα πολλά χρωματιστά μολύβια και να τα τρώει και να τα ξύνει και να μουντζουρώνει τους τοίχους για να ξαναγοράσει την άλλη μέρα άλλα τόσα, αλλά γιατί κατάλαβε οτι αυτές οι δύο δε θα μπορούσαν ποτέ να είναι φίλες, γιατί ανήκουν σε διαφορετικούς κόσμους και διαφορετική ζωή θα ζουσαν στα χρόνια που θα έρχονταν. Η μία ανέμελα θα ανέβαινε τρέχοντας τα σκαλοπάτια του αύριο κι η άλλη θα εγκλωβιζόταν αγκομαχώντας στο ασφυκτικό της σήμερα. Στα μάτια του μικρού κοριτσιού αυτό δεν ήταν δυνατό να αλλάξει.
Στην ανοιξιάτικη εκδρομή στο μουσείο όλες οι θέσεις στο λεωφορείο ήταν πιασμένες και ήρθε και έκατσε δίπλα της. Μιλήσανε και γελάσανε και μέχρι να φτάσουν το μουσείο με τα απολιθώματα δεινοσαύρων διασκέδασε περισσότερο απο ποτέ, όμως στο γυρισμό φρόντισε να χωθεί σε μία γωνία στη γαλαρία κι έτσι κράτησε για άλλη μια φορά την απόσταση που έπρεπε. Δε ξαναμίλησαν ποτέ.
Εντάξει. Ίσως αντάλλαξαν τις τυπικές κουβέντες που λες σ'αυτον που αποφεύγεις, καλημέρα, καλησπέρα, με γειά το κούρεμα.
Και τώρα την έβλεπε να κάθεται απέναντι της, προσπαθούσε με αμήχανες κινήσεις να διώξει το άγχος της, καθόταν άβολα στην καρέκλα σε μια στάση που υποτίθεται πως θα έπρεπε να την κάνει να φαίνεται άνετη και προετοιμασμένη σωστά για μια συνέντευξη. Η Φλώρα είχε διαβάσει το βιογραφικό πριν μπει στην αίθουσα συσκέψεων, μα δεν πρόσεξε το όνομα, δεν βρήκε γενικώς τίποτα το αξιοπρόσεκτο στις δύο σελίδες γεμάτες απο σπουδές και σεμινάρια μετριότητας. Μα μόλις την είδε απέναντι της την κατάλαβε αμέσως. Η δεσποινίς Βιργινία απο την άλλη πάλευε ανεπιτυχώς να κρύψει τη νευρικότητα της και να σκουπίσει τον ιδρώτα της που σχημάτιζε σταγονίδια στο πρόσωπο της κι έτσι δεν ήταν σε θέση να κάνει συσχετισμούς με το μακρινό παρελθόν της.
Η Φλώρα ξεκίνησε μουδιασμένα την καθιερωμένη ανάκριση. Καθώς παρίστανε πως ξανα διάβαζε το βιογραφικό παρατηρούσε με διακριτικό τρόπο την παλιά της συμμαθήτρια. Την έλεγες παχουλή, είχε σίγουρα πολλά περισσότερα κιλά απο όταν τη θυμόταν και ντυμένη συντηρητικά με ένα ταγέρ που τη στένευε όταν καθόταν κι ένα βαθύ κόκκινο φουλάρι στο λαιμό και φορώντας ένα ζευγάρι καφέ φθαρμένα παπούτσια, απο εμφάνιση ήταν σκέτη αποτυχία. Η κυρία διευθυντής ήταν μπερδεμένη, ήθελε να εκδηλωθεί και να μιλήσει στην παλιά της φίλη, να τη βοηθήσει καθώς φαινόταν να το χρειάζεται μα ήθελε και να σταθεί στις απαιτήσεις του καθήκοντος της, να κρίνει σωστά αν είχε τα προσόντα για τη δουλειά. Η δεσποινίς Βιργινία ήταν απογοητευτική υποψήφια. Το άγχος της την είχε καταβάλει, απαντούσε με προβλέψιμες κοινοτυπίες, τόνιζε υπερβολικά τις μέτριες γνώσεις και εμπειρίες της και λεπτό με το λεπτό, απάντηση στην απάντηση, σα να έχτιζε μόνη της ανάμεσα τους εκείνο το τοίχος, εκείνο το συμπαγές διαχωριστικό των δύο διαφορετικών κόσμων που θύμιζε στη Φλώρα πως δε μοιάζουν πουθενά, πως δεν έχουν τίποτα κοινό.
Η Φλώρα την παρατηρούσε καθώς κατέστρεφε μόνη της όλες τις ελπίδες της. Είχε ζεσταθεί και έλυσε το φουλάρι της και πήρε απανωτές βαθιές ανάσες, έδινε την εικόνα πως θα ήθελε να βρίσκεται κάπου αλλού μα κάτι την ανάγκαζε να βρίσκεται εκεί. Δεν ήταν πια μικρά κοριτσάκια, η Φλώρα δε μπορούσε να κρατάει την ίδια παιδιάστικη απόσταση με τότε. Το τοίχος αυτό δε χρειάζεται να το σπάσω σκέφτηκε, αρκεί να τραβήξω τη δεσποινίς Βιργινία απο τη δική μου πλευρά. Φτάνει να το θέλει.
-Αν σας έλεγα πως έχουμε δεκάδες πιο άξιες υποψήφιες απο εσάς, τί θα λέγατε για να με πείσετε να σας δώσω τη θέση?
Πως είμαι πολύ εργατική και απο την εργασιακή εμπειρία μου ξέρω πως σε ότι έχω δοκιμαστεί τα έχω καταφέρει με μεγάλη επιτυχία
Όχι Βιργινία, λάθος απάντηση, χιλιοειπωμένες κενές λέξεις. Ξεκόλα απο το σήμερα, ξέχνα την προσπάθεια σου να με εντυπωσιάσεις, κοίτα μπροστά σου. Έλα στην πλευρά μας.
-Είστε ικανοποιημένη απο τον τρόπο ζωής σας? Θα αλλάζατε κάτι? Είστε περήφανη για τον εαυτό σας?
Φυσικά και είμαι. Έχω πετύχει πολλά πράγματα με τον ιδρώτα μου και προσπαθώ κάθε μέρα να γίνομαι καλύτερη.
Ο ιδρώτας σου σήμερα δε σε βοήθησε δεσποινίς Βιργινία και δε θα ‘πρεπε να τον επικαλείσαι, σκέφτηκε η Φλώρα και ευχαρίστησε τη συμπαθή υποψήφια. Τη συνόδευσε μέχρι την πόρτα και περίμενε να έρθει το ασανσέρ της μέχρι να επιστρέψει στο γραφείο. Ένιωθε παράξενα, δε μπορούσε να καταλάβει γιατί την ενόχλησε τόσο αυτή η ολιγόλεπτη συνάντηση. Μέχρι το απόγευμα θα της είχε περάσει ο εκνευρισμός σκέφτηκε και μάζεψε τα χαρτιά της από την αίθουσα συσκέψεων. Στην καρέκλα της Βιργινίας είχε μείνει το κόκκινο φουλάρι. Το άρπαξε κι έτρεξε προς την έξοδο. Το ασανσέρ δεν ήταν εκει και κατέβηκε τρέχοντας τις σκάλες για να βγει βιαστικά στο δρόμο με το απορημένο βλέμμα του θυρωρου κολλημένο πάνω της. Δεν έβλεπε πουθενά τη Βιργινία. Υπέθεσε πως θα είχε έρθει με το λεωφορείο κι άρχισε να τρέχει προς τη στάση που ήταν καμια εκατοστή μέτρα από το κτίριο. Την είδε μπροστά της που βάδιζε προς τη στάση. Είχε βγάλει το σακάκι της και το κρατούσε στο χέρι.
-Δεσποινίς Βιργινία,
η κοπέλα γύρισε ξαφνιασμένη και κοίταξε με απορία την κομψή διευθύντρια που έτρεχε προς το μέρος της και της χαμογέλασε αμήχανα.
-Ξεχάσατε το φουλάρι σας, είναι κρίμα να το χάσετε. Και σας το έφερα.
Η Φλώρα συνειδητοποίησε πως δεν ήξερε γιατί ακριβώς είχε τρέξει. Δεν μπορούσε να εξηγήσει γιατί την ένοιαζε το φουλάρι της δεσποινίδος Βιργινίας.
-Δε χρειαζόταν να τρέξετε. Μπορούσατε να μου το δώσετε την επόμενη φορά. Απάντησε η Βιργινία αφοπλιστικά.
Η Φλώρα γέλασε και έδωσε το φουλάρι. Χαιρετηθήκανε. Επέστρεψε στο κτίριο και το χαμόγελο είχε παραμείνει στα χείλη της. Καθώς περίμενε το ασανσέρ σκέφτηκε πως οι γόβες της δεν την ενόχλησαν καθόλου στο τρέξιμο παρότι ήταν τόσο ψηλές. Άξιζαν τα λεφτά που τις είχε πληρώσει.